Αυτές τις ημέρες έπεσε στην αντίληψη μου ένα άρθρο του κ. Στάθη Καλύβα στην Καθημερινή. Ο λόγος που θα μπω στην διαδικασία να σχολιάσω το συγκεκριμένο άρθρο είναι η αδικία -κι αν πέφτει βαριά η λέξη μπορώ να την αλλάξω με αστοχία –που συντελείται από τα όσα υποστηρίζει ο καθηγητής.
Ο κ. Στάθης Καλύβας στο άρθρο του που φέρει τον τίτλο «Θυμωμένοι καλλιτέχνες» επιχείρησε ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων που εργάζονται στο χώρο του πολιτισμού παρουσιάζοντας τους ως αντιδραστικά πνεύματα αντιλογίας, συμπεριφορά που οφείλεται σε …παρατεταμένη εφηβεία .
Έκανε, μάλιστα αναφορά και σε δύο ηχηρά ονόματα τον κ. Φοίβο Δεληβοριά και τον κ. Αργύρη Ξάφη. Για τον δεύτερο άφησε και αιχμές όσον αφορά την αξιοπιστία του ,για συγκεκριμένη τοποθέτηση του, επικαλούμενος την ανάθεση που του έχει κάνει το Εθνικό Θέατρο για την παράσταση Αίας του Σοφοκλή, σε δική του σκηνοθεσία. Πρώτα από όλα το Εθνικό Θέατρο είναι ένας δημόσιος οργανισμός και τα χρήματα που διαχειρίζεται είναι των Ελλήνων φορολογούμενων πολιτών, με λίγα λόγια δεν είναι από τον προσωπικό του μπεζαχτά.
Εκτός, αν ο ίδιος γνωρίζει κάτι για την διαδικασία επιλογής των έργων που επιδοτούνται. Σε αυτήν την περίπτωση πολύ ευχαρίστως να επικοινωνήσει μαζί μου. Τον κ. Καλύβα τον ενόχλησε η τοποθέτηση του Αργύρη Ξάφη, σχετικά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Λίνα Μενδώνη. Ο ηθοποιός έδωσε συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, στις 8/5 και στη Νόρα Ράλλη και δήλωσε πως «Με τον κ. Μητσοτάκη ή την κ. Μενδώνη όμως δεν έχει κανένα νόημα να πεις το οτιδήποτε πλέον. Εδώ δεν δέχονται ούτε τα σωματεία του κλάδου! Ούτε καν να τους δουν δεν δέχονται». Ο κ. Καλύβας δεν επιθυμεί να ασχοληθεί περαιτέρω με τον Αργύρη Ξάφη, αλλά κάνει σαφείς υπαινιγμούς για την επιδότηση που πήρε. Συγκεκριμένα αναφέρει στο άρθρο του: «Δεν θα ασχοληθώ με το αν πράγματι η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για τον πολιτισμό καθώς τα σχετικά στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν εύκολα. Άλλωστε, η συνέντευξη του κ. Ξάφη εμπεριέχει μια άλλη εκδοχή καθώς το ελληνικό κράτος που ελεεινολογεί του έχει αναθέσει τη σκηνοθεσία ενός έργου στην Επίδαυρο με τη χρηματοδοτική στήριξη που αντιστοιχεί στο εγχείρημα αυτό».
Κατά την γνώμη του καθηγητή όποιος έχει αντίθετη γνώμη με τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης δεν δικαιούται να συμμετέχει στα πρόγραμμα της; Όποιος κρίνει το κυβερνητικό έργο και το βρίσκει ελλιπές ελεεινολογεί; Ενδιαφέρον!!
Το πιο δυσάρεστο είναι πως η δικαιολογημένη αγανάκτηση των καλλιτεχνών μεταφράζεται ως «μόνιμη αυτοθυματοποίηση» και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες «ψυχικά ευάλωτοι».
Επειδή, εγώ δεν είμαι ψυχολόγος, αλλά δημοσιογράφος να μου επιτρέψει ο κ. Καλύβας να τον ενημερώσω γιατί μάλλον το αγνοεί πως η κυβέρνηση έχει να δώσει αποζημίωση ειδικού σκοπού από τον περασμένο Ιούλιο. Πως η Λίνα Μενδώνη έκανε λόγο για «μαύρα χρήματα». Πως χωρίς να υπάρχει καμία επίσημη μελέτη η κυβέρνηση σφράγισε τα θέατρα στοχοποιώντας τους χώρους ως εστίες υπέρ μετάδοσης του COVID-19. Για να μην αναφερθώ στην υπόθεση του κατηγορούμενου ως παιδοβιαστή Δημήτρη Λιγνάδη που υπήρξε προσωπική ανάθεση της υπουργού στη θέση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
Ίσως ο κ. Καλύβας αγνοεί το ποσοστό ανεργίας των καλλιτεχνών και τη θέση της Ελλάδας σε πρόνοια και κοινωνικό κράτος. Δεν ξέρω τι μελέτες είχε στην διάθεση του όταν είχε διατελέσει μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, επίσημης δεξαμενής σκέψης της Νέας Δημοκρατίας, όπως αναγράφει το πλούσιο κατά τα άλλα βιογραφικό του, αλλά οι καλλιτέχνες είναι εργαζόμενοι και όπως όλοι οι εργαζόμενοι διεκδικούν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας. Διεκδικούν να τους αναγνωρίζεται το αναφαίρετο δικαίωμα στην ισότιμη απασχόληση και το σημαντικότερο να μην τους αντιμετωπίζουν σαν γραφικούς, ψυχωτικούς και εγωκεντρικούς πολίτες. Ουδείς κατευθυνόμενος λόγος δεν υπάρχει στα δίκαια αιτήματα τους. Η δε ανάγκη τους για έκφραση και δημιουργία και η επιθυμία τους για αναγνώριση δεν διαφέρει από κανενός άλλου ανθρώπου που αξιώνεται μιας καλύτερης ζωής.
Κάτω τα χέρια από τους καλλιτέχνες και όλους τους εργαζόμενους κι αν κάτι είναι «αναπόφευκτα στρεβλό» είναι μια κυβέρνηση που αγνοεί τις ανάγκες των πολιτών της και στραγγαλίζει κάθε προσπάθεια σκέψης και κοινωνικής αφύπνισης.