Δεν περιμένουμε να αλλάξει κάτι σημαντικά –ceteris paribus– στην οικονομία με το νέο έτος 2025. Οι εξελίξεις θα κυλήσουν, εκτός κάποιου έκτακτου γεγονότος, μονότονα και κουραστικά: η πλειονότητα των Ελλήνων θα συνεχίσει την προσπάθεια να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις της και να επιβιώσει σε όλο και πιο δύσκολες συνθήκες. Οι λίγοι, ολιγάρχες και άνθρωποι γύρω από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο προφανώς, θα συνεχίσουν να ζουν σε ανώτερα επίπεδα.
Το 2025 ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα είναι 2,3%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΕ, είναι πάλι η εγχώρια ζήτηση που θα προσφέρει 2,7% στη μεγέθυνση (συνολική κατανάλωση 1,6% ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου – ΑΣΠΚ 1,1%), ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα συμμετέχουν για ακόμη μία φορά αρνητικά στη μεγέθυνση κατά -0,4% (σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η κυβέρνηση).
Η ιδιωτική κατανάλωση πάλι θα δώσει τον τόνο υποστηριζόμενη από τις αυξήσεις των αμοιβών εργασίας και τον τουρισμό, αλλά ο ρυθμός θα είναι μικρότερος, 1,6% από το προηγούμενο έτος 1,7%. Επίσης, η δημόσια κατανάλωση θα μείνει στάσιμη, 0% από 0,4% το 2024.
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, καθώς θα αυξηθούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Είναι εμφανής η συνεισφορά των πόρων του ΤΑΑ από την περίοδο 2022-25. Συγκεκριμένα: 25%, 18,65%, 25,1%, 34,75% αντίστοιχα ανά έτος. Συνεπώς συνάγεται ότι η αύξηση των επενδύσεων προκύπτει από τους πόρους του ΤΑΑ, το οποίο, ως γνωστόν, τελειώνει το 2026! Δεύτερον, παρά τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα το συγχρηματοδοτούμενο τμήμα παραμένει ουσιαστικά σταθερό αν δεν μειώνεται την ίδια περίοδο!
Ομως ίσως το σημαντικότερο είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις συνεισφέρουν περίπου το 35% στο σύνολο του ΑΣΠΚ, κάτι που προφανώς δημιουργεί σκεπτικισμό για τη δημιουργία βραχυχρόνιων ανισορροπιών, αλλά πρωτίστως για μακροχρόνιες ανισορροπίες που μπορούν να επιφέρουν προβλήματα δύσκολα αντιμετωπίσιμα.
Η αύξηση των εισαγωγών προβλέπεται να παραμείνει ισχυρή, με δεδομένο το υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο των επενδύσεων. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το εισαγωγικό περιεχόμενο στην ελληνική βιομηχανία υπερβαίνει το 30-35%.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το 2025 θα συνεχίσει να είναι υψηλά αρνητικό (-7,5% ΑΕΠ), αποτελώντας έναν βασικότατο περιορισμό στη μεγεθυντική διαδικασία του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος (Γενικής Κυβέρνησης) προς το ΑΕΠ στην ΕΕ (εκτιμάται στο 154% στο τέλος του 2024).
Το μεγαλύτερο ποσοστό από το δημόσιο χρέος οφείλεται σε δημόσιους θεσμούς της ΕΕ. Το επίσημο δημόσιο χρέος είναι περίπου 240 δισ. ευρώ (70%), που μεταφράζεται στο περίπου 70% του σημερινού συνολικού ελληνικού δημόσιου χρέους. Το ποσό αυτό πρέπει να αποπληρωθεί πλήρως σε άνισες ετήσιες δόσεις μεταξύ 2024 και 2070 με χαμηλά μη αγοραία επιτόκια. Η χώρα έχει δεσμευτεί να πληρώσει επιστροφή των δανείων από τον ESM μεταξύ 2034 και 2060, ενώ τα δάνεια από το EFSF θα επιστραφούν μεταξύ 2023 και 2070. Η βιωσιμότητα του χρέους θα απαιτήσει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα περίπου 2% κατά μέσο όρο όλα αυτά τα χρόνια. Αξίζει να τονιστεί, ωστόσο, ότι ο υπολογισμός του μεγέθους των πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων δεν μπορεί να γίνει με απλές αριθμητικές ασκήσεις χρέους. Αυτό επειδή αυτός ο υπολογισμός είναι ευαίσθητος σε υποθέσεις σχετικά με τους μελλοντικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, τα φορολογικά έσοδα και, ίσως το πιο σημαντικό, την εξέλιξη του μέρους του δημόσιου χρέους που αγοράζεται εφεξής από ιδιώτες με επιτόκια που ισχύουν στην αγορά. Ολα τα παραπάνω αποτελούν ενδογενείς μεταβλητές που από κοινού καθορίζουν την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Περαιτέρω όσο μειώνεται ο πληθωρισμός ή επιβραδύνεται η ανάπτυξη και αυξάνεται το ύψος των επιτοκίων θα προκύψουν δυσκολίες για τη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ.
Παρά τις αυξήσεις που έχουν καταγραφεί στους μισθούς, η Ελλάδα παραμένει πάρα πολύ χαμηλά σε σχέση με την ΕΕ σε όρους αγοραστικής δύναμης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία και είναι στο ένα τρίτο του κοινοτικού μέσου όρου.