Υπάρχουν δύο τρόποι να πάμε σε εκλογές. Ο ένας είναι αυτός που θέλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο άλλος αυτός που θα επιβάλει ο Αλέξης Τσίπρας. Η τακτική Μητσοτάκη περιλαμβάνει αυτά που τον βολεύουν. Θα προσπαθήσει να αποπολιτικοποιήσει τις εκλογές και να τις κρατήσει μακριά από την απολογία για τη διακυβέρνησή του. Δεν θα στηριχτεί απλώς στην επικοινωνία όπως προβλέπουν ίσως κάποιοι εμπειρικά. Με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει από όλα τα συστήματα τα οποία λειτουργούν και συλλέγουν πληροφορίες για το προφίλ του ψηφοφόρου θα απευθυνθεί στοχευμένα σε αυτούς που έχουν τα χαρακτηριστικά του εύπιστου. Η στόχευση αυτή δεν περιλαμβάνει ηλικιακά χαρακτηριστικά, στατιστικές αναλύσεις και γενικές προτιμήσεις αλλά βαθιά ανάλυση των χαρακτηριστικών και των διαθέσεων που έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Μιλάμε δηλαδή για ειδικούς αλγόριθμους με συστήματα τεχνητής νοημοσύνης που κάνουν τις μεθόδους του Cambridge Analytica να μοιάζουν πρωτόγονες.
Με τα δεδομένα που θα συγκεντρωθούν οι επικοινωνιολόγοι του Μητσοτάκη θα απευθυνθούν στο θυμικό, το υποσυνείδητο και στις προσμονές που έχει ο «εύπιστος» πολίτης, ο οποίος αποτελεί την κρίσιμη μάζα του εκλογικού σώματος, χωρίς το βάρος κάποιας πολιτικής προσέγγισης. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης θα αποφύγει να μιλήσει συγκεκριμένα και πολιτικά (δεν μπορεί άλλωστε) και θα γίνει μια μηχανή αναπαραγωγικής συνθημάτων και στερεοτύπων για τα οποία θα έχει αναλυθεί ότι έχουν πέραση. Είναι λίγο δύσκολο να ξαναγίνει μακεδονομάχος, αλλά μπορεί να φιλοτεχνηθεί το προφίλ του ειδικού και χαρβαρντιανού ο οποίος είναι ικανός να λύσει τα εθνικά θέματα γιατί συγκεντρώνει και την προτίμηση του ξένου παράγοντα. Ο Μητσοτάκης θεωρεί πως αν μη τι άλλο θα καταφέρει να εξασφαλίσει ένα νεύμα πέραν του Ατλαντικού ως αντίδωρο στην υποτακτική πολιτική του στο ουκρανικό.
Επικοινωνιακά θα ενεργοποιηθεί και το τετράπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια – Instagram, μέσα από το οποίο ο αποτυχημένος πρωθυπουργός θα επιχειρήσει να εμφανιστεί ως δικός μας άνθρωπος με πολλά likes. Μπροστά στην εκλογική μάχη ίσως τα μέσα ενημέρωσης (και ο ίδιος ο Μητσοτάκης) να θυμηθούν ξανά την κομψότητα της «πετυχημένης συζύγου» και να την επαναφέρουν από τα μετόπισθεν της λαϊκής αντιπάθειας μπροστά στις κάμερες, δημιουργώντας και πάλι την αχλή της αυτοκράτειρας της διπλανής πόρτας που πρέπει να την περιβάλλει.
Ο Μητσοτάκης θα μιλά με τα συνθήματα που θα του εφεύρουν και τις στατιστικές επιτυχίας που θα του κατασκευάσουν και οι μιντιάρχες (αν δεν τον έχουν προγράψει ως τότε) θα τα μετατρέψουν σε ανάγκη της χώρας. Ταυτόχρονα θα κάνουν και τη βρόμικη δουλειά. Την ώρα που θα μιλούν για την «τοξικότητα που δημιουργεί προεκλογικά η αντιπολίτευση» θα έχουν αναλάβει να κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για τις δέκα πληγές του φαραώ. Θα αναπαραγάγουν ως αναγκαίο καλό την αδωνοποίηση της πολιτικής ζωής και τη γελοιοποίηση των πολιτικών κανόνων.
Σε αυτή την προεκλογική τακτική ο Μητσοτάκης θα είναι ο καλός μπάτσος με τα στοιχεία της συνθηματικής ανωτερότητας και το μιντιακό σύστημα θα είναι ο μπάτσος-τιμωρός που είναι έτοιμος να φοβίσει και να ισοπεδώσει όποιον/α δώσει λάθος ψήφο.
Ο άλλος τρόπος για να πάμε σε εκλογές είναι αυτός που θα επιλέξει ο Αλέξης Τσίπρας. Επιτακτικός πολιτικά, επίμονος ουσιαστικά επικοινωνιακά και κυρίως οραματικός. Υπάρχει η πεποίθηση (και αυτό ισχύει και για τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ) ότι ο τομέας της οικονομίας είναι αυτός που κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα. Η αντίληψη αυτή είναι σε γενικές γραμμές σωστή και σε ό,τι αφορά τον Μητσοτάκη αποτελεί και τη γραμμή έκθεσής του. Η εκλογική κρίση όμως επί της οικονομίας δεν γίνεται μηχανικά στη βάση κάποιων υποσχέσεων. Αν συνέβαινε ευθύγραμμα κάτι τέτοιο, τότε το ΚΚΕ θα είχε μπροστά του μια λεωφόρο προς την εξουσία, αφού είναι το κόμμα που πλειοδοτεί στη διατύπωση φιλεργατικών θέσεων και στις οικονομικές παροχές. Οι πολίτες περιμένουν να εμπιστευτούν αυτόν που υπόσχεται ό,τι υπόσχεται.
Για να επέλθει η εμπιστοσύνη δεν αρκεί η ανακοίνωση οικονομικών μέτρων. Απαιτείται ταυτόχρονα η διαβεβαίωση ότι όσοι ανακοινώνουν και θέλουν τα μέτρα ανήκουν στις δυνάμεις εκείνες που θέλουν και μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα. Αν πρέπει να συμβουλευτούμε την Ιστορία (και είναι αναμφίβολα χρήσιμο κάτι τέτοιο), οι δυνάμεις της προόδου στην Ελλάδα κατάφεραν να γίνουν δυνάμεις πολιτικής τουλάχιστον εξουσίας όποτε συνδέθηκαν με οράματα και μεγάλες αλλαγές. Από την Εθνική Αντίσταση έως τις εμβληματικές κυβερνητικές αλλαγές το 1981 και το 2015, οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις νίκησαν όχι γιατί υπόσχονταν το κατιτίς παραπάνω, αλλά γιατί συνδέθηκαν με το όραμα και τις θεσμικές αλλαγές. Το 1981 η απαίτηση ήταν να καταργηθεί το κράτος της Δεξιάς και να υπάρξει κράτος δικαίου, ενώ το 2015 ο Αλέξης Τσίπρας πήρε την εξουσία οραματιζόμενος μια άλλη Ελλάδα, που δεν θα αποτελεί παρία και θύμα των παγκόσμιων εξελίξεων.
Σήμερα δεν αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να τάξει δέκα εκεί που ο Μητσοτάκης αφαίρεσε πέντε. Δεν φτάνει να μιλήσει γενικώς για τους πολίτες εκεί που η ΝΔ εννοεί τις ελίτ. Το 2023 δεν είναι 2019 ώστε να μιλούν οι Χειμάρες για αριστεία και οι Γεωργιάδηδες για επιχειρηματικότητα, αλλά αυτό αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί ούτε να λύσει προβλήματα με ένα νόμο και ένα άρθρο ούτε να προτάξει ως πολιτικό προσωπικό για την όποια επίλυση όσους κάνουν τρισάγια στην Αριστερά αντί να είναι γειωμένοι στην πραγματικότητα.
Για να νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να υποσχεθεί κυβερνητική εναλλαγή διανθισμένη με επιδόματα και οικονομικές απολαβές, αλλά πραγματική σχέση με την εξουσία που εγγυάται ότι θα αλλάξει το κράτος.
Ακρογωνιαίος λίθος αυτών των αλλαγών πρέπει να είναι η κάθαρση στη Δικαιοσύνη. Δεν είναι μόνο ότι το κράτος δικαίου και η δημοκρατία έχουν ισοπεδωθεί, δεν είναι ότι ο πολίτης περιμένει την αποκατάσταση των θεσμών, μαζί και της Δικαιοσύνης, είναι κυρίως ότι τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει στη χώρα αν υπάρχουν ατιμωρησία και σιωπηλή ανοχή.
Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ούτε να προσβλέπει στην πολιτική ή εξ ανάγκης πολιτική μεταστροφή των Ντογιάκων ούτε στη γνωστή μεταπήδηση των ποντικών που φεύγουν από το καράβι για να πάνε σε άλλο καράβι. Η δημοκρατία δεν δημιουργεί συσχετισμούς με αθροίσματα ποντικών αλλά με βαθιές πράξεις αλλαγών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να υπονοεί αλλαγές στη Δικαιοσύνη αλλά να τις φωνάζει στον δημόσιο διάλογο και να τις απαιτεί. Κυρίως δεν πρέπει να έρχεται σε συνδιαλλαγές που αντικαθιστούν και ξεγελούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Καμιά αλλαγή δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν λυθεί το θέμα της Δικαιοσύνης και της λογοδοσίας. Η οικονομία θα συνεχίσει να καταρρέει γιατί το χρήμα θα πηγαίνει στη μαύρη τρύπα της ατιμώρητης διαφθοράς και οι κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές θα ακυρώνονται από τα κονκλάβια μιας προβληματικής Δικαιοσύνης, που γνωμοδοτεί περί αντισυνταγματικών νόμων και παρεμβάσεων στο έργο της.
Στο θέμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε συνεχή και μάλιστα προκαταβολική απολογία. Αντί να εξαγγείλει αλλαγές και εξυγίανση, αντί να προκαλέσει δημόσιο διάλογο για το πρόβλημα, αντί να απευθυνθεί στις υγιείς δυνάμεις στη Δικαιοσύνη, σιωπά για να μην κατηγορηθεί ότι παρεμβαίνει στο έργο της. Η απάντηση όμως βρίσκεται στο ίδιο το σύνθημά του: «Δικαιοσύνη παντού». Αλλά κυρίως στην ίδια τη Δικαιοσύνη.