Κάθε μήνα και μία γυναικοκτονία, με την αστυνομία να λειτουργεί εγκληματικά ανεπαρκώς ενόσω η πολιτεία δεν διαμορφώνει θεσμικό πλαίσιο.
Τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου η 20άχρονη Καρολάιν Κράουτς δολοφονήθηκε από τον καθ’ ομολογίαν δράστη σύζυγό της μέσα στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά. Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος προκάλεσε κατά την ιατροδικαστική έκθεση ασφυξία στο θύμα του και αργότερα σκηνοθέτησε τη σκηνή του εγκλήματος ώστε να αποδιώξει τις όποιες υποψίες σε βάρος του. Αυτή δεν ήταν η τελευταία γυναικοκτονία στην Ελλάδα.
Ακολούθησε στις αρχές Ιουνίου η δολοφονία μιας γυναίκας στην Αγία Βαρβάρα από τον κακοποιητή σύζυγό της ο οποίος της έστησε καρτέρι και την πυροβόλησε εξ επαφής, ενώ στις 5 Απριλίου μια ακόμη γυναίκα είχε δολοφονηθεί από τον εν διαστάσει σύζυγό της στη Μακρινίτσα του Πηλίου. Γυναικοκτονία –η πρώτη καταγεγραμμένη στην Ελλάδα για το 2021– σημειώθηκε και τον περασμένο Ιανουάριο στα Χανιά, όταν μια γυναίκα δέχτηκε δεκατέσσερις μαχαιριές από τον σύντροφό της. Τα γεγονότα δεν είναι μεμονωμένα.
Την ίδια μοίρα είχαν τρεις γυναίκες πρόσφυγες στον Έβρο (η Φαχίμα, η Ραμπίγια και η Φαρζάνα), η Ελένη Τοπαλούδη στη Ρόδο, η Κατερίνα Μελάκη στη Σητεία, η οποία επίσης στραγγαλίστηκε από τον σύζυγό της ενώ στο δίπλα δωμάτιο βρίσκονταν τα δύο παιδιά τους, και η Αγγελική Πέτρου στην Κέρκυρα, η οποία δολοφονήθηκε από τον πατέρα της.
Οι δεκάδες γυναικοκτονίες που σημειώνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα περνούν στα αρχεία της αστυνομίας ως «συνηθισμένες» δολοφονίες. Δεν καταγράφεται η σχέση των θυμάτων με τον δράστη ούτε βέβαια η προηγούμενη ψυχοσωματική βία που έχουν υποστεί και πιθανώς καταγγείλει στις αρχές. Δεν καταγράφονται δηλαδή ως αυτό που είναι: γυναικοκτονίες.
Παράλληλα είναι φανερή η προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης του εγκλήματος, το οποίο από μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης εμφανίζεται όχι ως αυτό που πραγματικά είναι αλλά σαν έγκλημα πάθους λόγω έρωτα, ζήλιας ή ακόμη, όπως στην περίπτωση της Καρολάιν Κράουτς, επειδή το θύμα «απειλούσε τον δράστη με διαζύγιο», ενώ τα ίδια τα εγκλήματα παρουσιάζονται συνήθως σαν οικογενειακές τραγωδίες και τα θύματα απλώς ως άτυχες γυναίκες.
Το φαινόμενο μοιάζει να υπάρχει από καταβολής κόσμου. Μόνο το 2020 στην Ελλάδα μετρήσαμε δέκα δολοφονίες γυναικών, το 2019 σημειώθηκαν οκτώ και δεκατρείς το 2018. Υπολογίζεται ότι κάθε μήνα δολοφονείται μία γυναίκα. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι μόνο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, την περίοδο δηλαδή του πρώτου lockdown, 549 γυναίκες απευθύνθηκαν στα συμβουλευτικά κέντρα της χώρας μας, ενώ πάνω από 500 γυναίκες και παιδιά φιλοξενούνται τώρα σε ειδικές δομές. Κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας παρατηρήθηκε αύξηση καταγγελιών σε ποσοστό που προσεγγίζει το 230%. Το νούμερο είναι αποκαρδιωτικό, ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος ότι δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα.
Η Μαρίνα, 38 ετών σήμερα, δέχτηκε να περιγράψει στο Documento την προσωπική της ιστορία, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία της (τα έχει στη διάθεσή της η εφημερίδα) να μη δημοσιοποιηθούν για λόγους προστασίας της. Η ίδια δηλώνει ότι είναι από τις τυχερές. Υπέστη τη βία του συντρόφου της, κατάφερε ωστόσο με τη βοήθεια του οικογενειακού και φιλικού της περιβάλλοντος να απομακρυνθεί. Ζει τους τελευταίους τέσσερις μήνες μόνη με τον γιο της που είναι τριών ετών.
«Ευτυχώς» λέει «ήμουν οικονομικά ανεξάρτητη και κατάφερα εγκαίρως με τη βοήθεια της μητέρας μου και δύο φίλων μου οι οποίοι με υποστήριξαν να απομακρυνθώ». Η Μαρίνα έζησε έναν χρόνο στο πλευρό του ανθρώπου που την κακοποιούσε.
«Γνωρίστηκα μαζί του τον Φεβρουάριο του 2019, λίγους μήνες μετά τον χωρισμό μου με τον πατέρα του παιδιού μου. Συγκατοικήσαμε σχεδόν αμέσως και αρχικά υπήρξε τρυφερός τόσο μαζί μου όσο και με τον μικρό». Σύμφωνα με την περιγραφή της οι πρώτες ενδείξεις κακοποίησης φάνηκαν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Ο σύντροφός της απαιτούσε να κάνουν διακοπές μόνο οι δυο τους, όμως εκείνη αρνήθηκε να αφήσει πίσω το παιδί της.
«Δέχτηκε με δυσκολία να πάμε κάπου οι τρεις μας, αλλά η συμπεριφορά του είχε ήδη αλλάξει. Κυρίως προς το παιδί. Του μιλούσε άσχημα και του φώναζε ακόμη κι όταν βρισκόμασταν σε εξωτερικό χώρο. Μου δημιουργούσε πίεση και όταν επιστρέψαμε του δήλωσα ότι αν συνεχίσει να συμπεριφέρεται κατ’ αυτό τον τρόπο, η σχέση μας θα τελειώσει».
Διαρκής κλιμάκωση της βίας
Ήταν τότε που, όπως λέει, τη χτύπησε πρώτη φορά. «Με χαστούκισε αλλά αμέσως μου ζήτησε συγγνώμη. Πίστεψα ότι πράγματι είχε μετανιώσει. Δεν σας κρύβω ότι σκέφτηκα να φύγω, αλλά ήμουν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του» λέει η γυναίκα στο Documento. Για αρκετούς μήνες, εξηγεί, δεν υπήρξε ανάλογο περιστατικό, αν και η σχέση τους ήταν ήδη εμφανώς πιο ψυχρή. Μέχρι τα Χριστούγεννα. Η περιγραφή της Μαρίνας είναι αποκαλυπτική: «Ο σύντροφός μου εκνευρίστηκε πάλι με τον μικρό γιατί, ενώ βρισκόμασταν σε τραπέζι με την οικογένειά του, αυτός άρχισε να κλαίει.
Επιστρέφοντας στο σπίτι μού επιτέθηκε λεκτικά και αποκάλεσε το παιδί μπάσταρδο. Εκνευρίστηκα και τον έβρισα. Μη φαντάζεστε τίποτε τρομερό. Τον αποκάλεσα μαλάκα και του ζήτησα να φύγει από το σπίτι. Άλλαξε η όψη του προσώπου του. Με άρπαξε από τα μαλλιά και με πέταξε στο κρεβάτι. Προτού προλάβω να αντιδράσω άρχισε να με χαστουκίζει στο πρόσωπο. Έβαλα ενστικτωδώς τα χέρια μου για να προστατευτώ, αλλά ήταν αδύνατο.
Είχε χάσει πλήρως τον έλεγχο. Σταμάτησε μόνος του και σηκώθηκε να φύγει. Δεν έμαθα ποτέ αν άκουσε κάτι το παιδί, αλλά πιστεύω όχι. Ευτυχώς είχε ήδη κοιμηθεί. Εκλαιγα μόνη όλο το βράδυ, αλλά τότε ντράπηκα να μιλήσω σε οποιονδήποτε».
Ο 35άχρονος επέστρεψε την επόμενη μέρα ζητώντας συγγνώμη και ικετεύοντας τη Μαρίνα να τον δεχτεί πίσω. «Δέχτηκα η ηλίθια και ακόμη δεν ξέρω γιατί, αλλά σας ομολογώ ότι μέχρι την άνοιξη του 2020, ακόμη και μέσα στην καραντίνα, η συμπεριφορά του υπήρξε υποδειγματική. Περίπου στα τέλη Μαΐου απολύθηκε από την εργασία του. Την ημέρα εκείνη ήταν εμφανώς φορτισμένος. Φώναζε κι έβριζε χωρίς λόγο. Ο μικρός τρόμαξε και άρχισε να κλαίει. Παιδί είναι.
Έγινε έξαλλος και άρχισε να του φωνάζει. Τον έσπρωξα για ν’ αφήσει το παιδί ήσυχο κι εκείνος ενστικτωδώς με χτύπησε με τον αγκώνα του στο κεφάλι. Σηκώθηκα αμέσως, πήρα το παιδί μου αγκαλιά και έφυγα από το σπίτι. Του έστειλα μήνυμα να εξαφανιστεί από τη ζωή μου για να μην τον καταγγείλω. Επέστρεψα την επόμενη μέρα, μάζεψα κάποια βασικά πράγματα και για δύο μήνες έμεινα στη μητέρα μου» περιγράφει η κακοποιημένη γυναίκα με σπασμένη φωνή.
Η Μαρίνα φοβόταν ότι αν επέστρεφε στο σπίτι της, εκείνος θα δοκίμαζε να την επαναπροσεγγίσει. «Προφανώς φοβήθηκε μήπως πράγματι τον καταγγείλω» εξηγεί στο Documento «παρ’ όλα αυτά μου έστειλε δυο τρία τρυφερά μηνύματα τις επόμενες ημέρες αλλά δεν ασχολήθηκα. Τον Αύγουστο επέστρεψα με το παιδί μου στο σπίτι μου. Ευτυχώς είχα στο πλευρό μου και τη μητέρα μου και δύο καλούς μου φίλους οι οποίοι μου στάθηκαν σαν οικογένεια.
Εκείνος ούτε πού βρίσκεται ξέρω ούτε τι κάνει. Φοβήθηκα να κάνω καταγγελία και οι δικοί μου άνθρωποι το σεβάστηκαν παρά το γεγονός ότι αρχικά επέμεναν να πάμε στην αστυνομία. Σκέφτηκα όμως ότι μπορεί να μπλέξω περισσότερο. Σημασία έχει ότι είμαι καλά. Και ο μικρός το ίδιο» καταλήγει.
Πάνω από τα καταγεγραμμένα
Η περίπτωση της Μαρίνας κάθε άλλο παρά σπάνια είναι. Μιλώντας στο Documento η πρώην γενική γραμματέας Ισότητας των Φύλων Φωτεινή Κούβελα επισημαίνει ότι «τα κρούσματα βίας είναι περισσότερα αν αναλογιστούμε ότι δεν μιλάνε όλες οι γυναίκες επειδή φοβούνται τον δράστη με τον οποίο αναγκάστηκαν λόγω καραντίνας να μένουν συνέχεια μαζί. Παράλληλα δυσκόλεψε η πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένης της πρώτης ιατρικής βοήθειας, της Δικαιοσύνης, της υγειονομικής και ψυχοκοινωνικής περίθαλψης, της κοινωνικής προστασίας».
Είναι γεγονός, επισημαίνουν οι γνωρίζοντες, ότι τα τελευταία χρόνια οι καταγγελίες για βία έχουν αυξηθεί. Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι ότι ενώ το 2012 στην Ελλάδα καταγράφηκαν 1.630 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος γυναικών, το 2019 οι καταγγελίες ξεπέρασαν τις 4.100, ενώ μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2020 στα συμβουλευτικά κέντρα είχαν απευθυνθεί πάνω από 4.800 γυναίκες, πληθυσμός ανάλογος μιας κωμόπολης.
Ασφαλώς η βία σε βάρος των γυναικών είναι ποικιλόμορφη. «Η έμφυλη βία μπορεί να είναι λεκτική, σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική. Επίσης μορφές βίας θεωρούνται η γυναικοκτονία, τα εγκλήματα τιμής, οι καταναγκαστικοί γάμοι, η καταναγκαστική στείρωση, ο βιασμός, η ενδοοικογενειακή βία, η εξακολουθητική παρενόχληση, η σεξουαλική παρενόχληση αλλά και οι νέες μορφές έμφυλης βίας που εμφανίζονται στον κυβερνοχώρο, όπως η διαδικτυακή παρακολούθηση και η μη συναινετική πορνογραφία.
Μπορεί να εμφανιστεί στο σπίτι, στον χώρο εργασίας, σε δημόσιες υπηρεσίες, στην παρέα μας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Στα τελευταία υπάρχει έντονος σεξισμός και λεκτική βία που αναπαράγονται σε ειδήσεις, εκπομπές, διαφημίσεις. Πρέπει αμέσως να εφαρμοστεί ο νόμος που προβλέπει τη λήψη μέτρων για την προώθηση της ισότητας των φύλων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στη διαφήμιση και στις αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, αλλά να γίνουν και σχετικά σεμινάρια στους ανθρώπους που ασχολούνται σε αυτά» επισημαίνει η κ. Κούβελα.
Σύνδεση έμφυλης βίας με τάξη και φυλή
Η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου Μαρία Γκασούκα επισημαίνει από την πλευρά της ότι σε ορισμένες περιπτώσεις βίας ή και γυναικοκτονίας το φύλο εμπλέκεται με την κοινωνική τάξη και τη φυλή, αλλά και την έμφυλη ταυτότητα. «Είναι χαρακτηριστικό πως έχουμε μεγάλο αριθμό δολοφονημένων εκδιδόμενων γυναικών ή γυναικών που εργάζονται σε μπαρ, αλλά και έγχρωμων γυναικών, δολοφονίες οι οποίες στη μεγάλη τους πλειονότητα παραμένουν χωρίς διαλεύκανση και φαίνεται να αφήνουν μάλλον αδιάφορες τις αρχές».
Κατά την ίδια, είναι ενδεικτική η δήλωση του εκπροσώπου της κυπριακής αστυνομίας ότι οι καταγγελίες για την εξαφάνιση των θυμάτων ενός κατά συρροή δολοφόνου γυναικών, οι οποίες αποκαλύφθηκαν τυχαία την άνοιξη του 2019, απλώς αρχειοθετήθηκαν και ουδέποτε διερευνήθηκαν. «Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση» υπενθυμίζει η κ. Γκασούκα «υπήρξε στενός σύνδεσμος σεξισμού και ρατσισμού διαμεσολαβημένου και από την κοινωνική τάξη των γυναικών που δολοφονήθηκαν, καθώς κατάγονταν από τις Φιλιππίνες.
Και όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, η συνάντηση του ρατσισμού με τον σεξισμό δεν επιδρά μόνο στα θύματα, αλλά χαρακτηρίζει και τον τρόπο αντίδρασης της τοπικής κοινωνίας, της αστυνομίας, των ΜΜΕ και του συγκεκριμένου κάθε φορά νομικού συστήματος».
Στην αφάνεια παραμένει η βίαιη κατάληξη
Παρότι οι γυναικοκτονίες είναι εμφανώς το αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης και συνεχούς βίας κατά των γυναικών, δεν καταγράφονται ούτε αντιμετωπίζονται ως τέτοιες από τις αρχές και τη Δικαιοσύνη. Αυτό το κενό της μη καταγραφής και της αορατότητας, που ενισχύει το φαινόμενο, ήρθε να καλύψει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Γυναικοκτονιών (European Observatory on Femicide), το οποίο υπήρξε προγραμματικός στόχος του προγράμματος COST (European Cooperation in Science & Technology).
Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα στοχευμένα ερευνητικά προγράμματα για τη γυναικοκτονία που έχουν «τρέξει» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τμήμα του οποίου λειτουργεί πλέον και στην Ελλάδα από πέντε ερευνήτριες, τις Αθηνά Πεγκλίδου, Αθανασία Κοντοχρήστου, Πένυ Πασπάλη, Στέλλα Καψαμπέλη και Αναστασία Γκόνη-Καραμπότσου.
Όπως αναφέρει στο Documento η Στέλλα Καψαμπέλη, ερευνήτρια του ελληνικού τμήματος, «η ανάγκη δικτύωσης των χωρών, καταγραφής των γυναικοκτονιών και των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών και τάσεων που διέπουν αυτά τα αδικήματα ήταν –εν πολλοίς– οι λόγοι που οδήγησαν στο εγχείρημα. Στόχος ήταν, μεταξύ άλλων, η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των δολοφονιών αναφορικά με πιο εγκληματολογικά, πολιτικά και κοινωνιολογικά στοιχεία, το γιατί δηλαδή είναι επιτακτική η χρήση του όρου “γυναικοκτονία”, όπως και η ορατότητα, έρευνα και πρόληψη γύρω από το φαινόμενο, και η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη δράση των εκάστοτε κρατικών αρχών.
Το ελληνικό τμήμα αποτελεί την πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και ανάλυσης, τόσο ποσοτικής όσο και ποιοτικής, των γυναικοκτονιών στον ελληνικό χώρο. Η εύρεση πηγών βάσει των οποίων να συλλέγουμε και να καταγράφουμε τις υποθέσεις αποτέλεσε πρόκληση ευθύς εξαρχής. Αυτό διότι εφόσον στη χώρα μας δεν αποτελεί αδίκημα η γυναικοκτονία, δεν τηρούνται στοιχεία σε κρατικό επίπεδο, συνεπώς χρησιμοποιούμε εναλλακτικές πηγές, κυρίως τα ΜΜΕ.
Το επόμενο διάστημα το ελληνικό τμήμα του παρατηρητηρίου θα αποκτήσει τον δικό του διαδικτυακό χώρο, όπου θα υπάρχει η δυνατότητα περιήγησης σε ποικιλία θεματικών. Θα παρουσιάζονται ιστορίες όλων των γυναικοκτονιών, ενώ θα υπάρχει και χάρτης καταγραφής των περιστατικών».
Μία από τις βασικές λειτουργίες του παρατηρητηρίου, η συλλογή και καταγραφή δεδομένων, έχει στόχο να είναι συγκρίσιμα τα στοιχεία μεταξύ των χωρών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να μπορούν να εξαχθούν κατά το δυνατόν ασφαλή συμπεράσματα, αναδεικνύοντας κάποια κεντρικά μοτίβα που διέπουν τις υποθέσεις μεν, αλλά έχοντας εστιάσει στις ποιοτικές ιδιαιτερότητες της καθεμιάς, δε, κυρίως στο ειδικό, κάθε φορά, πολιτισμικό συγκείμενο.
Σύμφωνα με την ερευνήτρια, «η συλλογή και καταγραφή των στοιχείων για το 2019 και το 2020 έχει ολοκληρωθεί. Στο εγχείρημα συμμετείχαν οι επτά χώρες που συνεργάστηκαν στο COST και ξεκίνησαν το Παρατηρητήριο (Γερμανία, Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία, Σλοβενία και Τουρκία). Αυτά που παρατηρούνται είναι τα εξής: οι δύο τύποι γυναικοκτονίας που συναντώνται συχνότερα είναι η γυναικοκτονία στα πλαίσια συντροφικής/ερωτικής σχέσης ή και οικογενειακού μέλους και η γυναικοκτονία, πάλι στα πλαίσια συντροφικής/ ερωτικής σχέσης, με θύτη και θύμα να τελούν σε διάσταση/χωρισμό.
Για το 2020 η πρώτη κατηγορία, μέσα στη σχέση, αγγίζει το 38% και η δεύτερη το 23%. Ακολουθούν η γυναικοκτονία για άγνωστους λόγους (8%), στα πλαίσια ληστείας (4%), στα πλαίσια σεξουαλικής βίας (1%) και, τέλος, 0-1% να αντιστοιχεί στις γυναικοκτονίες για λόγους τιμής, στα πλαίσια επίδειξης ελέους και απέναντι σε σεξεργάτριες».
Δολοφονεί ο σύντροφος, ο σύζυγος, ο συγγενής
Ο «σκοτεινός» αριθμός των γυναικοκτονιών και η μη καταγραφή τους καλύπτουν την έμφυλη βία, αφού οι συγκεκριμένοι φόνοι είναι συνήθως η κατάληξη μιας σειράς βίαιων συντροφικών σχέσεων και έντονης οικογενειακής βίας, κάτι που έχει αναγνωριστεί και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ήδη από το 2012. Δεν υπάρχουν μόνο οι γυναικοκτονίες που διαπράττονται στους δρόμους και είναι σχετιζόμενες με σεξουαλικά αδικήματα.
Για την ακρίβεια αυτές είναι σπανιότερες. Οι γυναίκες δολοφονούνται κυρίως από εκείνους με τους οποίους αναπτύσσουν σχέσεις εμπιστοσύνης, από εκείνους που έχουν τα κλειδιά του σπιτιού τους. Όλα τα στοιχεία παγκοσμίως συνηγορούν στο ότι ενώ οι γυναίκες αποτελούν μικρότερο ποσοστό θυμάτων ανθρωποκτονιών σε σύγκριση με τους άντρες (20% προς 80%) είναι εκείνες που δολοφονούνται συχνότερα μέσα σε ένα σπίτι από κάποιον σύντροφο ή συγγενή, πατέρα ή αδερφό (82% ως προς 18%) όταν δεν τηρούν τα πατριαρχικά προτάγματα.
Αυτή η αορατότητα των κινήτρων του κάθε δράστη δεν αφήνει να δημιουργηθεί κανένας δείκτης πρόληψης σε νομικό, κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο. «Είναι κρίσιμης σημασίας το να έχουμε στα χέρια μας τα μετρήσιμα στοιχεία που θα οδηγήσουν την ευρύτερη κοινωνική και θεσμική αντίληψη να δεχτεί την ένταση και την ποιότητα του προβλήματος και να ξεκινήσει να δρα απέναντί του.
Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για πιθανότητα να ξεπεράσουμε το πρόβλημα που συναντάμε απέναντι στην έμφυλη βία και στο έγκλημα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές ακόμη χώρες και που μπορεί να συμπυκνωθεί στα λόγια της υπεύθυνης της ελληνικής ομάδας, “no data‣ no problem‣ no policy” (κανένα δεδομένο‣ κανένα πρόβλημα‣ καμία χάραξη πολιτικής)» τονίζει η Στέλλα Καψαμπέλη στο Documento.
Παρότι η ενδοοικογενειακή βία αναγνωρίζεται ως αδίκημα, υπάρχει ακόμη δρόμος να διανύσουμε ώστε να υπάρξει θεσμική αναγνώριση του εμφυλοποιημένου φαινομένου της γυναικοκτονίας και η θέσπισή της ως ιδιαίτερου εγκλήματος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με την Αναστασία Γκόνη-Καραμπότσου, δικηγόρο και επίσης ερευνήτρια του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τις γυναικοκτονίες, αν και έχουμε φτάσει να κατονομάζουμε τα εγκλήματα αυτά ως αυτό που είναι, στοχευμένες δολοφονίες στη βάση του φύλου, κάτι που αποτελεί νίκη πρωτίστως του φεμινιστικού κινήματος των τελευταίων χρόνων, ιδίως από το 2017 και μετά, «σχετικά με τη θεσμική αναγνώριση, δεν διακρίνουμε κάποια τέτοια πρόθεση από τις αρχές στην παρούσα φάση, μολονότι υπάρχουν θεσμοί που έχουν υιοθετήσει τον όρο γυναικοκτονία και παλεύουν για την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή του.
Απέχουμε από την ευρύτερη αναγνώριση του φαινομένου σε θεσμικό επίπεδο. Αυτό, φυσικά, δεν θα σήμανε τη διά μαγείας απάλειψη χαρακτηριστικών μια πατριαρχικής κοινωνίας που οδηγούν στις γυναικοκτονίες, όπως η αντιμετώπιση των θηλυκών σωμάτων ως λιγότερο σημαντικών, θα συνέβαλε όμως στην αναγνώριση της ευθύνης του κράτους για το πώς δρουν ή παραλείπουν να δράσουν οι αρχές στις υποθέσεις έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας».
Η ΕΛΑΣ τις στέλνει ξανά στους κακοποιητές τους
Ενας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση των γυναικοκτονιών είναι η στάση της αστυνομίας απέναντι σε όσες περνούν την πόρτα των αστυνομικών τμημάτων με σκοπό να καταγγείλουν την έμφυλη βία. Η Ελένη Τοπαλούδη είχε απευθυνθεί στις αρχές για να καταγγείλει τον βιασμό της. Ωστόσο την απέτρεψαν να καταθέσει μήνυση. Η Αγγελική Πέτρου είχε προσπαθήσει να προστατευτεί από τον βίαιο πατέρα της μέσω της αστυνομίας. Παρ’ όλα αυτά η ΕΛΑΣ ξεμπέρδεψε κάνοντάς του απλώς κάποιες συστάσεις.
Το ίδιο είχε συμβεί και με την Κωνσταντίνα Τσάπα στη Μακρινίτσα. Πολύ προτού ο εν διαστάσει σύζυγός της τη δολοφονήσει είχε απευθυνθεί στην αστυνομία. Η ανεπάρκεια των αστυνομικών αρχών στα ζητήματα της έμφυλης βίας αποδεικνύεται σταθερά εγκληματική διότι, ενώ θα έπρεπε να λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ καταγγέλλουσας και αρμόδιων φορέων για την προστασία των θυμάτων, στέλνει ξανά τις γυναίκες στους κακοποιητές τους.
«Η πρόσφατη υπόθεση της Μακρινίτσας –μία μόνο από τις τέσσερις επιβεβαιωμένες γυναικοκτονίες εντός του 2021– είναι ενδεικτική των συνεπειών που μπορεί να έχει η μη επίδειξη της δέουσας επιμέλειας από τις αρχές σε αυτές τις υποθέσεις» εξηγεί η Αναστασία Γκόνη-Καραμπότσου και συμπληρώνει: «Δεν είναι η μοναδική τέτοια περίπτωση. Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο οι αστυνομικές αρχές να παραπληροφορούν και να αποθαρρύνουν γυναίκες που απευθύνονται στα αστυνομικά τμήματα της χώρας για να καταγγείλουν κάποιο έμφυλο/ενδοοικογενειακό αδίκημα σε βάρος τους.
Εχει τύχει να αρνούνται να δεχτούν μήνυση για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας αν δεν κατατεθεί παράβολο, παρότι εδώ και χρόνια έχει καταργηθεί, να επιμένουν ότι έχει παραγραφεί κακουργηματική πράξη τέσσερα χρόνια μετά την τέλεσή της, να αρνούνται να εφαρμόσουν την αυτόφωρη διαδικασία σε βάρος των μηνυόμενων. Τα παραπάνω, δυστυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις απέβησαν μοιραία για τις γυναίκες. Ανάλογη αντιμετώπιση είχε άλλωστε και η Ελένη Τοπαλούδη όταν απευθύνθηκε στις αρχές για να καταγγείλει τον βιασμό που είχε υποστεί».
Στις 8 Μαρτίου 2019, στον απόηχο της γυναικοκτονίας Τοπαλούδη και σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αποφασίστηκε η σύσταση τμήματος αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής βίας της ΕΛΑΣ, ενός ειδικού δηλαδή τμήματος με προγραμματικό στόχο την ορθότερη αντιμετώπιση των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας και την πρόληψη της δευτερογενούς θυματοποίησης των καταγγελλουσών. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία πρόοδος σε ό,τι αφορά τη στάση της αστυνομίας.
Όπως λέει η Αναστασία Γκόνη-Καραμπότσου στο Documento, «σύμφωνα με την εκπρόσωπο Αλληλεγγύης Γυναικών της Δημοκρατικής Ενωσης Κίνησης Αστυνομικών αλλά και την προσωπική έρευνά μας, η σύσταση του τμήματος παρέμεινε στα χαρτιά, χωρίς τακτικό προσωπικό, όπως ισχύει στα υπόλοιπα ειδικά τμήματα της ΓΑΔΑ. Δυστυχώς, δεν είναι σπάνια φαινόμενα προσβολής της προσωπικότητας των θυμάτων και εντός των δικαστικών αιθουσών, παρότι αναμφισβήτητα σε υποθέσεις γυναικοκτονιών είναι πολύ πιο περιορισμένα συγκριτικά με περιπτώσεις βιασμού ή άλλων έμφυλων εγκλημάτων που δεν είχαν ως συνέπεια τον θάνατο του θύματος.
Αυτό καθιστά σαφή την απόλυτη και επείγουσα ανάγκη να υπάρξει ειδική εκπαίδευση σε όλους τους (συλ)λειτουργούς του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, τους δικηγόρους, τις αστυνομικές αρχές και τους ιατροδικαστές. Η πολιτεία έχει χρέος να μεριμνήσει ώστε να αποκατασταθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη που –δικαίως– νιώθουν τα θύματα /επιζώσες έμφυλων εγκλημάτων».
Τι συμβαίνει στην Ευρώπη
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία –με ισχυρή φεμινιστική παρουσία και οι μόνες χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με έμφυλη προσέγγιση στο νομικό σύστημά τους– η σχετική συζήτηση ξεκίνησε την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Ήδη η γυναικοκτονία έχει καθιερωθεί στην επίσημη ορολογία και έως σήμερα έχουν υπάρξει σημαντικές θεσμικές κατοχυρώσεις.
Στην Ιταλία, για παράδειγμα, πραγματοποιούνται εθνικής εμβέλειας σχετικές έρευνες ενώ στην Ισπανία, ήδη από το 2004 έχει συσταθεί το Εθνικό Παρατηρητήριο για τη Βία κατά των Γυναικών. Παρότι δεν αναγνωρίζεται ως διακριτό αδίκημα στον (ομοσπονδιακό) Ποινικό Κώδικα του ισπανικού κράτους, στις νομοθεσίες τεσσάρων αυτόνομων περιφερειών (Ναβάρα, Κανάριοι νήσοι, Ανδαλουσία και Καστίλλη-Λα Μάντσα) η γυναικοκτονία έχει αναγνωριστεί ως διακριτό αδίκημα, γεγονός που αποτελεί σημαντική καινοτομία για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Σύμφωνα με την Αναστασία Γκόνη-Καραμπότσου, τα τελευταία χρόνια σημαντικές προσπάθειες νομοθετικής αναγνώρισης της γυναικοκτονίας έγιναν από τα φεμινιστικά κινήματα στο Βέλγιο και στη Γαλλία, χωρίς ωστόσο μέχρι στιγμής την ευόδωση των εγχειρημάτων.
«Παρ’ όλα αυτά» επισημαίνει «στον δημόσιο λόγο είναι εμφανής η τάση επικράτησης και, όπως μας δείχνει η πείρα των λατινοαμερικανικών χωρών, αυτό αποτελεί τον προάγγελο αλλαγών και σε νομοθετικό επίπεδο. Είναι πολύ πιθανό τα επόμενα χρόνια να καμφθούν τα αντι-επιχειρήματα και να υπάρξουν σχετικές νομοθετικές αλλαγές.
Χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι το φαινόμενο θα αντιμετωπιστεί, ειδικά δε αν οι προσπάθειες περιοριστούν σε επίπεδο ποινικού δικαίου χωρίς τη θέσπιση μέτρων πραγματικής στήριξης και αποκατάστασης των θυμάτων, επανεκπαίδευσης όλης της κοινωνίας και φυσικά και των δραστών έμφυλων εγκλημάτων».