Η μακρά πορεία καταβύθισης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών υπό την πίεση της ανεξέλεγκτης ακρίβειας ανακόπηκε σχετικά το 2024. Αυτό όμως προκύπτει ως μέσος όρος και δεν ισχύει για όλους. Tα πιο εύπορα νοικοκυριά ήταν που αύξησαν κατά κύριο λόγο πέρυσι το εισόδημά τους, όχι τα αδύναμα ή τα χαμηλομεσαία για τα οποία το 2024 παρέμεινε άλλη μία χρονιά που ο «μισθός έφτανε ως τις 19 του μήνα». Συν τοις άλλοις, σημαντική επιδείνωση σε σχέση με το 2023 παρουσίασαν τα οικονομικά των νοικοκυριών των ελευθέρων επαγγελματιών και των μικρών επιχειρήσεων.
Γι’ αυτό τα νοικοκυριά εξακολουθούν να βιώνουν την ακρίβεια ως τη μεγαλύτερη απειλή, με έξι στα δέκα να δηλώνουν ότι δεν βγάζουν τον μήνα, τρία στα δέκα ότι χρωστούν στο δημόσιο, δύο στα δέκα ότι καθυστερούν την πληρωμή λογαριασμών, ένα στα έξι ότι φοβάται πως θα χάσει το σπίτι του λόγω οφειλών, το 6,5% να λέει ότι έχει πλέον υποστεί δέσμευση ή κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών και ακινήτων και εννέα στους δέκα, τους περισσότερους από κάθε άλλη χρονιά, να μην πείθονται από τη ρητορική των Κυριάκου Μητσοτάκη και Τάκη Θεοδωρικάκου και να απορρίπτουν τα κυβερνητικά μέτρα κατά της ακρίβειας ως ανεπαρκή – έστω και αν αυτό δεν έχει πολιτική έκφραση.
Ούτε τις βασικές ανάγκες
Αυτά είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη φετινή ετήσια έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2024. Η έρευνα, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία Marc, σε δείγμα 1.201 αντιπροσωπευτικά επιλεγμένων νοικοκυριών από όλη την Ελλάδα μέσα στην τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, είχε στόχο να καταγράψει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στο εισόδημα, στις δαπάνες και στην καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών, καθώς και την καθημερινότητα που βιώνουν οι πολίτες σε σχέση με τις οικονομικές υποχρεώσεις τους και την ποιότητα ζωής. Τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία δείχνουν:
Η οικονομική ασφυξία παραμένει το μείζον πρόβλημα για τα ελληνικά νοικοκυριά καθώς η πλειονότητά τους ανέφερε ότι για άλλη μία χρονιά, το 2024, δεν μπορούσε να καλύψει βασικές ανάγκες. Η μόνη, ας την πούμε, βελτίωση σε σχέση με το 2023 ήταν πως λίγο λιγότερα νοικοκυριά δήλωσαν ότι το εισόδημά τους μειώθηκε σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και λίγο περισσότερα δήλωσαν πως το εισόδημά τους αυξήθηκε. Συγκεκριμένα το 26,2% των νοικοκυριών του συνόλου δήλωσε ότι το εισόδημά του μειώθηκε έναντι του 30,7% που είχε δηλώσει μείωση εισοδήματος το 2023, ενώ το 21% δήλωσε πως το εισόδημά του αυξήθηκε έναντι του 17,1% που είχε δηλώσει αύξηση το 2023 – για το 52,6% το εισόδημα παρέμεινε αμετάβλητο. Να όμως που για άλλη μία χρονιά, το 2024, υπήρξαν περισσότερα τα νοικοκυριά που δήλωσαν ότι υπέστησαν πάλι μείωση εισοδήματος από εκείνα που δήλωσαν πως είδαν αύξηση. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο κόσμος εξακολουθεί να βιώνει –και το δηλώνει– οικονομική ασφυξία.
Δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν η σχέση ανάμεσα στον αριθμό των νοικοκυριών που δηλώνουν αύξηση ή μείωση και την εισοδηματική κατηγορία στην οποία ανήκουν. Ειδικότερα, από τα νοικοκυριά με εισόδημα έως 10.000 ευρώ, το 35% δήλωσε ότι το 2024 είχε μείωση εισοδήματος έναντι 19,5% που δήλωσε ότι είχε αύξηση. Από τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα 10.001 έως 18.000 ευρώ, το 27,8% δήλωσε ότι είχε μείωση εισοδήματος έναντι του 16,5% που δήλωσε ότι είχε αύξηση. Από τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα από 18.001 έως 25.000 ευρώ, το 22,4% δήλωσε ότι είχε μείωση του εισοδήματός του έναντι του 20,3% που δήλωσε ότι είχε αύξηση. Συνολικά δηλαδή από τα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω των 25.000 ευρώ, το 28,3% δήλωσε πως το 2024 είχε μείωση εισοδήματος και μόνον το 18,6% δήλωσε ότι είχε αύξηση. Αντίθετα, στην κατηγορία εισοδήματος πάνω από τα 25.000 ευρώ, το 31,3% των νοικοκυριών δήλωσε πως είχε αύξηση εισοδήματος έναντι μόνον 16% που δήλωσε ότι είχε μείωση. Μάλιστα, στην κατηγορία των νοικοκυριών με εισόδημα πάνω από τις 30.000 ευρώ, μόνο το 11,4% των νοικοκυριών δήλωσε ότι είχε μείωση εισοδήματος έναντι του 36,6% που δήλωσε πως είχε αύξηση. Ολα αυτά δείχνουν ότι και το 2024 –όπως και το 2023– τα πιο εύπορα νοικοκυριά κατάφεραν να αυξήσουν το εισόδημά τους, ενώ τα πιο αδύναμα είχαν ξανά απώλειες. Με απλά λόγια, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, συνεχίζουν να διευρύνονται δηλαδή οι κοινωνικές ανισότητες.
Τρίτο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το 2024 καταγράφηκε αισθητή επιδείνωση των εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών επιχειρηματιών, με το 53,3% των νοικοκυριών που εξαρτώνται από επιχειρηματικά έσοδα να δηλώνει ότι το εισόδημά τους δεν επαρκεί μέχρι το τέλος του μήνα, έναντι 42,8% που δήλωσε το ίδιο το 2023. Ενδεχομένως η εξήγηση γι’ αυτό, σημειώνει η έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, να βρίσκεται στην υπερβολική επιβάρυνση των αυτοαπασχολούμενων από την υψηλή τεκμαρτή φορολόγηση που επιβλήθηκε πρώτη φορά πέρυσι ή και στον συνδυασμό της με την καχεξία της αγοράς. Καθώς συμπιέζονται τα εισοδήματα, περιορίζονται οι τζίροι, αυξάνονται όμως κανονικά τα λειτουργικά έσοδα, οπότε το ταμείο βγαίνει μείον.
Υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελεί έκπληξη που τα νοικοκυριά τα οποία συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι οι οικονομικές δυσκολίες παραμένουν καθημερινότητα. Το 60% δήλωσε πως το εισόδημά του δεν επαρκεί για όλο τον μήνα και ότι τα χρήματα τελειώνουν κατά μέσο όρο στις 19 ημέρες. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στη βόρεια Ελλάδα, στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές υψηλής ανεργίας και φτώχειας, όπου το 63,7% των νοικοκυριών ανέφερε ότι το εισόδημα δεν φτάνει για τον μήνα. Την ίδια στιγμή το 11,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, αδυνατώντας να καλύψει ακόμη και τις βασικές του ανάγκες.
Διόγκωση των οφειλών
Οκτώ στα δέκα νοικοκυριά (81,6%) δήλωσαν ότι δεν μπορούν να κάνουν καμία αποταμίευση και σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά –πάνω από το 50% πάντως– ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε έκτακτο έξοδο της τάξης των 500 ευρώ.
Περισσότερα νοικοκυριά από κάθε προηγούμενη χρονιά, συγκεκριμένα τρία στα δέκα (28,9% έναντι 21,7% πέρσι), δήλωσαν ότι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, το 15,9% δήλωσε πως έχει αρρύθμιστες οφειλές, το 16% ότι φοβάται πως θα χάσει το σπίτι του επειδή δεν μπορεί να πληρώσει δάνεια ή άλλες οφειλές και το 6,3%, περισσότεροι από κάθε άλλη χρονιά, ότι έχει υποστεί δέσμευση ή κατάσχεση λογαριασμών και άλλων περιουσιακών στοιχείων λόγω οφειλών.
Στο επίκεντρο των οικονομικών πιέσεων βρίσκεται βεβαίως η ακρίβεια, με επτά στα δέκα νοικοκυριά (72,4%) να δηλώνουν ότι οι αυξήσεις στα τρόφιμα τα υποχρεώνουν να περιορίζουν τις δαπάνες για άλλες ανάγκες και έξι στα δέκα (60%) να αναφέρουν ότι οι δαπάνες για τους λογαριασμούς του σπιτιού και τα είδη διατροφής συνεχίζουν να αυξάνονται. Για τον λόγο αυτό, τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά μειώνουν τις εξόδους τους για ψυχαγωγία (41,9%) και για ρούχα – παπούτσια (39,2%). Παράλληλα, τρία στα δέκα νοικοκυριά δήλωσαν ότι καθυστερούν ή αδυνατούν να καλύψουν ιατρικά έξοδα (36,1%) και λογαριασμούς ρεύματος (28,2%), ενώ το 22,8% πως δυσκολεύεται ή καθυστερεί να πληρώσει δαπάνες θέρμανσης και το 10,5% έξοδα εκπαίδευσης.
Μέσα σε αυτή την οικονομική δυσπραγία επτά στα δέκα νοικοκυριά (69%) δήλωσαν ότι δεν βλέπουν φως στον ορίζοντα αν δεν αυξηθούν μισθοί και συντάξεις, ενώ πέντε στα δέκα ότι υποστηρίζουν την ενίσχυση των ελέγχων στην αγορά για τον περιορισμό της αισχροκέρδειας (52,7%) και τη μείωση της φορολογίας (45,9%).
Τέλος, περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά τα νοικοκυριά δήλωσαν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κάνει τίποτα το ουσιαστικό για να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, με εννέα στα δέκα (86,8%) να χαρακτηρίζουν τα κυβερνητικά μέτρα ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή και τα υπόλοιπα (11%) να δηλώνουν σχετικά ή πλήρως ικανοποιημένα.
Στη στέγαση το 35% του εισοδήματος
Ενας από τους κύριους λόγους της οικονομικής ασφυξίας που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι το πολύ υψηλό κόστος στέγασης στην Ελλάδα συγκριτικά με τους χαμηλούς μισθούς. Το πρόβλημα ξεκίνησε το 2021, όταν οι τιμές των ακινήτων και τα ενοίκια έπαιρναν την ανιούσα λόγω της Χρυσής Βίζας και του Αirbnb και παράλληλα ανέβαινε στα ύψη το κόστος του ρεύματος και της συντήρησης των κατοικιών, αλλά οι μισθοί έμεναν καθηλωμένοι. Επιδεινώθηκε δραματικά τα επόμενα δύο χρόνια, με αποτέλεσμα το 2023 τρία στα δέκα νοικοκυριά (28,5%) να δίνουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους –το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ– για να μένουν σε ένα σπίτι… οπότε πώς να βγάλουν τον μήνα;
Βεβαίως οι μέσοι όροι είναι παραπλανητικοί. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την Ενδιάμεση Εκθεση για την Οικονομία και την Απασχόληση 2024 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, πάνω από οκτώ στα δέκα νοικοκυριά (85,3% έναντι μέσου όρου 29,9% της ΕΕ2) του 20% των χαμηλότερων εισοδημάτων δίνει για στέγαση πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ στο 20% των υψηλότερων εισοδημάτων μόνο ένα στα εκατό νοικοκυριά (1,2% έναντι 0,7% μέσου όρου της ΕΕ) δίνει για στέγαση πάνω από το 40% του εισοδήματός του. Συν τοις άλλοις, το μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν οι ενοικιαστές, με τέσσερα στα δέκα νοικοκυριά (40,5%) που νοικιάζουν να πληρώνουν για κόστος στέγασης πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε δικό τους σπίτι πληρώνουν πάνω από 40% για έξοδα στέγασης τα δύο στα δέκα (23,5%).
Η κατάσταση μάλιστα χρόνο με τον χρόνο χειροτερεύει. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, που δημοσιεύτηκαν τις αρχές Ιανουαρίου 2025, στις αστικές περιοχές της Ελλάδας το 31% των κατοίκων πληρώνει για στέγαση πάνω από το 40% του εισοδήματός του έναντι 10,6% του μέσου κοινοτικού όρου.
Κατά τη Eurostat λοιπόν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα καταβάλλουν το 35,2% του εισοδήματός τους για στέγαση, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, έναντι 19,7% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Ακολουθούν η Δανία με 25,9% και η Γερμανία με 25,2%. Το μικρότερο ποσοστό έχουν η Κύπρος με 11,6%, η Μάλτα με 12% και η Σλοβενία 13,8%. Στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου και στα Βαλκάνια (με εξαίρεση τη Βουλγαρία, όπου τα νοικοκυριά καταβάλλουν για δαπάνες στέγασης το 21,2% του εισοδήματός τους) τα ποσοστό είναι κατά μέσο όρο αρκετά χαμηλό, κάπου μεταξύ 11,5% και 19%. Μόνο η Ελλάδα κάνει –και σε αυτό– αρνητικό πρωταθλητισμό.
Διαβάστε επίσης:
Αποκλειστικό στο Documento – Πόρισμα ΕΟΔΑΣΑΑΜ για Τέμπη: Παραδοχή καυσίμου και ξυλόλιου στο τρένο