To live του Σαββάτου βρήκε ήδη μια θέση στο Πάνθεον με τις καλύτερες metal συναυλίες που έχουμε δει ποτέ στην Ελλάδα
Το Σάββατο το απόγευμα, τα μαύρα σύννεφα πολλαπλασιάζονταν και τα μαύρα φίδια άρχισαν να μας ζώνουν καθώς διασχίζαμε φορώντας τα αδιάβροχά μας την πεζογέφυρα που ενώνει το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος με την πλατεία Νερού. Από πείσμα και μόνο δεν προμηθευτήκαμε τις πλαστικές σακούλες που κάποιοι πουλούσαν προς 5 ευρώ η μία! Ίσως επειδή κατά βάθος πιστεύαμε ότι ο καιρός θα μας έκανε τελικά τη χάρη και θα μας άφηνε να ευχαριστηθούμε αυτό για το οποίο οι παλαιότεροι χρειάστηκε να περιμένουμε 35 ολόκληρα χρόνια και οι νεότεροι για να δουν γιατί κάποιοι αντιμετώπιζαν την 13η συναυλία των Helloween στην Ελλάδα σαν να ήταν η πρώτη.
Κατά τις 18:45 οι δικοί μας Silent Winter ολοκλήρωναν την εμφάνισή τους εν μέσω νεροποντής με το κοινό προς τιμήν του να μένει στη θέση του να τους χειροκροτεί με τα χέρια και τις ομπρέλες υψωμένες. Με το μεγαλύτερο μέρος του 45λεπτου σετ να στηρίζεται το περσινό «Empire of Sins» οι Βολιώτες παρέδωσαν τη σκυτάλη στους Beyond The Black.
Κρίνοντας από την ανταπόκριση του κοινού στα τραγούδια τους και στα κελεύσματα της Jennifer Haben φαίνεται ότι οι Γερμανοί όχι μόνο έχουν ήδη κάνει γκελ σε πολύ κόσμο αλλά έκαναν και πολλούς ανυποψίαστους να αφήσουν κατά μέρος τα πηγαδάκια και τις συζητήσεις και να απολαύσουν ένα από τα πιο φερέλπιδα σχήματα του σύγχρονου europower. H frontwoman των Beyond The Black τράβηξε όπως ήταν φυσικό τα βλέμματα τόσο με την ερμηνεία της όσο και με τις συνεχείς – αλά Simone Simons – αλλαγές φορεμάτων. Ο ήχος μπορεί να μην ήταν ιδανικός, όμως συγκρίνοντάς τον με τα βασανιστήρια που περάσαμε την πρώτη μέρα του φεστιβάλ στους Insomnium ήταν φανερό ότι η βραδιά εξελισσόταν πολύ καλύτερα σε σχέση με την πρεμιέρα. Η συνέχεια επιβεβαίωσε του λόγου το αληθές.
Μπορεί οι Jinjer να έδεναν πολύ περισσότερο με το περσινό line up όταν εμφανίστηκαν μαζί με τους Slipnkot, αλλά φέτος όσοι ήξεραν τι να περιμένουν είδαν ένα συγκρότημα ακόμα πιο δεμένο, άρτιο τεχνικά και που δεν μάσησε καθόλου από το γεγονός ότι δεν ταίριαζε ηχητικά με ό,τι προηγήθηκε και κυρίως με ό,τι θα ακολουθούσε. Αυτό φυσικά δεν πτόησε την Tatiana Shmailyuk και τους συνοδοιπόρους της να αποδείξουν ότι ανήκουν στην ελίτ του προοδευτικού deathcore ήχου που εκπροσωπούν. Σημείο αναφοράς φυσικά η «Tati» που εναλλάσσει τα brutal με τα καθαρά φωνητικά πιο άνετα και από τον τρόπο με τον οποίο απλώνεται το βούτυρο στο ψωμί. Κρατάμε το γεγονός ότι οι αρκετοί νεότεροι σε ηλικία πιστοί των Jinjer συνυπήρξαν αρμονικά και χειροκρότησαν τους Ουκρανούς με τους πολύ περισσότερους και πολύ μεγαλύτερους που ήθελαν να βρίσκονται από νωρίς μπροστά για να δουν αυτό για το οποίο χρειάστηκε να περιμένουν 35 ολόκληρα χρόνια.
Συζητώντας πριν και μετά τη συναυλία με φίλους και διαβάζοντας τις… μεθεόρτιες (γιατί σε γιορτή εξελίχθηκε αυτό που ζήσαμε) αναρτήσεις των περισσότερων, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι άνθρωποι που ανήκουμε στην ηλικιακή ομάδα από 40 έως 50 και κάτι δεν μπορούσαμε εκ των πραγμάτων να δούμε τη συναυλία αυτή ως κάτι που ξεκίνησε στις 22:30 και ολοκληρώθηκε μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα με πορτοκαλί μπαλόνια – κολοκύθες να πετούν πάνω από τα κεφάλια μας. Αποτελούσε μια σημειολογία άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύνολο των βιωμάτων μας, ισχυρότατο συμβολισμό για μια γενικότερη στάση ζωής που κάποιοι προσπαθούμε να διατηρούμε σε πείσμα των όσων συμβαίνουν καθημερινά. Όταν μπήκαν τα εσωστρεφή 90s, τα trends έγιναν αμέσως πιο μελαγχολικά, «βασανισμένα», εξαφανίζοντας το αφήγημα της αφθονίας που είχε προηγηθεί. Οι Helloween είχαν ήδη δημιουργήσει, μέσα σε λίγα χρόνια, μία larger than life κληρονομιά και όλοι εμείς είμαστε κάτι περισσότερο από τυχεροί που σε εφηβική και μετεφηβική ηλικία ζήσαμε τις χρυσές σελίδες της ιστορίας όταν εκείνες γράφονταν.
Το Σάββατο το βράδυ μόλις και μετά βίας συγκρατήσαμε τα δάκρυά μας ακούγοντας ζωντανά μερικά από τα τραγούδια που ξεχειλίζουν αισιοδοξία και που μας βοήθησαν να διαμορφώσουμε τις μουσικές και όχι μόνο συνειδήσεις μας. Οχι, δεν ήταν η πρώτη φορά που τα ακούγαμε ζωντανά. Τα ακούσαμε όταν είδαμε το λογότυπο με την κολοκύθα στο κέντρο ως φόντο στη σκηνή τις προηγούμενες φορές που οι Helloween είχαν έρθει στην Ελλάδα, όταν ο Kai Hansen με τους Gamma Ray ή ο Michael Kiske και τους Unisonic τα έπαιξαν στις δικές τους επισκέψεις. Όμως, το να δούμε μαζί τους 4 από τους 5 της αυθεντικής σύνθεσης να ξετυλίγουν μπροστά στα μάτια μας τις χρυσές σελίδες της ιστορίας ήταν ένα απωθημένο που κρατούσε από τις 13 Σεπτεμβρίου του 1988, όταν η Ελλάδα έγινε η μοναδική χώρα στην οποία οι Helloween δεν ακολούθησαν τότε τους Iron Maiden σ’ εκείνη την περιοδεία. Η συνέχεια του συγκροτήματος που στο απόγειό του ήταν για πολλούς η καλύτερη metal μπάντα του πλανήτη είναι ένα τεράστιο «what if». Τι θα γινόταν και πώς θα εξελίσσονταν η πορεία τους αν δεν έμπαιναν στη μέση οι εγωισμοί, οι ατυχίες και οι τραγωδίες. Ίσως το μεγαλύτερο αναπάντητο ερώτημα στην ιστορία του heavy metal…
Ο χρόνος όμως αποτελεί τον καλύτερο γιατρό και οι όποιες πληγές είχαν ανοίξει οι παλιές διαφωνίες φαίνεται ότι έχουν επουλωθεί. Με τους περισσότερους να έχουν ήδη πατήσει ή να βρίσκονται κοντά στα δεύτερα -ήντα και με τα reunion να αποτελούν μονόδρομο για πολλά συγκροτήματα που βρέθηκαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και δυσκολεύονταν να γεμίσουν όχι και τόσο μεγάλους συναυλιακούς χώρους, οι Helloween δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και σε συνδυασμό με το παλλαϊκό αίτημα της επανένωσης οι Hansen και Kiske επέστρεψαν μετά βαΐων και κλάδων στην αγκαλιά των υπολοίπων για μια παγκόσμια περιοδεία με τίτλο «Pumpkins United». Η επιτυχία του εγχειρήματος της συνύπαρξης παλιών και νέων μελών επί σκηνής, με τρεις κιθαρίστες, έναν μπασίστα, έναν ντράμερ και τρεις τραγουδιστές που μοιράζονται τα φωνητικά οδήγησε το συγκρότημα στο στούντιο για ένα νέο άλμπουμ (το «Helloween» που κυκλοφόρησε σαν… χθες το 2021). Είχε προηγηθεί η ακύρωση της φθινοπωρινής περιοδείας του 2020 -που θα έκανε στάση και στην Ελλάδα- εξαιτίας της πανδημίας και κάπως έτσι η εκπλήρωση ενός μεγάλου συναυλιακού απωθημένου πήρε παράταση μέχρι το Σάββατο 17 Ιουνίου, όταν οι Helloween μας έδωσαν το live που περιμέναμε από τα 15 μας. Και ήταν το αριστούργημα που άργησε 35 χρόνια, αλλά χαλάλι του αφού η αναμονή, σε συνδυασμό με την απόδοση του συγκροτήματος, τον εξαιρετικό ήχο και την ανταπόκριση του κόσμου, το έκανε ακόμα πιο γλυκό. Ηταν η χαρά του πενηντάρη που έγινε ξανά έφηβος και είδε μαζί με τα παιδιά του το συγκρότημα που τη δεκαετία του ’80 τον έκανε να αγαπήσει αυτή τη μουσική όσο λίγα…