Λίγο πριν από την τελετή των 96ων βραβείων όσκαρ, θυμόμαστε τις στιγμές που το χρυσό αγαλματίδιο της Ακαδημίας κόντεψε – σε μερικές περιπτώσεις τα κατάφερε μάλιστα- να τυλιχτεί με την γαλανόλευκη!
Με την διπλή οσκαρική του υποψηφιότητα χάρη στο «Poor things» ο Γιώργος Λάνθιμος ανεβαίνει στην short list των ελλήνων που έχουν προταθεί για το βραβείο όσκαρ περισσότερες από τρεις φορές. Το 2011 ο «Κυνόδοντας» ήταν μεν υποψήφιος για το ξενόγλωσσο Όσκαρ «Κυνόδοντα» αλλά τότε ο Λάνθιμος δεν ήταν υποψήφιος αφού το όνομα του δεν ήταν στη λίστα των παραγωγών του φιλμ. Η πρώτη φορά που o Λάνθιμος ήταν υποψήφιος στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ήταν το 2017 για το σενάριο του «Αστακού» που έγραψε μαζί με τον σταθερό συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου. Δύο χρόνια μετά ο έλληνας σκηνοθέτης θα βρεθεί διπλά υποψήφιος στις κατηγορίες καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας με την «Ευνοούμενη» και φέτος επαναλαμβάνει το κατόρθωμα, με την προσδοκία μιας νίκης. Αν τελικά καταφέρει και κερδίσει ένα από τα δύο βραβεία (δύσκολο πάντως καθώς το «Οπενχάιμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν είναι το ακλόνητο φαβορί) θα γράψει ιστορία. Κανένας έλληνας σκηνοθέτης στην αιωνόβια σχεδόν διαδρομή του θεσμού, δεν έχει αποσπάσει ένα από τα δύο κορυφαία βραβεία. Να συμπληρώσουμε εδώ ότι με το «Poor things» έχουμε ακόμη μια ελληνική υποψηφιότητα καθώς ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης βρίσκεται για δεύτερη φορά στην οσκαρική πεντάδα (η πρώτη ήταν με την «Ευνοούμενη») για το κορυφαίο μοντάζ της χρονιάς.
Ο Κώστας Γαβράς με το «Ζ» το 1970 κατέκτησε το ξενόγλωσσο όσκαρ και διεκδίκησε το βραβείο σκηνοθεσίας που κέρδισε τελικά ο Τζον Σλέσινγκερ για τον «Καουμπόι του μεσονυχτίου», ενώ 13 χρόνια μετά ο «Αγνοούμενος» του προτάθηκε για 4 όσκαρ (καλύτερης ταινίας, πρώτων ρόλων στους Τζακ Λέμον- Σίσι Σπέισεκ και σεναρίου) κερδίζοντας τελικά το τελευταίο. Ο Γαβράς μοιράστηκε με τον Ντόναλντ Στιούαρτ το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου (το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Χάουζερ περιγράφει την πραγματική ιστορία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τσάρλι Χόρμαν, που εξαφανίστηκε στη Χιλή του Πινοσέτ) αλλά δεν παραβρέθηκε στην οσκαρική τελετή.
Ο ελληνοκύπριος Μιχάλης Κακογιάννης με το υποψήφιο για 7 βραβεία «Αλέξη Ζορμπά» φλέρταρε γερά με τα όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου. Όμως στην τελετή του 1965 θριάμβευσε το μιούζικαλ «Ωραία μου κυρία» του Τζορτζ Κιούκορ. Τελικά ο «Ζορμπάς» απέσπασε 3 βραβεία: β γυναικείου ρόλου στην Λίλα Κέντροβα, καλλιτεχνικής διεύθυνσης και σκηνικών για ασπρόμαυρη ταινία στον κορυφαίο σκηνογράφο και ενδυματολόγο Βασίλη Φωτόπουλο και ασπρόμαυρης φωτογραφίας στον Γουόλτερ Λάσαλι. Η έβδομη υποψηφιότητα της ταινίας αφορούσε την ερμηνεία του Άντονι Κουίν.
Το πρώτο σημαντικό όσκαρ με ελληνικό χρώμα αφορούσε στην ερμηνεία της Κατίνας Παξινού το 1943 για το αντιπολεμικό έπος «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Με τη νίκη της αυτή η Παξινού έγινε ταυτόχρονα και η πρώτη μη αμερικανίδα ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο. Στην ομιλία της μετά την παραλαβή του βραβείου η Παξινού το αφιέρωσε στους συναδέλφους της στο εθνικό θέατρο «της ρημαγμένης από τον πόλεμο Αθήνας» καταλήγοντας με την ευχή «να είναι όλοι τους καλά».
Στις 17 Απριλίου του 1961 ο Χατζιδάκις κέρδισε το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού με τα «Παιδιά του Πειραιά» που έγραψε για το «Ποτέ την Κυριακή». Το φιλμ του Ζιλ Ντασέν ήταν υποψήφιο για πέντε Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για τον Α’ Γυναικείο Ρόλο. Τελικά η Μελίνα Μερκούρη θα χάσει το βραβείο από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ του «Butterfield 8» που στις ελληνικές αίθουσες προβλήθηκε ως «Ζήσαμε στην αμαρτία».
Το 1974 η Θεώνη Βαχλιώτη Όλντριτζ κέρδισε το όσκαρ ενδυματολογίας για τον «Υπέροχο Γκάτσμπι». Η επιτυχία της διεθνούς φήμης ενδυματολόγου αποκτά μεγαλύτερη αξία αν σκεφτούμε τους αντιπάλους που είχε. Στην κατηγορία εκείνης της χρονιάς τα φαβορί έμοιαζαν να είναι η Άνθια Σίλμπερτ («Τσάιναταουν») και η Θιαντόρα βαν Ρανκλ («Νονός νο 2») αλλά η θεσσαλονικιά καλλιτέχνιδα με την πρώτη και μοναδική της υποψηφιότητα κατέκτησε το χρυσό αγαλματίδιο.
Το 1982 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κερδίζει το δικό του όσκαρ για τη μουσική των «Δρόμων της φωτιάς», την ταινία του Χιου Χάντσον που κέρδισε ανέλπιστα το βραβείο του καλύτερου φιλμ κόντρα στα προγνωστικά που ήθελαν τους «Κόκκινους» του Γουόρεν Μπίτι να σαρώνουν τα βραβεία.
Υπάρχουν βέβαια και οι οσκαρικοί νικητές με ελληνικές ρίζες. Γνωστότερος και πιο καταξιωμένος ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη Ελία Καζάν που κέρδισε δύο Όσκαρ Σκηνοθεσίας («Συμφωνία Κυρίων», 1947 και «Το Λιμάνι της Αγωνίας» 1954), ο ελληνοαμερικανός Αλεξάντερ Πέιν που έχει κερδίσει δύο όσκαρ σεναρίου για το «Πλαγίως» το 2005 και τους «Απογόνους» το 2012, η Ολυμπία Δουκάκις που κέρδισε το όσκαρ β ρόλου με το «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού» το 1988, ο χορευτής-ηθοποιός Τζορτζ Τσακίρις που τιμήθηκε με το βραβείο β αντρικού ρόλου για το «West side story» το οποίο σάρωσε τα βραβεία (10 συνολικά) το 1962, ο Λούι Ψυχογιός (όσκαρ ντοκιμαντέρ το 2009 με το «The Cove»), ο Αλεξάντρ Ντεσπλά που ήταν οκτώ φορές υποψήφιος για το βραβείο καλύτερης πρωτότυπης μουσικής και νικητής το 2014 (“Grand Budapest”) και το 2017 (“The Shape of Water”), ο ελληνοαυστραλός σκηνοθέτης Τζορτζ Μίλερ (καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων το 2006 για το «Happy Feet»), ο Ντιν Ταβουλάρις (όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης το 1974 για τον «Νονό 2»), ο ελληνοαμερικανός πρωτοπόρος των κινηματογραφικών εφέ Πέτρος Βλάχος με πέντε Όσκαρ (1961, 1965, 1993, 1994, 1995),ενώ ο ελληνοαμερικανός χορογράφος Ερμής Παν (Hermes Pan) ή Ερμής Παναγιωτόπουλος, μόνιμος συνεργάτης των Φρεντ Αστέρ και Τζίντζερ Ρότζερς, είχε κερδίσει το όσκαρ χορογραφίας το 1937 για την ταινία «A Damsel in Distress», βράβευση που τον κάνει τον πρώτο χρονικά καλλιτέχνη με ελληνική καταγωγή που κερδίζει το χρυσό αγαλματίδιο.