Ο Κώστας Βαξεβάνης αθωώθηκε ακόμη μια φορά αλλά η παραπομπή του καταδεικνύει μια παθογένεια της ελληνικής Δικαιοσύνης
Η πρόσφατη αθώωση του Κώστα Βαξεβάνη –μία ακόμη– σε δίκη ύστερα από καταγγελία σε βάρος του από τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου για παραβίαση… υπηρεσιακού απορρήτου κατέδειξε για πολλοστή φορά το μείζον πρόβλημα της παραπομπής δημοσιογράφων και γενικώς πολιτών σε δίκες χωρίς όχι απλώς επαρκή στοιχεία αλλά έστω ενδείξεις ενοχής. Η δικαστική εξέλιξη της συγκεκριμένης υπόθεσης, δηλαδή η αθώωση του δημοσιογράφου και του Documento, δεν προκάλεσε καμιά έκπληξη. Αντιθέτως, έκπληξη και οργή προκαλεί το γεγονός και μόνο της παραπομπής του εκδότη της εφημερίδας σε δίκη. Ο Κ. Βαξεβάνης παραπέμφθηκε στο ακροατήριο με την κατηγορία της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου επειδή είχε δημοσιοποιήσει στοιχεία κατάθεσης του εμπλεκομένου σε σκάνδαλο εξοπλιστικών Αλέξανδρου Αβατάγγελου, σύμφωνα με την οποία στενοί συνεργάτες του Χαρ. Αθανασίου είχαν χρηματιστεί ώστε να εξασφαλίσουν την αποφυλάκισή του.
Παραπέμπουν χωρίς να κάνουν έρευνα
Το Documento δεν είχε δημοσιοποιήσει έγγραφο της κατάθεσης, παρά μόνο πληροφορίες για όσα περιλαμβάνονταν σ’ αυτήν. Νομικά δηλαδή δεν υφίστατο καμιά παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου. Εξάλλου, για να έχει τελεστεί μια τέτοια πράξη θα έπρεπε η εφημερίδα να είχε δημοσιεύσει έγγραφο της κατάθεσης του Αλ. Αβατάγγελου και να υπάρχει έστω ένδειξη ότι αυτό δόθηκε στον δημοσιογράφο από κάποιον δικαστικό υπάλληλο. Φυσικά ο δημοσιογράφος, όπως επισημαίνουν νομικοί κύκλοι, δεν θα έπρεπε να παραπεμφθεί καν σε δίκη ακόμη κι αν είχε δημοσιοποιήσει έγγραφο της κατάθεσης του εμπλεκομένου στο σκάνδαλο των εξοπλιστικών. Κι αυτό επειδή η κατάθεση αφορούσε συνεργάτες ενός υπουργού οι οποίοι κατά τον καταγγέλλοντα φέρονταν να έχουν χρηματιστεί και επομένως η υπόθεση αφορούσε το δημόσιο συμφέρον. Αλλωστε και ο ίδιος ο Κ. Βαξεβάνης κατά την απολογία του υπογράμμισε ότι μπορεί το επίδικο να αφορά την παραβίαση του υπηρεσιακού απορρήτου, αλλά στην πραγματικότητα το διακύβευμα είναι αν ο δημοσιογράφος έχει το δικαίωμα να δημοσιοποιεί στοιχεία για δημόσια πρόσωπα και δη για υπουργούς.
Παρά τα στοιχεία πάντως που καταδεικνύουν ότι ο εκδότης του Documento δεν θα έπρεπε ποτέ να παραπεμφθεί στο ακροατήριο, ο αρμόδιος εισαγγελέας που ανέλαβε να διεκπεραιώσει την προκαταρκτική διαδικασία έκανε ακριβώς αυτό: απλή διεκπεραίωση. Ούτε στοιχεία αναζήτησε ούτε ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου είχε. Παρέπεμψε δηλαδή κάποιον στο ακροατήριο ενώ αφενός ήταν πασιφανές ότι η κατάθεση που ενέπλεκε τους συνεργάτες του Αθανασίου σε χρηματισμό ήταν υπαρκτή και αφετέρου δεν είχε δημοσιοποιηθεί στην εφημερίδα έγγραφο της καταγγελίας σε βάρος των συνεργατών του πρώην υπουργού, παρά μόνο πληροφορίες απολύτως ακριβείς και διασταυρωμένες. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι η σχετική κατάθεση του Αβατάγγελου, για την αποκάλυψη της οποίας κατηγορήθηκε ο Κ. Βαξεβάνης, δεν ήταν καν μέρος του κατηγορητηρίου, αφού προφανώς ο εισαγγελέας δεν την αναζήτησε. Δηλαδή παρέπεμψε κάποιον σε δίκη για ένα συγκεκριμένο αδίκημα το οποίο δεν προέκυπτε από πουθενά, αφού δεν υπήρχε απολύτως κανένα έγγραφο που να έχει δημοσιευτεί ώστε να στοιχειοθετείται αδίκημα παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου. Ο αρμόδιος εισαγγελέας που πραγματοποίησε την προανάκριση απλώς πέταξε από πάνω του την υπόθεση χωρίς να εξετάσει, ως όφειλε, κανένα απολύτως στοιχείο και είναι υπεύθυνος για το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος βρέθηκε υπό πολυετή δικαστική ομηρία χωρίς το παραμικρό στοιχείο σε βάρος του.
Μία από τις πολλές η περίπτωση Βαξεβάνη
Ομως η περίπτωση του εκδότη του Documento δεν είναι μοναδική. Καθημερινά δημοσιογράφοι και πολίτες παραπέμπονται σε δίκη επειδή οι εισαγγελείς που αναλαμβάνουν την προκαταρκτική έρευνα απλώς πετάνε την μπάλα στην… εξέδρα του ακροατηρίου. Προσφάτως η δημοσιογράφος της εφημερίδας Documento Κατερίνα Κατή παραπέμφθηκε σε δίκη για ρεπορτάζ της σχετικά με σκάνδαλο στο οποίο εμπλεκόταν ο επικεφαλής της Energa Αρης Φλώρος. Σε βάρος της κατατέθηκε μηνυτήρια αναφορά για τον τίτλο του ρεπορτάζ και κατά την προκαταρκτική εξέταση της υπόθεσης αποσαφηνίστηκε από τη διεύθυνση της εφημερίδας ότι ο τίτλος του εκάστοτε δημοσιεύματος δεν είναι αρμοδιότητα του συντάκτη αλλά των διευθυντών. Παρά τη σαφή μαρτυρία που θεωρητικά θα απάλλασσε τη δημοσιογράφο από τη βάσανο μιας δίκης χωρίς ουσία, ο αρμόδιος εισαγγελέας αγνόησε τα στοιχεία και την παρέπεμψε σε δίκη. Ο μηνυτής τελικά απέσυρε την αναφορά του σε βάρος της δημοσιογράφου, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο εισαγγελέας που ανέλαβε σε προκαταρκτικό στάδιο να εξετάσει την υπόθεση δεν έκανε αυτό που απαιτεί ο ρόλος του.
Αλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό δημοσιογράφου ο οποίος μηνύθηκε επειδή έκανε αυτό που απαιτεί η εργασία του. Κάλεσε δηλαδή στο τηλέφωνο εμπλεκόμενη σε σοβαρή κακουργηματική υπόθεση για να ζητήσει την άποψή της επί του θέματος. Η γυναίκα ενοχλήθηκε από τα τηλεφωνήματα και κατέθεσε μήνυση, την οποία ανέλαβε να εξετάσει εισαγγελέας, η οποία μάλιστα σήμερα έχει προαχθεί. Οπως προκύπτει από στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή του το Documento, σε διαδοχικές καταθέσεις της στην αρμόδια εισαγγελία η μηνύτρια ισχυριζόταν διαφορετικά πράγματα και μπέρδευε ακόμη και τις ημερομηνίες κατά τις οποίες δέχτηκε τις κλήσεις του δημοσιογράφου. Παρά τις προφανείς αντιφάσεις στις καταθέσεις της και το γεγονός ότι αυτές καταρρίπτονταν από τις έγγραφες εξηγήσεις του δημοσιογράφου, η εισαγγελέας επέλεξε να τον παραπέμψει σε δίκη για το αδίκημα της… απειλής με ένα κατηγορητήριο απολύτως ασαφές που και πρωτοετής φοιτητής Νομικής θα το χαρακτήριζε με επιείκεια φαιδρό, αν όχι σκανδαλώδες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δημοσιογράφος βρέθηκε υπό τριετή δικαστική ομηρία λόγω αναβολών δίχως δική του υπαιτιότητα και τελικά δεν κατάφερε ούτε να υπερασπιστεί την αθωότητά του, αφού το αδίκημα που εμφανίζεται κατά την εισαγγελέα να είχε τελέσει παραγράφηκε υπό όρους. Μάλιστα, λόγω αυτής της παραγραφής δεν κατέστη καν εφικτό να αποσυρθεί η σε βάρος του μηνυτήρια αναφορά, όπως ζήτησε από το δικαστήριο η καταγγέλλουσα.
Ποινικολόγοι σχολιάζουν την απαράδεκτη εισαγγελική πρακτική
Τρεις έγκριτοι ποινικολόγοι, ο Παναγιώτης Χριστόπουλος, ο Γιάγκος Λαμπίρης και ο Βασίλης Μάρκου, σχολίασαν στο Documento την πρακτική πολλών –δυστυχώς– εισαγγελέων να μην εξετάζουν ως οφείλουν τις υποθέσεις που έρχονται στα χέρια τους και να παραπέμπουν αδιακρίτως δημοσιογράφους αλλά και γενικότερα πολίτες στα ακροατήρια, επιβαρύνοντας και τους ίδιους αλλά και τη Δικαιοσύνη, η οποία καλείται να εξετάζει υποθέσεις χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι’ αυτό.
Παναγιώτης Χριστόπουλος, δικηγόρος: «Ακριτη άσκηση ποινικών διώξεων»
Ο θεσμός της προκαταρκτικής εξέτασης δημιουργήθηκε για να αποφεύγεται η άκριτη άσκηση ποινικών διώξεων. Δυστυχώς, στην πρακτική της εφαρμογή παρατηρούμε καθημερινά να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Υποθέσεις για τις οποίες δεν υφίσταται καμιά ένδειξη ενοχής παραπέμπονται στα ακροατήρια των ποινικών δικαστηρίων. Ο λόγος νομίζω θα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι ενίοτε οι εισαγγελείς δεν έχουν το απαραίτητο σθένος για να θέσουν τις υποθέσεις στο αρχείο. Η συγκεκριμένη υπόθεση του Κώστα Βαξεβάνη αποτελεί χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, αφού μια υπόθεση στην οποία ήταν πρόδηλο ότι δεν συνέτρεχαν ούτε κατ’ ελάχιστον τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκαν ποινικές διώξεις οδηγήθηκε στο ακροατήριο.
Γιάγκος Λαμπίρης, δικηγόρος: «Το δικαίωμα του πολίτη στην πληροφόρηση»
Κατά το άρθρο 1 παράγραφος 2 του συντάγματος η λαϊκή κυριαρχία είναι θεμέλιο του πολιτεύματος. Προϋπόθεση της λαϊκής κυριαρχίας είναι η γνώση του πολίτη που προκύπτει από αντικειμενική πληροφόρηση – γι’ αυτό το δικαίωμα πληροφόρησης του πολίτη αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα. Σκοπός της δημοσιογραφίας είναι η παροχή στον λαό των πληροφοριών που χρειάζεται για να είναι και ελεύθερος και αυτοδιοικούμενος, ενώ θεμελιώδης ευθύνη του δημοσιογραφικού λειτουργήματος είναι ο έλεγχος της εξουσίας.
Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού η πρώτη υποχρέωση της δημοσιογραφίας είναι απέναντι στην αλήθεια, η πίστη στους πολίτες και η συνέπεια στη διασταύρωση της πληροφορίας. Κατά συνέπεια, όταν ο δημοσιογράφος τηρεί απαρέγκλιτα τις παραπάνω υποχρεώσεις κατά τον έλεγχο της εξουσίας είναι αδιανόητο για μια ευνομούμενη πολιτεία, στην οποία το κράτος δικαίου έχει δεσπόζουσα θέση, να ομιλούμε για παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου από δημοσιογράφους, αφού έτσι αλλοιώνεται το θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, που είναι η λαϊκή απαίτηση στο δικαίωμα πληροφόρησης.
Βασίλης Μάρκου, δικηγόρος: «Ο εισαγγελέας δεν είναι απλός διεκπεραιωτής»
Η αρχή της νομιμότητας που διέπει και τη λειτουργία ενός εισαγγελέα ενεργεί αφενός θετικά προς την κατεύθυνση της κίνησης της ποινικής δίωξης για να μη διαφεύγουν την ποινή οι αξιόποινοι δράστες, αφετέρου αρνητικά προς την κατεύθυνση της αρχειοθέτησης των αβάσιμων μηνύσεων ή της απόρριψης των αβάσιμων και ψευδών εγκλήσεων, με σκοπό κυρίως να μην ταλαιπωρούνται άδικα ή να μη συκοφαντούνται χωρίς το παραμικρό έρεισμα αυτοί που μηνύονται ή εγκαλούνται χωρίς κάποια βάσιμα στοιχεία, αλλά και να μην απασχολούνται χωρίς λόγο τα δικαστήρια.
Στη δικαστηριακή πρακτική το πραγματικό πρόβλημα εντοπίζεται μονομερώς στην απουσία λελογισμένης περιστολής της αθρόας άσκησης ποινικών διώξεων. Με άλλα λόγια, ασκούνται υπερβολικά πολλές διώξεις και αρχειοθετούνται εμφανώς λίγες καταγγελίες και όχι το αντίστροφο.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο εισαγγελέας είναι δικαστικός λειτουργός και όχι απλός διεκπεραιωτής ποινικών υποθέσεων με αρμοδιότητα την «τυπική» άσκηση της ποινικής δίωξης.
Αυτό σημαίνει ότι ελέγχει, «βασανίζει επιμελώς» και κυρίως κρίνει τις καταγγελίες. Επομένως δεν δικαιολογείται κάποια κεκτημένη επαγγελματική προδιάθεση για μαζικές ασκήσεις ποινικών διώξεων, όπως για παράδειγμα είναι και η περίπτωση παντελούς έλλειψης εγγράφου δημοσιευμένου σε τρίτους στο αδίκημα της παραβίασης του υπηρεσιακού απορρήτου. Στην περίπτωση αυτή τυχόν παραπομπή στο ακροατήριο παραβιάζει την ίδια τη γραμματική διατύπωση του συγκεκριμένου αδικήματος, δεν επιδέχεται ερμηνειών και μόνο περιπλοκή και ταλαιπωρία προκαλεί.
Επικαιροποίηση
Κατόπιν αίτησης του επιχειρηματία, Αριστείδη Φλώρου, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, και αποστολής των επικαλούμενων απ’ αυτόν αθωωτικών αποφάσεων, η παρούσα ανάρτηση επικαιροποιείται, σύμφωνα με τις Αρχές της ακρίβειας και της αναλογικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αιτούντος, ο οποίος αποτελεί ιδιαίτερα προβεβλημένο δημόσιο πρόσωπο, ως εξής:
- Ο Αριστείδης Φλώρος, διά της υπ’ αριθμ. 575/11-04-2024 αποφάσεως του Β΄ Ποινικού Τμήματος Διακοπών του Αρείου Πάγου, υπό την σύνθεση των Χρήστου Νάστα (Προεδρεύοντος Αρεοπαγίτη και παράλληλα Εισηγητή), Τριανταφύλλης Δρακοπούλου και Σταύρου Μάλαινου, και εκπροσωπούμενος από τους Δικηγόρους, Ανδρέα Γαβαλά και Ευσταθία Σαλμά, κρίθηκε αθώος των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, της λαθρεμπορίας και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για τις οποίες είχε καταδικαστεί αμετάκλητα με απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, απορριφθείσης αιτήσεως για αναίρεσή της. Το Β΄ Ποινικό Τμήμα Διακοπών του Αρείου Πάγου, προέβη σε επανάληψη της ποινικής διαδικασίας υπέρ του αμετάκλητα καταδικασθέντος, και έκρινε ότι αναδύθηκαν νέα γεγονότα που δεν ήταν γνωστά στους δικαστές που τον είχαν καταδικάσει αμετάκλητα, και συγκεκριμένα ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων και γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τόσο δε ουσιώδη και συντριπτικά που έκρινε ότι δεν απαιτείται καν η αποστολή της δικογραφίας στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών για νεότερη κρίση, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας.
- Ο Αριστείδης Φλώρος, διά της υπ’ αριθμ. 124, 177/02-05-2024 αποφάσεως του Α΄ Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, κρίθηκε αθώος της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως σε βάρος του Δικηγόρου, Γεώργιου Αντωνόπουλου, ο οποίος δήλωσε ότι ο αθωωθείς κατηγορούμενος δεν είχε καμία σχέση με την τέλεση του σε βάρος του εγκλήματος και ότι είχε παραπλανηθεί από αναφορές συγκατηγορουμένων του.
Το αίτημα του Αριστείδη Φλώρου, για διαγραφή των επικαλούμενων απ’ αυτών αναρτήσεων των ιστοσελίδων www.documentonews.gr και www.koutipandoras.gr, παρά την κατάθεση αγωγών και αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, δεν γίνεται δεκτό για τους εξής λόγους:
- Η υπόθεση για την οποία είχε καταδικαστεί αμετάκλητα ο κατηγορούμενος, γνωστή ως Energa-Hellas, αποτελεί μία υπόθεση δημοσίου ενδιαφέροντος και συμφέροντος, που απασχολεί ακόμη το αναγνωστικό κοινό, όπως άμα και κάθε έτερη υπόθεση στην οποία ενεπλάκη.
- Ο εν λόγω αθωωθείς κατηγορούμενος, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, εν συνεχεία καταδικάστηκε τελεσίδικα για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις, τις οποίες εξασφάλισε για την αποφυλάκισή του.
- Οι πληροφορίες που αφορούν στον αιτούντα, όπως αυτές έχουν επικαιροποιηθεί, είναι πλέον απολύτως ακριβείς και είναι αναγκαίες, καθόσον αφορούν στον επαγγελματικό του βίο και διαγωγή.
- Η επικαιροποίηση των αναρτήσεων είναι απολύτως αναλογική και πληροί τα κριτήρια του GDPR2016 και του Ν. 4624/2019.
- Τυχόν διαγραφή των αναρτήσεων παραβιάζει υπέρμετρα την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως όταν στην παρούσα υπόθεση έγινε επανάληψη της ποινικής δίκης υπέρ του συγκεκριμένου κατηγορουμένου, και κρίθηκε ότι ήταν εξαρχής αθώος πολύ σοβαρών αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες είχε κρατηθεί προσωρινά, είχε καταδικαστεί αμετάκλητα, και πλέον δικαιούται ακόμη και αποζημίωσης από το Ελληνικό Κράτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τυχόν ευθύνες δικαστικών λειτουργών.