Οι δωροφάγοι και η ερευνητική δημοσιογραφία

Ο Ησίοδος, στο έργο του «Έργα και Ημέραι», αναφέρει διάφορα ηθικά διδάγματα και συμβουλές που εξασφαλίζουν τόσο την επιτυχία όσο και την ευτυχία στη ζωή. Ο λόγος όμως που οδήγησε τον Ησίοδο να γράψει το πρώτο διδακτικό έργο στην ιστορία, αφορούσε μια άδικη απόφαση κάποιων δικαστών, όταν εκείνοι κλήθηκαν να αποφασίσουν για τη δίκαιη μοιρασιά της περιουσίας που κληρονόμησε ο ίδιος και ο αδερφός του Πέρσης. Σε κάποιο σημείο, ο αρχαίος Έλληνας ποιητής από τη Βοιωτία, αναφέρει και την αφορμή της συγγραφής του έργου, χαρακτηρίζοντας τους δικαστές «δωροφάγους», δηλαδή άπληστους στα δώρα και στο χρηματισμό. Κατηγορεί τους δικαστές, πως η απόφασή τους δεν ήταν αποτέλεσμα κρίσης και απόδοσης δίκαιης λύσης αλλά χρηματισμού. Με άλλα λόγια, όσο η αδικία κατατρώγει τον ποιητή τόσο κατανοούμε και εμείς σήμερα πως η διαφθορά, η ευτέλεια και τα ταπεινά κίνητρα των ανθρώπων της εξουσίας, συνοδεύουν την απέραντη ανθρώπινη πορεία στο χρόνο και χαρακτηρίζουν πολλές εκφάνσεις της ιστορίας και του πολιτισμού. Πίσω από κάθε «μεγαλείο» κρύβεται και μια πράξη διαφθοράς. Πίσω από κάθε μορφή εξουσίας κρύβεται τουλάχιστον μια πράξη αδικίας. Εξάλλου, δεν μπορεί να υπάρξει εξουσία που να παράγει και να εξασφαλίζει μια απόλυτη και διαρκή ηθική, που να αφορά πρώτιστα την ίδια και εν συνεχεία αυτή να διαχέεται στην κοινωνία. Δεν είναι στη φύση της εξουσίας η δικαιοσύνη και δεν είναι στη φύση της δικαιοσύνης το απόλυτα ηθικό. Όπως θα μας πει και ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, η φύση της δικαιοσύνης είναι η τήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ του καλύτερου και του χειρότερου, επί τη βάσει κανόνων και νόμων που έχουν συμφωνηθεί.

Για αιώνες οι κοινωνίες βρίσκονταν μετέωρες και ήλπιζαν στην προαίρεση της κάθε εξουσίας να διατηρήσει αυτή την ισορροπία. Βασιλιάδες, αυτοκράτορες, τύραννοι και κάθε λογής διεφθαρμένη ολιγαρχία, διατηρούσαν τα προνόμια και την εξουσία τους χωρίς κανέναν έλεγχο, μέσα σε ένα περιβάλλον αυθαιρεσίας και εκφυλισμού. Με την εμφάνιση και εξάπλωση όμως του φιλελευθερισμού, από τον 17αι και τη διαμόρφωσή του για τους επόμενους δύο αιώνες, ο έλεγχος της εξουσίας θα μετουσιωθεί σε αυτό που ονομάστηκε δημοσιογραφία και μάλιστα σε ερευνητική δημοσιογραφία. Αυτό, πέρα από ιδεολογικούς είχε και πρακτικούς σκοπούς, οι οποίοι εξασφάλιζαν την ενημέρωση των πολιτών, υπηρετώντας μια αλήθεια μακριά από την «αλήθεια» που περνούσε μέσα από τους διαύλους της εξουσίας και που αποτελούσε ελεγχόμενο εργαλείο ενός διαπλεκόμενου και διεφθαρμένου συστήματος. Χρειάζονταν όμως γερά νεύρα και ατσάλινη θέληση να βρεθεί κάποιος απέναντι σε ένα καλά οργανωμένο και ιστορικά θεμελιωμένο σύστημα εξουσίας. 

Η πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση ερευνητικής δημοσιογραφίας είναι αυτή της Ελίζαμπεθ Τζέην Κόχραν (1864 – 1922), η οποία έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο Νέλι Μπλάι. Η συνήθης πρακτική για τις γυναίκες δημοσιογράφους και αρθρογράφους της εποχής ήταν η ενασχόλησή τους με παραδοσιακά θέματα, που αφορούσαν κυρίως το νοικοκυριό, την κηπουρική, το κουτσομπολιό και γενικά καθημερινές ασχολίες. Η Νέλι Μπλάι όμως, ούσα φεμινίστρια και μάλιστα με έντονη κοινωνική ευαισθησία, ασχολήθηκε με τις κοινωνικές ανισότητες και κυρίως με τη θέση των γυναικών, οι οποίες εξαναγκάζονταν να εργάζονται σκληρά για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους.

Παρακολουθούσε τις άθλιες συνθήκες εργασίας και δεν δίσταζε, μέσα από την αρθρογραφία της, να εξαπολύει μύδρους εναντίον των βιομηχάνων και κάθε λογής καταπιεστή. Μάλιστα, τα άρθρα της για τις κακές συνθήκες εργασίας των γυναικών και την εκμετάλλευση των παιδιών στις βιομηχανίες εμφιάλωσης στο Pittsburgh, ήταν τόσο καταγγελτικά, που οδήγησε μία από αυτές να απειλήσει πως θα αποσύρει τη διαφήμιση από την εφημερίδα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εφημερίδα να ζητήσει από την Μπλάι να πάψει να ασχολείται με τέτοια θέματα και να ασχοληθεί με τη συγγραφή άρθρων για την κηπουρική. Η Μπλάι αρνήθηκε και υπέβαλε την παραίτησή της. Επόμενος σταθμός της το Μεξικό, όπου πήγε ως ανταποκρίτρια της Pittsburgh Dispatch. Η ανταπόκριση της Μπλάι ήταν κόλαφος για την καθημερινότητα, δίνοντας έμφαση στη φτώχεια, την ανέχεια και τη συσσωρευμένη διαφθορά. Στο Μεξικό θα μείνει για περίπου έξι μήνες, καταγράφοντας και ασκώντας κριτική στην αυταρχική κυβέρνηση Πορφίριο Ντίαζ. Μάλιστα, όταν άσκησε δριμεία κριτική στην μεξικανική κυβέρνηση για την φυλάκιση ενός μεξικανού δημοσιογράφου, της ζητήθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, απειλώντας και την ίδια με φυλάκιση.

Φυσικά, με την επιστροφή της στις ΗΠΑ, τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκολα. Τόσο το γεγονός ότι ήταν γυναίκα όσο και ο μαχητικός της χαρακτήρας ήταν αρκετά, ώστε να μην μπορεί να εργαστεί στις τοπικές εφημερίδες της Νέας Υόρκης. Τελικά, μετά από πολλές δυσκολίες, βρήκε εργασία συνεργάτη στη New York World, η οποία ανήκε στον γνωστό Τζόζεφ Πούλιτζερ. Πρώτη αποστολή της, ως ερευνήτρια δημοσιογράφος, ήταν το ίδρυμα New York City Lunatic Asylum. Δουλειά της ήταν να διερευνήσει τις συνθήκες διαβίωσης των ψυχικά ασθενών. Εισήχθη στο ψυχιατρείο ως τρόφιμος και κατέγραψε τη σκληρότητα και βαναυσότητα του προσωπικού και τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν σε βάρος κυρίως των γυναικών τροφίμων. Η έρευνά της δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 1887 και αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες δημοσιογραφικές επιτυχίες της New York World. Επίσης, η έρευνα άρχισε να αναδημοσιεύεται σε όλα σχεδόν τα έντυπα, πράγμα που προκάλεσε και την παρέμβαση του εισαγγελέα. Έτσι, η ερευνητική δημοσιογραφία άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, καθιερώνοντας το δημοσιογραφικό λειτούργημα ως τον ακρογωνιαίο λίθο ελέγχου της κάθε εξουσίας και απαραίτητο εργαλείο αποκάλυψης της αλήθειας. 

Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1950 η διαφθορά της εξουσίας και ο έλεγχος από τα ΜΜΕ ήταν λίγο ως πολύ διακριτός και σε κάποιο επίπεδο προβλέψιμος και στοχευμένος. Η οριζόντια διάταξη της διαφθοράς ήταν και ο λόγος που εύκολα μπορούσε κάποιος ερευνητής δημοσιογράφος να εντοπίσει την πηγή του κακού. Με την άνοδο όμως της σοσιαλδημοκρατίας τα πράγματα χειροτέρεψαν. Η ανικανότητά της να αλλάξει ουσιαστικά το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, εξαλείφοντας ή έστω περιορίζοντας τη διαφθορά, μεταβάλλοντας τη νοοτροπία της εξουσίας μέσα από μεταρρυθμίσεις, καθετοποιεί τη διαφθορά και τη διαχέει σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, πολιτικά πρόσωπα και πολιτευτές, δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, νομάρχες (περιφερειάρχες), κοινοτάρχες, δημόσιοι/επαρχιακοί λειτουργοί και σύμβουλοι, δικαστές, εισαγγελείς, ανακριτές, αστυνομικοί, υψηλά και χαμηλά στελέχη υπηρεσιών, κομματικά μέλη, τοπικές οργανώσεις, ακόμη και λαϊκοί σύλλογοι και σωματεία και γενικά κάθε τομέας με δημόσια παρουσία και επιρροή, αποτελούν εν δυνάμει εστίες διαφθοράς και διαπλοκής. Δηλαδή, διαμορφώνεται για πάνω από επτά δεκαετίες ένα οικοσύστημα διαφθοράς και διαπλοκής, που μολύνει και ρυπαίνει κάθε έκφανση της δημόσιας ζωής και με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην παρακμή της πολιτείας και την εξαθλίωση της κοινωνίας.

Η Ελλάδα φυσικά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η έπαρση και η αλαζονεία του διαφθορέα μπορεί να περιορίστηκε στην φράση «όλοι μαζί τα φάγαμε», ενώ η αλήθεια ήταν πως το ΠΑΣΟΚ διέφθειρε ό,τι και όποιον μπορούσε να διαφθαρεί, στην προσπάθειά του να καθετοποιήσει τη διαφθορά. Και τα κατάφερνε όσο η Ελλάδα αγόραζε φτηνό χρήμα. Από τη στιγμή όμως που αποφασίστηκε πως η χώρα θα μπει στο ευρώ άρχισε η ληστεία του αιώνα. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μπαίνουν σε ένα ράλι διασπάθισης δημοσίου χρήματος, δωροδοκιών, μίζας και αρπαχτής και προσπαθούν να απαλλαγούν από την καθετοποιημένη διαφθορά. Η ισορροπία μεταξύ του καλύτερου και του χειρότερου διαρρηγνύεται ή ελέω δικαιοσύνης και καταχρεωμένων ΜΜΕ… θολώνεται. Η μόνη λύση για ένα σύστημα σε αποδρομή είναι οι τρόποι του υποκόσμου, οι οποίοι κυριεύουν τον πολιτικό βίο.

Η κυβέρνηση, έχοντας στη διάθεσή της δωροφάγους δημοσιογράφους και δικαστικούς, λεηλατεί, όχι μόνο το κράτος, αλλά κυρίως τη λογική και κάθε έννοια ισορροπίας που θεμελίωσε τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Όταν π.χ. γίνονται οι αποκαλύψεις από τον Κώστα Βαξεβάνη και την Γιάννα Παπαδάκου για το σκάνδαλο Novartis δεν αναλαμβάνει το κράτος να υπερασπιστεί την «αλήθεια» του αλλά το παρακράτος, για να «συμμορφώσει» την ερευνητική δημοσιογραφία. Η δικαιοσύνη πάλλεται στο ρυθμό της μετάλλαξης της πολιτικής παρακμής που ενστάλαξε η παρούσα κυβέρνηση και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, ως ταπεινοί κόλακες, επικοινωνούν την ποταπότητα, ωραιοποιώντας τα κατώτερα ένστικτα και τη χαμηλού επιπέδου «κανονικότητα».

ΥΓ. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως η λειτουργία μιας πολιτείας είναι ανάλογη με το μέγεθος της διαφθοράς που επικρατεί σε μια κοινωνία. Όταν σε μια χώρα δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων υπάρχει ουσιαστικά μόνο το Documento που ασκεί ερευνητική δημοσιογραφία –και μάλιστα διώκεται γι’ αυτό– τότε η παρακμή έχει ξεπεράσει τα επιτρεπτά όρια, που προσδιορίζουν μια πολιτεία ικανή να αντέξει στο χρόνο. Με άλλα λόγια… μια τέτοια πολιτεία δεν θα λειτουργεί για πολύ.   

Πηγή: Koutipandoras.gr

Ετικέτες