Το βιβλίο «Οι εργάτες της θάλασσας» του Βίκτωρος Ουγκό σε μετάφραση Κώστα Θεοφάνους κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
Ολόκληρο το κλασικό αριστούργημα αποτελεί ένα μεγαλόπνευστο ύμνο στην ανθρώπινη θέληση, που αγωνίζεται και υπερνικά τα κάθε λογής εμπόδια. Ένας άνθρωπος του λαού, μόνος και αβοήθητος, αντιμετωπίζει την απεραντοσύνη του ωκεανού με ακατάβλητη δύναμη, με απαράμιλλο σθένος, με αδούλωτη ψυχική ανωτερότητα, πολεμά και νικά την άγρια φύση. Γύρω του ζει και κινείται ένας ολόκληρος κόσμος: ναυτικοί, τυχοδιώκτες, απόκληροι της κοινωνίας. Και πάνω απ’ όλα η θάλασσα, κυρίαρχη και μυστηριακή. Και πίσω απ’ όλα ο Έρωτας, άδολος, άτυχος και αγνός. Ο συγγραφέας ορθώνει σε ανθρώπινα σύμβολα το Καλό, το Κακό, τη Φύση και την Πρόοδο.
Το 1980 η μετάφραση του μυθιστορήματος πρωτοκυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, χωρίς καμιά απολύτως παράλειψη ή περικοπή και τώρα ξανακυκλοφορεί ξανακοιταγμένη, σε μονοτονικό, με νέο εξώφυλλο, με πιο ευανάγνωστους τυπογραφικούς χαρακτήρες και με βελτιωμένη εικονογράφηση.
Ο μεγάλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ηγέτης του γαλλικού ρομαντισμού Βίκτωρ Ουγκό γεννήθηκε στην Μπεζανσόν το 1802. Ο πατέρας του, ταπεινής καταγωγής, άθεος και φιλελεύθερος αξιωματικός του Ναπολέοντα, και η μητέρα του, γόνος αριστοκρατών, φιλοβασιλική και θρησκευόμενη, με τις σφοδρές διαφωνίες τους του στέρησαν την οικογενειακή ζεστασιά και, στην ουσία, αποτέλεσαν πρόγευση των συγκρούσεων που βίωσε η Γαλλία, αλλά και ο ίδιος στη ζωή του όπως εξελίχθηκε.
Από το 1817 ο Ουγκό έμεινε με τη μητέρα του στο Παρίσι, όπου φοίτησε στο φημισμένο Κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου, καλλιεργώντας έτσι το ενδιαφέρον του για τη φιλολογία, ενώ το 1819 ίδρυσε, υπό την επιρροή του πολιτικού Φρανσουά Ρενέ Σατομπριάν, το περιοδικό Συντηρητικός φιλόλογος. Τρία χρόνια αργότερα άρχισε να λαμβάνει ετήσια επιχορήγηση από τον Λουδοβίκο ΙΗ΄ για τον πρώτο τόμο του έργου του Ωδές και άλλα ποιήματα. Το 1862 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Ωδές και μπαλάντες, με την οποία γνώρισε την αναγνώριση και την καθιέρωση.
Το 1831 το φως της δημοσιότητας είδε Η Παναγιά των Παρισίων, σε μια περίοδο καταξίωσης και παραγωγικότητας για τον Ουγκό σε θεατρικά έργα, μυθιστορήματα και λυρική ποίηση, η οποία κράτησε μέχρι το 1843. Τότε ήταν που ο χαμός της νιόπαντρης κόρης του, σε συνδυασμό με την πολιτική δράση του, τον έκανε να σταματήσει να δημοσιεύει έργα του επί μια ολόκληρη δεκαετία. Το 1845 έγινε μέλος της Άνω Βουλής και εκεί ο Ουγκό εκφώνησε λόγους κατά της θανατικής ποινής, της κοινωνικής αδικίας και της λογοκρισίας. Τα επόμενα χρόνια εξελέγη δύο φορές βουλευτής, αλλά η ανάληψη της εξουσίας από τον Ναπολέοντα Γ΄ τον υποχρέωσε να φύγει στις Βρυξέλλες. Στη Γαλλία επέστρεψε το 1870, δηλαδή μετά την επανεγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Στο μεσοδιάστημα είχε επιδοθεί σε μεταφυσικές αναζητήσεις, με λογοτεχνικό καρπό τους τα έργα Το τέλος του Σατανά και Θεός. Το 1862 επίσης είχε ολοκληρώσει τους Άθλιους, που είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν, έργο το οποίο βρήκε μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα, αλλά ο Πάπας Πίος ΙΔ΄ το περιέλαβε στα απαγορευμένα βιβλία. Η επιστροφή του Ουγκό στη Γαλλία κράτησε πολύ λίγο λόγω της Παρισινής Κομμούνας.
Ωστόσο, το 1896 αναγορεύτηκε «Ισόβιος Γερουσιαστής» από τη Γαλλική Δημοκρατία και έγινε σύμβολο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το Φεβρουάριο του 1881 οργανώθηκε πανεθνικός εορτασμός για τα γενέθλιά του, ενώ ο θάνατός του στις 25 Μαΐου 1885 σήμανε εθνικό πένθος, με δύο εκατομμύρια κόσμο να του αποτείνει φόρο τιμής κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου.