Συνήθως τα αποτελέσματα των εκλογών, έχουν περισσότερα μηνύματα από αυτά που μπορούν ή θέλουν να καταναλώσουν οι πρωταγωνιστές τους. Η προσπάθεια που γίνεται από τον Μητσοτάκη είναι να υποβαθμιστεί η προσωπική του ήττα, μέσω του επιχειρήματος ότι ήταν μικρή η συμμετοχή. Αν δηλαδή ήταν μεγαλύτερη, ο Μητσοτάκης θα νικούσε και ενδεχομένως και κάθε γιαγιά με ρόδες (κατά το γνωστό ανέκδοτο), θα ήταν πατίνι.
Η χαμηλή συμμετοχή στο δεύτερο γύρο των Αυτοδιοικητικών εκλογών, προφανώς και μας δίνει πολιτικά συμπεράσματα. Το θέμα είναι ότι οι πολίτες έκριναν και το επιχείρημα περί μικρής συμμετοχής, δεν αναιρεί το δεδομένο ότι κάθε ηγετίσκος που εκπροσωπούσε το μοντέλο διακυβέρνησης Μητσοτάκη στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, με αυταρχισμό, απευθείας αναθέσεις, μεγάλους περίδρομους και έλλειψη κάθε λογοδοσίας, έχασε. Εκτός αν μπούμε στη λογική ότι αφού η ΝΔ κέρδισε τις εθνικές εκλογές με 41%, σε ποσοστό συμμετοχής 60%, παύει να αποτελεί νίκη. Αυτά είναι αστειότητες.
Ο Μητσοτάκης χρεώνεται προσωπικά την ήττα, γιατί επέλεξε μετά τον πρώτο γύρο, να κομματικοποιήσει έντονα και το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου και το επερχόμενο του δεύτερου. Στήριξε με φυσική παρουσία και δηλώσεις τον Αγοραστό στη Θεσσαλία, τον απερχόμενο πλέον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης Ζέρβα, τον Μπακογιάννη και άλλους. Ταξίδεψε ως την Μυτιλήνη για να τοποθετήσει τον εκλεκτό κομματικό υποψήφιο Αλκιβιάδη Στεφανή απέναντι στον δεξιό αντάρτη Κώστα Μουτζούρη. Δική του ήταν η επιλογή να σηκώσει το δάχτυλο και να δείχνει τη ΝΔ στο πρόσωπο των υποψηφίων, με σαφή πρόθεση να εκμεταλλευτεί το αποτέλεσμα ως Κυριάκος ο Μέγας.
Η νίκη διάφορων «ανταρτών» που αναμετρήθηκαν με επίσημους κομματικούς υποψήφιους σε Δήμους, κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα για τον Μητσοτάκη. Η επιλογή τους από τη βάση, στέλνει το μήνυμα ότι ο Μητσοτάκης δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ακόμη και αν η εικόνα του στην κεντρική πολιτική σκηνή δίνει αυτή την εντύπωση.
Η ήττα του Κώστα Μπακογιάννη, κάνει τα πράγματα αβάσταχτα, αφού όχι μόνο ξεφτίζει η Φαμίλια, αλλά μοιραία ο Μητσοτάκης θα βρεθεί υπόλογος στους ενδοοικογενειακούς λογαριασμούς που θα γίνουν με τρόπο που αυτοί συνηθίζουν.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στα μηνύματα, κατά τον Νίκο Ανδρουλάκη νίκησε το ΠΑΣΟΚ, αφού κατάφεραν να εκλεγούν οι υποψήφιοι που στήριξε. Ο Ανδρουλάκης, μικρόψυχα, για μια ακόμη φορά κονταίνει αυτό που συνέβη για να φανεί ο ίδιος μεγάλος. Δηλαδή την αποφασιστική συνεργασία σε τοπικό, κοινωνικό επίπεδο, με στόχο να απαλλαγεί η κοινωνία από το καταδυναστευτικό μοντέλο των τοπικών Μητσοτάκηδων. Οι υποψήφιοι του ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, άλλες αριστερές δυνάμεις, στήριξαν από την πρώτη στιγμή τους υποψήφιους που στηρίχτηκαν από το ΠΑΣΟΚ. Δημιούργησαν έτσι μια δυναμική και όχι ένα απλό άθροισμα δυνάμεων. Στην περίπτωση μάλιστα του υποψήφιου του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα Κώστα Ζαχαριάδη, η στήριξη (με ανοιχτές δηλώσεις και όχι μόνο) έδωσε την εικόνα μιας ενιαίας κοινής μάχης χωρίς αστερίσκους και πολιτικάντικους συμψηφισμούς. Ήταν οι δημοκρατικές δυνάμεις, απέναντι στο σύστημα Μπακογιάννη.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, μετά το άνοιγμα της κάλπης, κουτοπόνηρα και πολιτικά ανήθικα, μίλησε για νίκη του ΠΑΣΟΚ, εν αντιθέσει μάλιστα με τους υποψήφιους του ΠΑΣΟΚ που απέδωσαν σε όσους τους στήριξαν κομμάτι της νίκης και τον σεβασμό που έπρεπε.
Ο Ανδρουλάκης ζεύει τον αραμπά πριν τα άλογα, θέλοντας να εμφανίσει τον εαυτό του και τον αραμπά με την πραμάτεια του, ως την κινητήρια δύναμη της νίκης. Το μήνυμα είναι σε πλήρη αντίθεση με όσα επιχειρεί να παγιώσει. Αποδείχθηκε ότι οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ, είναι περισσότερο γειωμένοι στην κοινωνία από την ηγεσία του, αφουγκράζονται την αναγκαιότητα συμμαχιών και την επιλέγουν ως μέθοδο για να νικηθεί το σύστημα Μητσοτάκη. Αυτός είναι ο λόγος που στις εκλογές πήραν μεγάλα ποσοστό (έως τριπλάσια και τετραπλάσια) από το εκλογικό ποσοστό που εξασφάλισε ο Ανδρουλάκης. Το κυριότερο είναι ότι αρκετοί από τους επιτυχόντες υποψήφιους, έχουν πολιτική δόμηση και υπόσταση που κάνουν τον Ανδρουλάκη να μοιάζει με κομματάρχης της δεκαετίας του 1960.
Πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση είναι του νέου Δημάρχου της Αθήνας, Χάρη Δούκα, ο οποίος φαίνεται να αντιλαμβάνεται τα μηνύματα και να κινείται με ηγετική ακτινοβολία. Συνεπώς η έντονη κομματικοποίηση του αποτελέσματος από τον Ανδρουλάκη με το απλοϊκό σχήμα «νίκησε το ΠΑΣΟΚ», είναι μεν προσπάθεια να αποδώσει στον εαυτό του ικανότητες, αλλά επιχειρεί πρωτίστως να τον προστατεύσει από τη σύγκριση με προσωπικότητες του χώρου που και θέλουν και μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Από την επόμενη ημέρα ωστόσο, μοιραία στο ΠΑΣΟΚ θα αρχίσουν να γίνονται οι συγκρίσεις μεταξύ της λεκτικής, πολιτικής και επικοινωνιακής ανεπάρκειας του Ανδρουλάκη και της πραγματικής προοδευτικής πολιτικής που μπορούν να εκφράσουν πρόσωπα όπως ο Χάρης Δούκας ή ο Δημήτρης Κουρέτας.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ για ιδιοτελείς λόγους υποβαθμίζει το μήνυμα που εκπέμπεται ότι η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων είναι ίσως η μόνη λύση. Με εμπειρισμό και αριθμητική μπακάλη, περιμένει να μετατρέψει το ρεύμα που δημιουργείται, σε αύξηση των ποσοστών του για την προσωπική του επιβίωση. Αραμπάς όμως χωρίς άλογα ή με κουτσά της ομαδούλας των κολλητών, δεν μπορεί να πάει μακριά.
Το αποτέλεσμα των εκλογών, δικαιώνει τον Αλέξη Τσίπρα, που είχε ως στρατηγική του την ευρύτερη συνεργασία των δυνάμεων που αποτελούν τη Δημοκρατική παράταξη στη χώρα. Ο Τσίπρας δεν κατάφερε να το εκπληρώσει για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι οι συσχετισμοί και η παθογένεια μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, μετέτρεψαν αυτή τη στρατηγική σε μηχανιστικό άθροισμα γυρολόγων από άλλα κόμματα. Κάθε νέα, πραγματικά προοδευτική δύναμη που μπορούσε να δημιουργήσει κοινό μέτωπο πέρναγε από το face control και την απόρριψη της κομματικής νομενκλατούρας.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως ο Νίκος Ανδρουλάκης, φρόντισε περιχαρακώσει το δικό του κόμμα από κάθε προσπάθεια συνεργασιών. Ανεχόταν τους Λοβέρδους και τις Καϊλήδες στο κόμμα ως παραμάγαζα της ΝΔ, αλλά δεν ανεχόταν ούτε την παραμικρή συζήτηση για συνεργασία του προοδευτικού χώρου. Τους λόγους τους γνωρίζει ο ίδιος και όσοι τον… άκουγαν.