Η στήριξη της χώρας έναντι των τουρκικών προκλήσεων σε συνδυασμό με το «άνοιγμα» σοβαρών θεμάτων όπως για παράδειγμα οι έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ και η μετάθεση των όποιων ευθυνών για τη μη επίλυση του ονοματολογικού στην πΓΔΜ και όχι στην Ελλάδα όπως γινόταν εδώ και πολλά χρόνια παραμένουν οι πρώτη στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Κυβέρνησης.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων η Ελληνική διπλωματία και το Μαξίμου δούλεψαν και δουλεύουν εδώ και καιρό με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να αξιοποιεί αφενός την πολιτική «ανοιχτών« διαύλων επικοινωνίας (επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα) αφετέρου την πολυδιάστατη εξωτερικών πολιτική (βλέπε στάση απέναντι στη Μόσχα).
Στην στήριξη της χώρας ο πρωθυπουργός είδε προχθές για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες το κείμενο συμπερασμάτων των Ευρωπαίων ηγετών να υιοθετεί σκληρή στάση απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα στην Κυπριακή ΑΟΖ και στο θέμα των δύο Ελλήνων αξιωματικών.
Μάλιστα για την αναφορά στην κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών χρειάστηκε να παιχτεί ένα διπλωματικό παρασκήνιο το οποίο ξεκίνησε το πρωί της Πέμπτης με την τηλεφωνική επικοινωνία του κ. Τσίπρα με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο τελευταίος τηλεφώνησε στον Έλληνα πρωθυπουργό, λίγο πριν το φορτισμένο Συμβούλιο Κορυφής (εξαιτίας της υπόθεσης Σκριπάλ), προκειμένου να τον ενημερώσει για το περιεχόμενο της επικοινωνίας του με τον Ντόναλντ Τραμπ την προηγούμενη ημέρα. Μια επικοινωνία με πυρήνα την πρωτοβουλία του Αμερικανού Προέδρου να ξεκινήσει διάλογο με τη Μόσχα για την παγκόσμια ασφάλεια και τον έλεγχο της ισορροπίας των εξοπλισμών με επίκεντρο της Β. Κορέα, την Ουκρανία και τη Συρία.
Αυτή ακριβώς η πρωτοβουλία έδωσε την αφορμή στον Έλληνα πρωθυπουργού να αναρωτηθεί στη Σύνοδο Κορυφής πώς είναι δυνατόν οι ΗΠΑ να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες διαλόγου με τη Ρωσία για την παγκόσμια ασφάλεια και εμείς ως Ε.Ε. να παρασυρόμαστε σε τροχιά ψυχροπολεμικής κλιμάκωσης με αφορμή την υπόθεση Σκριπάλ.
Λίγο μετά ο Έλληνας πρωθυπουργός μαζί με τους Πρωθυπουργούς της Ιταλίας και της Αυστρίας, μπλοκάρισε την επί το σκληρότερο αλλαγή του λεκτικού της απόφασης που ζητούσε η Τερέζα Μέι για τη Ρωσία.
Το αδιέξοδο αποφεύχθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή όταν ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι δεν θα διασπάσει την ενότητα της Ε.Ε αλλά αναμένει το ίδιο να συμβεί και με το επόμενο θέμα που δεν ήταν άλλο από την τουρκική προκλητικότητα και την συνεχιζόμενη κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών.
Στη Βιέννη το επόμενο ραντεβού Ελλάδος – πΓΔΜ
Στο θέμα της ονοματοδοσίας της πΓΔΜ η απόφαση της Αθήνας να δρομολογήσει τις όποιες προοπτικής επίλυσης δεχόμενη μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και η στάση των εθνικιστών του VMRO που μπλοκάρουν κάθε συνταγματική αλλαγή στη γειτονική χώρα έχει για πρώτη φορά από τότε που «άνοιξε» το θέμα μεταφέρει την πίεση στην πλευρά της γειτονικής χώρας.
Πολλώ δε μάλλον που η πΓΔΜ είναι εκείνη που «καίγεται» στην κυριολεξία τόσο για την ένταξή της στις δομές του ΝΑΤΟ όσο και για την απρόσκοπτη συνέχιση της ενταξιακής της πορείας στην Ε.Ε.
Το σίγουρο είναι πως όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των συνομιλιών, υπό τον Μάθιου Νίμιτς, στη Βιέννη την προσεχή εβδομάδα, τον ερχόμενο Ιούλιο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ η Ελλάδα δεν θα είναι εκείνη που θα βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο στο άτυπο μπρα ντε φερ που θα ξεκινήσει σε περίπτωση ναυαγίου. ΚΙ αυτό είναι μια νίκη της Ελληνικής διπλωματίας απόρροια μιας «δύσκολης» και αντιδημοφιλούς πολιτικής επιλογής στο εσωτερικό της χώρας σε συνδυασμό και με την επαμφοτερίζουσα στάση της ΝΔ η οποία δεν απέφυγε τον πειρασμό να κλείσει το μάτι στο δεξιό – ακροδεξιό της ακροατήριο.