Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν παρέλαβε μόνο γεμάτα ταμεία και μια οικονομία να «τρέχει» με 2,8%, όσος είναι ο στόχος για το 2020, αλλά και τη χώρα με ιδιαίτερα αναβαθμισμένη θέση στη διεθνή σκηνή.
Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –απορρίπτοντας τη λογική της αδράνειας και της «μη λύσης»– προώθησε μια ανεξάρτητη, πολυδιάστατη πολιτική η οποία ανέδειξε την πατρίδα μας σε ενεργό πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Ακόμη και πριν από τη συνθήκη των Πρεσπών, η οποία απογείωσε το διπλωματικό μας κύρος, η διεθνής κοινότητα αναγνώριζε την Ελλάδα όχι απλώς ως σταθερό και δημοκρατικό κράτος αλλά ως εξαγωγέα σταθερότητας σε ιδιαίτερα ασταθή περιοχή.
Η κυβέρνηση της ΝΔ όλο αυτό το διάστημα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, ενεργώντας συχνά αντιφατικά και συχνότερα ως παθητικός παρατηρητής. Αποδέχτηκε μεν τον θετικό ρόλο της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά χωρίς να συνεχίσει τις πρωτοβουλίες που προβλέπει, π.χ. σε σχέση με τα εμπορικά σήματα ή τα σχολικά βιβλία, αποδυναμώνοντας έτσι τη διπλωματική μας θέση, τους μοχλούς πίεσης προς τη γείτονα αλλά και τις δυνατότητες προσέγγισής της.
Ακόμη και εκεί που συνεχίζει τη δική μας πολιτική, όπως στην περίπτωση του EastMed, αδυνατεί να την πάει ένα βήμα παρακάτω. Για παράδειγμα, ο λόγος για τον οποίο είχε αναβληθεί η υπογραφή της συμφωνίας του αγωγού που είχε συμφωνηθεί με Ισραήλ και Κύπρο ήδη από τον Δεκέμβριο του 2018 ήταν για να συνυπογράψει και η Ιταλία, ξεπερνώντας ορισμένες επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Οχι μόνο δεν επιτεύχθηκε αυτός ο στόχος, αλλά ακόμη και η ενεργή υποστήριξη των ΗΠΑ και η διατήρηση του σχήματος 3+1 δεν φαίνονται πλέον απολύτως δεδομένα, ενόψει των επιφυλάξεων που εξέφρασε πρόσφατα στην υιοθέτηση του νομοσχεδίου «Eastern Mediterranean Partnership» ο πρόεδρος Τραμπ. Η στήριξη του τελευταίου στον EastMed πρέπει να είναι ο κύριος στόχος της επικείμενης επίσκεψης του πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον.
Βασική δοκιμασία της κυβέρνησης θα αποτελέσει ο χειρισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Από την αρχή επισημάναμε σφάλματα, όπως η ατυχής στρατηγική της συσχέτισης των παραβιάσεων στο Αιγαίο με το προσφυγικό. Με ανησυχία διαπιστώνουμε την αδυναμία να χαραχτεί μια συνεπής και σταθερή πολιτική, ακόμη και αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Το πιο πρόσφατο δείγμα παλινωδίας, το οποίο θολώνει το ξεκάθαρο μήνυμα που πρέπει να στέλνουμε στην Αγκυρα, ήταν οι δηλώσεις του ΑΝΥΠΕΞ ότι είναι «στρατηγική απόφαση» να μη ζητηθούν κυρώσεις τώρα, διότι «αυτήν τη στιγμή, πέρα από τη διαρκή εκστόμιση απειλών, δεν έχουμε παραβίαση της δικιάς μας ΑΟΖ από τουρκικές ενέργειες».
Κι όμως, η έμπρακτη καταδίκη των παράνομων τουρκικών ενεργειών είναι αναγκαία με ενεργοποίηση των κυρώσεων που πέτυχαμε στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπου εκπροσώπησε τη χώρα ο Αλέξης Τσίπρας, και με επέκτασή τους σε περίπτωση νέων παράνομων ενεργειών στην περιοχή του άκυρου μνημονίου. Και το μήνυμα θα πρέπει να είναι σαφές και ανεπιφύλακτο: ούτε να διανοηθείτε να αμφισβητήσετε έμπρακτα την κυριαρχία και τις θαλάσσιες ζώνες μας. Ταυτόχρονα πρέπει να σύρουμε πάλι πίσω στο τραπέζι του διαλόγου την Τουρκία όχι μόνο για την ενεργοποίηση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) αλλά και για την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών για την υφαλοκρηπίδα.
Εξίσου σημαντικό είναι να ξαναβρούμε το νήμα ενεργητικής πολιτικής στην Ευρώπη. Να συγκληθεί ξανά η διάσκεψη των ευρωπαϊκών χωρών του νότου (Med 7). Nα παραμείνει η χώρα μας ενεργή στον διάλογο για την κοινωνική Ευρώπη, τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης, την κατανομή των κονδυλίων του νέου κοινοτικού προϋπολογισμού, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και, κατ’απόλυτη προτεραιότητα, την αλλαγή του Κανονισμού του Δουβλίνου και γενικότερα τη δίκαιη, αποτελεσματική και ανθρώπινη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι βουλευτής Β1 Βόρειου Τομέα της Αθήνας-ΣΥΡΙΖΑ