«Οι ισλαμιστές μαχητές μου πήραν το πόδι και ο ρατσισμός την ακοή μου»

«Οι ισλαμιστές μαχητές μου πήραν το πόδι και ο ρατσισμός την ακοή μου»

Ο Αχμεντ Ουαλίντ Ρασίντι σηκώνεται με δυσκολία από το έδαφος. Από το πρόσωπό του τρέχουν αίματα. Τα ρούχα του είναι ματωμένα. Πονάει σε όλο του το σώμα. 

Το προσθετικό του πόδι έχει μερικώς καταστραφεί. Δεν μπορεί να σταθεί. Κουτσαίνει. Η μύτη του είναι σπασμένη και δεν ακούει καλά. Στρέφει το κεφάλι του και κοιτάζει αγχωμένος τους δυο του φίλους. Και αυτοί είναι καλυμμένοι με αίματα και κείτονται στο πεζοδρόμιο. Ο ένας φαίνεται να μην κουνιέται καθόλου. Ο Αχμεντ έχει τρομοκρατηθεί. Σκέφτεται το χειρότερο σενάριο. «Αν πεθάνει δεν θα μπορώ να συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου». Προσπαθώντας να τους ηρεμήσει όταν τελικά συνήλθαν, τους λέει ότι βλέπουν όνειρο και όλα θα πάνε καλά. Είναι ξημερώματα Κυριακής και οι τρεις τους μόλις έχουν ξυλοκοπηθεί βάναυσα από μια ομάδα φουσκωτών που τους έβριζαν αποκαλώντας τους «γαμημένους πρόσφυγες». Ολα αυτά έγιναν σε μια από τις πιο πολυσύχναστες και φημισμένες για τη νυχτερινή της ζωή περιοχή του κέντρου της Αθήνας, στο Γκάζι.

Εχουν περάσει αρκετές μέρες από εκείνο το εφιαλτικό βράδυ και ο αφγανικής καταγωγής Δανός Αχμεντ Ουαλίντ Ρασίντι έχει επιστρέψει στην Ελλάδα με σκοπό να διαδώσει ένα ηχηρό μήνυμα κατά του ρατσισμού και του μίσους: «Αρκετά, ως εδώ. Φτάνει!». Ο 28άχρονος μιλάει στο Documento και καταγγέλλει τον άγριο με ρατσιστικό υπόβαθρο ξυλοδαρμό τόσο του ίδιου όσο και των φίλων του ιρανικής καταγωγής και αιτούντων άσυλο στη χώρα μας. Ακόμη κατηγορεί για αδιαφορία και ολιγωρία τους αστυνομικούς που έφτασαν στο σημείο, ενώ στενοχωριέται για όλους εκείνους που ενώ είδαν όσα συνέβησαν όχι μόνο δεν επενέβησαν αλλά δεν τους ρώτησαν καν αν είναι καλά.

Αντί για Μύκονο κατέληξε στο νοσοκομείο

Είναι Σάββατο 11 Ιουλίου. Ο Αχμεντ βρίσκεται ήδη λίγες μέρες στην Αθήνα και θυμάται να είναι χαρούμενος που επέστρεψε ύστερα από χρόνια στην Ελλάδα ως τουρίστας. Σε λίγες ώρες όμως όλα θα άλλαζαν. Αντί για τη Μύκονο που σκόπευε να επισκεφτεί, η επόμενη μέρα τον βρήκε άγρια χτυπημένο στο νοσοκομείο να προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του και να ψάχνει με ποιον τρόπο θα καταγγείλει όσα υπέστη. Οπως μας εξιστορεί, φτάνει πρώτος στο Γκάζι και περιμένει τους φίλους του ώστε να πάνε σε κάποιο μαγαζί να πιουν ένα ποτό και να χορέψουν. «Ψάχναμε σε ποιο μαγαζί θα καθίσουμε. Στην είσοδο μας έλεγαν συνέχεια ότι για να μπούμε έπρεπε να ανοίξουμε μπουκάλι. Εβλεπα όμως άτομα να κάθονται και να πίνουν μια μπίρα και να μπαίνουν κάποιοι χωρίς να παίρνουν μπουκάλι. Τελικά βρήκαμε ένα μπαρ. Μας είπαν όμως ότι επειδή ήταν πριβέ θα έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες αν θέλουμε να κάτσουμε. Ετσι, πήγαμε για ένα ποτό αλλού όπου όλα ήταν καλά. Γελάσαμε και περάσαμε όμορφα και μετά επιστρέψαμε στο πρώτο μπαρ».

Η παρέα επέστρεψε στο ίδιο μπαρ και όπως δηλώνει στην εφημερίδα ο 28άχρονος «μια μαγική βραδιά εξελίχθηκε σε εφιάλτη». Ο Αχμεντ ένιωσε διαφορετικά σε σχέση με πριν από μια τετραετία που είχε έρθει πάλι στην Αθήνα. «Η ατμόσφαιρα ήταν περίεργη. Δεν είχε να κάνει με την πανδημία του κορονοϊού και τον φόβο. Ενιωσα κάτι άλλο». Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του 28άχρονου, ο πορτιέρης του μπαρ δεν τους άφησε να μπουν ενώ άλλες παρέες έμπαιναν κανονικά. «Ενώ μιλούσαμε και ρωτούσα γιατί δεν μας αφήνει να καθίσουμε, ένας από τους ανθρώπους της ασφάλειας του μπαρ έπιασε από τον λαιμό έναν από τους φίλους μου. Εγιναν ξαφνικά βίαιοι. Επιασα το χέρι του και του είπα ότι η κατάσταση σοβαρεύει και εκτροχιάζεται. Το θεώρησα υπερβολικό και του είπα να φωνάξει τον μάνατζερ. Ηρθε σχεδόν αμέσως και άρχισε να μας σπρώχνει. Ηταν μια αγχωτική κατάσταση. Γύρω μας βρέθηκαν αρκετοί φουσκωτοί και είπα στους φίλους μου να φύγουμε. Ετσι και έγινε. Περίπου στα 15 μέτρα από το μαγαζί κατάλαβα ότι έτρεχαν από πίσω μας οι ίδιοι αλλά και κάμποσοι άλλοι. Το ίδιο μυώδεις τύποι. Δεν φοβήθηκα γιατί ήταν δημόσιος χώρος και υπήρχε κόσμος όπως και πορτιέρηδες άλλων μαγαζιών. Ενιωθα ασφαλής».

«Γαμημένε πρόσφυγα» φώναζαν και μας χτυπούσαν

Σύμφωνα με τον Αχμεντ, ξεκίνησαν να φωνάζουν και να τους βρίζουν προτού τους ξυλοκοπήσουν. «Μας έπιασαν από τις μπλούζες. Κατάλαβα το “γαμημένε πρόσφυγα” γιατί το είπαν και στα αγγλικά. Τους είπα ότι είμαι Δανός. Δεν τους σταμάτησε. Είπα να πάρουμε την αστυνομία και να το λύσουμε. Οταν έβγαλα το κινητό μου το άρπαξαν και το πέταξαν. Εσπασε σε ένα σημείο. Χαστούκισαν τους φίλους μου. Ενας με χτύπησε στο πρόσωπο και μου έσπασε τη μύτη. Εβαλα τα χέρια μου για να προστατευτώ. Βρέθηκα στο έδαφος και έτρωγα κλοτσιές. Το ίδιο και οι δύο φίλοι μου. Οταν έφυγαν προσπάθησα να σηκωθώ. Μου είχαν καταστρέψει και το προσθετικό μου πόδι. Κοίταξα τους φίλους μου και ο ένας δεν κουνιόταν. Φοβήθηκα πως ήταν νεκρός. Ενιωθα υπεύθυνος γι’ αυτόν. Είναι μικρότερός μου και ήταν δική μου ιδέα να βγούμε στο μπαρ. Επειδή έχω σπουδάσει ιατρική ήξερα ότι ήταν βαριά χτυπημένοι. Τα πρόσωπά τους ήταν χάλια, γεμάτα αίματα και είχαν ξεκινήσει ήδη να πρήζονται. Με κοιτούσαν και ήταν σε σοκ. Τους είπα “χαλαρώστε, είναι όνειρο, όλα θα πάνε καλά”».

Ο Αχμεντ σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία. Φώναζε, όπως μας λέει, «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια». Κανείς δεν τους πλησίασε. Τελικά αφού φώναξε σε έναν πορτιέρη άλλου μαγαζιού να τους βοηθήσει, τους έφερε ένα μπουκάλι νερό. «Κανένας δεν με ρώτησε αν είμαι καλά. Το ξύλο που φάγαμε δεν ήταν σκληρότερο από την αδιαφορία που ακολούθησε μετά. Αν βλέπεις κάποιον να ξυλοκοπείται και δεν κάνεις τίποτε, τότε το αποδέχεσαι. Είναι θέμα κοινής λογικής και ηθικής. Μπορούσε στη θέση μου να ήταν ένας παππούς, μια γιαγιά, η αδερφή σου, η μάνα σου. Αν δεν κάνεις κάτι, αν μένεις σιωπηλός, τότε είσαι συμμέτοχος. Πρέπει να αναρωτηθείς όμως. Πόσο αίμα έχεις εσύ στα δικά σου χέρια;».

Ο 28άχρονος αναρωτιέται ακόμη πώς γίνεται η Ελλάδα, η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να δέχεται να γίνονται τέτοιες ρατσιστικές επιθέσεις. «Δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα. Υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια περιστατικά. Δεν θέλω να κατανοήσω γιατί έχει τόση βία εδώ, γιατί αν το κάνω τότε θα το αποδεχτώ. Και πρέπει να πολεμήσεις για να μην ξαναγίνει αυτό. Πρέπει να φωνάξουμε πλέον δυνατά “αρκετά, ως εδώ. Φτάνει!”».

«Δεν μπορούμε να λύσουμε την υπόθεση»

Η αστυνομία έφτασε ύστερα από ένα μισάωρο και σύμφωνα πάντα με τις καταγγελίες του 28άχρονου οι αστυνομικοί τού είπαν προτού ερευνήσουν τι είχε γίνει ότι δεν μπορούν λύσουν την υπόθεση. «Τους ρώτησα πώς γίνεται αυτό. Αφού ακόμη δεν με ρώτησαν τι έγινε, πώς έγινε, ποιοι με έδειραν, πού βρίσκονταν. Πώς έλεγαν ότι δεν μπορεί να βρεθεί λύση;». Η αστυνομία, σύμφωνα με πληροφορίες, ρώτησε κάποια άτομα τι είχε συμβεί αλλά όλοι είπαν ότι δεν είχαν δει τίποτε, άρα δεν μπορούσαν να μπουν στο μαγαζί στο οποίο, σύμφωνα με τον Αχμεντ, είχαν πάει οι δράστες. «Πήγα να μπω στο μαγαζί για να τους αναγνωρίσω και να τους δείξω στους αστυνομικούς, αλλά εκείνοι με σταμάτησαν. Μου είπαν ότι αν μπω θα αναγκάζονταν να με συλλάβουν επειδή αιμορραγούσα και λόγω κορονοϊού είναι επικίνδυνο. Είχε έρθει το ασθενοφόρο και μου είπαν είτε να πάω στο νοσοκομείο είτε να μείνω εκεί όπου ήμουν».

Ο Αχμεντ πήγε στο νοσοκομείο στο οποίο, όπως μας διηγείται, προσπαθούσαν με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουν ό,τι συνέβη. Του ανέφεραν ως βαθύτερα αίτια την οικονομική κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία και το μεταναστευτικό – προσφυγικό ζήτημα. Στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι είχε χάσει μέρος της ακοής του από το αριστερό αυτί, είχε υποστεί κάταγμα στο κροταφικό οστό, είχε σπάσει και η μύτη του. Επειτα γύρισε στο ξενοδοχείο. Εκεί συνάντησε, όπως μας εξιστορεί, τη «μάνα της Ελλάδας». Ετσι αποκαλεί τη Διονυσία Κουρκουμέλη, υπάλληλο του ξενοδοχείου, η οποία εκείνο το πρωί δούλευε ως υπεύθυνη υποδοχής. Ετρεξε αμέσως και τον βοήθησε με όλα. «Είδα έναν άνθρωπο μέσα στα αίματα. Ηταν σε άσχημη κατάσταση. Ταλαιπωρημένος. Τον βοήθησα με την αστυνομία. Τρεις ώρες προσπαθούσα στα τηλέφωνα να βρω άκρη. Υπήρχε μια προσπάθεια αποφυγής στο να φτιαχτεί υπόθεση. Ισως και ίχνος συγκάλυψης. Πώς άραγε θα τα είχε καταφέρει μόνος του; Ενας τουρίστας στην Ελλάδα; Τον συνόδευσα στην αστυνομία και έκανε την καταγγελία του».

Επιστροφή στην Ελλάδα και δικαστικός αγώνας

Το θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις αφού ο Αχμεντ το κατήγγειλε σε πολλά ΜΜΕ στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο τέως πρωθυπουργός της Δανίας Λαρς Λόκε Ράσμουσεν κοινοποίησε την καταγγελία του στο Facebook. Ο 28άχρονος έστειλε επιστολή προς την πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, υπουργούς και υφυπουργούς.

Συναντήθηκε την Πέμπτη με υψηλά ιστάμενο αξιωματικό της αστυνομίας, από τον οποίο έλαβε κατά πληροφορίες τη δέσμευση ότι θα αναλάβει προσωπικά την εσωτερική έρευνα που έχει ήδη διαταχτεί στους κόλπους της ΕΛΑΣ ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον οι άντρες που επιλήφθηκαν του περιστατικού ενήργησαν ορθά και στο πλαίσιο των καθηκόντων τους. Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες του Documento, o ίδιος και οι δύο Ιρανοί φίλοι του έχουν καταθέσει διά της συνηγόρου τους μηνυτήρια αναφορά σε βάρος συγκεκριμένων προσώπων που εμφανίζονται να συμμετείχαν στον άγριο ξυλοδαρμό του νεαρού Δανού. Οπως πληροφορείται το Documento, στη μηνυτήρια αναφορά περιλαμβάνονται στοιχεία που κατά την πλευρά του 28άχρονου πιστοποιούν ότι τα χτυπήματα σε βάρος του έγιναν με ανθρωποκτόνα πρόθεση, γι’ αυτό και ζητείται οι κατηγορίες που κατά πιθανότητα θα απαγγελθούν να είναι κακουργηματικού χαρακτήρα. Προς το παρόν πάντως οι εμπλεκόμενοι στο περιστατικό δεν έχουν κληθεί να καταθέσουν.

Το παρελθόν του Αχμεντ

«Οι ισλαμιστές μαχητές μου πήραν το πόδι και ένα ρατσιστικό έγκλημα μίσους στην Ελλάδα την ακοή μου» λέει χαρακτηριστικά ο 28άχρονος που στα πέντε του χρόνια έχασε το πόδι του από βόμβα των ισλαμιστών μαχητών κατά τον εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν. «Γεννήθηκα στην Καμπούλ κάτω από τις μυρωδιές των όπλων και των κεμπάπ. Εκτός από το πόδι μου έχασα τον πατέρα μου και τον μεγάλο μου αδερφό. Είχα χάσει πολύ αίμα και ενώ στην αρχή με είχαν για νεκρό επιβίωσα. Με πήγαν στη Γερμανία και μου είπαν ότι και οι δύο γονείς μου ήταν νεκροί. Μετά με γύρισαν πίσω στο Αφγανιστάν και είδα ότι η μάνα μου ζούσε. Πήγαμε στο Ιράν όπου και εκεί μας κυνήγησαν. Καταφέραμε να φύγουμε στην Ευρώπη. Καταλήξαμε στη Δανία ως πρόσφυγες. Σπουδάσαμε και ζούμε εκεί πλέον». Εκείνος βοήθησε, όπως ισχυρίζεται, στο να φτιαχτεί νοσοκομείο στο Αφγανιστάν.

Ο Αχμεντ δεν χάνει την αισιοδοξία του και είναι αποφασισμένος. «Κατάφερα να μάθω να ζω με ένα πόδι, θα μάθω να ζω και με κακή ακοή. Θα πρέπει να ξέρω όμως ότι όλα αυτά δεν πήγαν χαμένα. Το αντιρατσιστικό μήνυμα που στέλνω πρέπει να το στείλουμε όλοι μαζί και να περάσει».

Ετικέτες

Documento Newsletter