«Γεύση» από το 2030 πήρε το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής το 2019 στη διάρκεια του οποίου, και συγκεκριμένα σε δύο ξεχωριστές χρονικές στιγμές οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κάλυψαν σχεδόν τη μισή ημερήσια ζήτηση ρεύματος.
Πρόκειται για την 21η Μαρτίου όταν – σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, ΑΔΜΗΕ – οι ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά) κάλυψαν το 42% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ αν περιληφθούν και τα υδροηλεκτρικά το ποσοστό της «πράσινης» ενέργειας ανεβαίνει στο 45%. Αντίστοιχη – και ελαφρώς καλύτερη στο σύνολο – ήταν η εικόνα και στις 22 Δεκεμβρίου, όταν ο ήλιος και ο άνεμος κάλυψαν το 40% της ζήτησης, ποσοστό που μαζί με τα υδροηλεκτρικά ανεβαίνει στο 47%. Πρακτικά η μισή κατανάλωση ρεύματος της ημέρας προήλθε από ανανεώσιμες πηγές, χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου και χωρίς δαπάνη για εισαγωγές καυσίμων.
Ο στόχος του 2030
Σημειώνεται ότι ο στόχος που έχει τεθεί για το 2030 με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές θα καλύπτουν τότε το 61% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και το 35% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στη χώρα σε όλους τους τομείς (μεταφορές, βιομηχανία, θέρμανση, κ.α.). Στο μεταξύ, το αργότερο ως το 2028 θα έχουν αποσυρθεί όλες οι λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ και η συνεισφορά τους στην κάλυψη της ζήτησης ρεύματος προβλέπεται να καλυφθεί από περισσότερες ανανεώσιμες πηγές και από μονάδες φυσικού αερίου οι οποίες εκπέμπουν σημαντικά μικρότερες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τον λιγνίτη.
Η επίτευξη του στόχου για το 2030 προϋποθέτει περίπου διπλασιασμό της ισχύος μονάδων ΑΠΕ στη χώρα, από το επίπεδο των 10 γιγαβάτ εφέτος, στα 18,9 γιγαβάτ το 2030.
Σημειώνεται ότι το 2019 οι «πράσινες» μονάδες παραγωγής ρεύματος, περιλαμβανομένων των υδροηλεκτρικών, κάλυψαν το 30% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο – εκτός νησιών – σύστημα (24% αιολικά και φωτοβολταϊκά, περιλαμβάνονται και οι μικρές μονάδες που συνδέονται στο δίκτυο διανομής και 6% τα νερά). Το υπόλοιπο καλύφθηκε κατά 31% από μονάδες φυσικού αερίου, 20% από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και 19% από εισαγωγές.