Η αύξηση του πληθωρισμού έχει προκαλέσει σημαντικές επιδράσεις στον δημοσιονομικό τομέα.
Συγκεκριμένα:
• Λόγω της μεγάλης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ (εκτιμάται στο 15,5%) το 2022 αναμένεται μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ στο 171,1% (μείωση 23,4 ποσοστιαίων μονάδων). Το 2023 η πορεία αποκλιμάκωσης του ποσοστού του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης θα επιβραδυνθεί αρκετά λόγω της προβλεπόμενης μικρής μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Παρά τη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος σε απόλυτα νούμερα θα συνεχίσει να αυξάνεται, τουλάχιστον όσο τα πρωτογενή αποτελέσματα του δημοσιονομικού ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης δεν καλύπτουν την πληρωμή των τόκων του δημοσίου. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται να συμβεί το 2023.
• Επίσης η αύξηση του πληθωρισμού μείωσε την πληρωμή τόκων του δημοσίου. Ειδικότερα, οι μέσες πληρωμές για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ την περίοδο 202224 προβλέπεται να είναι 2,8%, όταν την περίοδο 2018-21 ήταν 3% και την περίοδο 2013-17 3,6%.
• Η πληθωριστική κρίση φαίνεται επίσης να έχει συμβάλει στη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του δημοσίου, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του ποσοστού των πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στο σύνολο των εσόδων της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές.
• Η σχετικά μεγάλη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά τη διάρκεια της πληθωριστικής κρίσης συντήρησε το πρόβλημα της μη προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος της χώρας, αυξάνοντας τον λόγο έμμεσων προς άμεσους φόρους, επιβαρύνοντας συνεπώς τα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα αύξησε τα φορολογικά έσοδα βοηθώντας στη μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων του δημοσιονομικού ισοζυγίου.
• Αύξησε τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου και τον πιστωτικό κίνδυνο του δημόσιου χρέους, με πιθανή συνέπεια την απομάκρυνση του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας για μετά τις εκλογές και ίσως και αργότερα. Ο κίνδυνος αυτός για την Ελλάδα, αν και σχετικά περιορισμένος δεδομένης της ρύθμισης μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους, είναι υπαρκτός εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης έκθεσης του δημοσίου στις αγορές ομολόγων για την αναχρηματοδότηση των δανειακών του υποχρεώσεων, εξέλιξη που αυξάνει τον επιτοκιακό κίνδυνο και τις μελλοντικές ακαθάριστες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.
• Η παράταση του κύματος ακρίβειας και το 2023 θα επηρεάσει το πραγματικό εισόδημα και την πραγματική δαπάνη του ιδιωτικού τομέα. Σε προεκλογική περίοδο είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα προκαλέσει νέες παρεμβάσεις στήριξης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και της εγχώριας ζήτησης, που θα επιβάρυναν το πρωτογενές ισοζύγιο και τις μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου, ειδικά εάν η πορεία των δημόσιων εσόδων επηρεαζόταν αρνητικά από την επικείμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. • Στην Ελλάδα η κατάσταση της οικονομίας βρίσκεται στην ίδια μέγγενη με τις υπόλοιπες οικονομίες της ευρωζώνης, έχοντας τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η οικονομία ταλανίζεται από υψηλότερο πληθωρισμό, υψηλότερα ελλείμματα, υψηλότερο δημόσιο χρέος, χαμηλή παραγωγικότητα και υψηλότερη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών της από τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Επίσης το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο χαμηλός ρυθμός δυνητικής μεγέθυνσης λόγω της έλλειψης πραγματικών παραγωγικών επενδύσεων που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία και του γηράσκοντος πληθυσμού. Σημαντικό επίσης πρόβλημα είναι η διευρυνόμενη ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, γεγονός που καθορίζεται τόσο από τις επιλογές της κυβέρνησης όσο και από την αύξηση του πληθωρισμού ο οποίος, ως γνωστόν, πλήττει υπερβολικά τα χαμηλά και μεσαία χαμηλά στρώματα, που πλέον αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού.
*Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο