Η ταξική πάλη και η καταστολή έχουν και αυτές τις εξελίξεις τους. Ηδη από τον καιρό της «χρονιάς των επαναστάσεων» του 1848 και της Κοµµούνας του 1870 ο Ενγκελς έκρινε ότι τα οδοφράγµατα, που ήταν σε βασική χρήση τότε, ήταν ατελέσφορα µέσα και έβλεπε ότι µόνο οι µαζικές εκδηλώσεις ήταν αποτελεσµατικές, τόσο βραχυπρόθεσµα για διάφορα κοινωνικά προβλήµατα όσο και µακροπρόθεσµα –αλλά εκεί χρειαζόταν και σοβαρή επιτελική προετοιµασία– για καθεστωτικές ανατροπές.
Με τα γεγονότα των τελευταίων ετών θυµάται κανείς την καταστολή στη δεκαετία του ’60, που ήταν αρκετά διαφορετική από τη µεταγενέστερη – ιδίως µετά τον Μάη του ’68 για την Ευρώπη και την εθνοσωτήριο του ’67 και µετά για την Ελλάδα.
Σε εκείνες τις διαδηλώσεις οι αστυνοµικοί ήταν κουστουµαρισµένοι µε γραβάτα και το µόνο επιθετικό όπλο που είχαν ήταν το ξύλινο κλοµπ. Στις γραµµές επαφής το κλοµπ δούλευε και χτύπαγε αρκετά ώστε να προκαλέσει ακόµη και διάσειση. Οµως ήταν αρκετά κοντό (40 εκ.) και για να πέσει ξύλο σχεδόν έπρεπε να ήταν σε επαφή οι γραµµές αστυνοµικών και διαδηλωτών.
Στην αρχή η αντιπαράθεση ήταν λεκτική. Αν δεν διαλύονταν οι διαδηλωτές, τότε ερχόταν η «εντολή» για βίαιη αντιµετώπιση, αυτό όµως το βλέπαµε: άρχιζαν και ξήλωναν οι αστυνοµικοί τους διακριτικούς αριθµούς τους από το πέτο τους και αυτό σήµαινε πρόσθετη και παράνοµη βία, οπότε βάζαµε σε εφαρµογή το σχέδιο Β: αν π.χ. ήµασταν στην πανεπιστηµιακή λέσχη, η «εντολή» ήταν «διαλυόµαστε, επανασυγκέντρωση στα Προπύλαια». Κάποτε όταν είχαν προληπτικώς αποκλειστεί οι χώροι µας η επανασύνταξη γινόταν στην πλατεία ∆ηµαρχείου ή αλλού, ανάλογα. Κάποτε φοιτητές (µάλλον ηλεκτρολόγοι;) είχαν πιάσει µε τα τρανζιστοράκια της εποχής τις συχνότητες της αστυνοµίας και για λίγο διάστηµα µαθαίναµε τις εντολές τους, αλλά το πήραν νωρίς είδηση και εκσυγχρόνισαν τις επικοινωνίες τους!
Στις µαχητικές διαδηλώσεις των οικοδόµων οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, ξηλώνονταν και πλάκες πεζοδροµίου, σπάζαν στα τέσσερα πέντε κοµµάτια και έπεφταν βροχή στο αντίπαλο στρατόπεδο. Στις φοιτητικές το όπλο ήταν τα νεράντζια και όταν επέκειτο διαδήλωση ειδικά συνεργεία του δήµου… µάζευαν τα νεράντζια από τις νεραντζιές! Θυµάµαι µια γελοιογραφία της εποχής (Μητρόπουλου ή ΚΥΡ;) µε έναν αστυνοµικό µε τις τσέπες γεµάτες νεράντζια που έλεγε «τα πάω στη γυναίκα µου για µαρµελάδα!».
Μετά τον Μάη του ’68 στην Ευρώπη (πρέπει να έπεσε διακρατική… οδηγία!) οι δυνάµεις καταστολής εκσυγχρονίστηκαν δραµατικά: ειδικές στολές, αλεξίσφαιρες και µε «προστατευτική γέµιση», µπότες και αρβύλες, επιγονατίδες, κράνη, ασπίδες, αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, κλοµπ µεγάλου µήκους (70 εκ.), ακόµη και πυροβόλα όπλα, αύρες µε νερό ή χηµικά. Το 1960 η αστυνοµία επιστράτευε την πυροσβεστική για ρίψεις νερού, τότε όµως τα πράγµατα είχαν αγριέψει… Ταυτόχρονα, η καταστολή αναδιοργανώθηκε µε την ίδρυση των ΜΑΤ, των ΜΕΑ (1976-78), και αργότερα των ∆ΙΑΣ και τώρα την πανεπιστηµιακή αστυνοµία της Κεραµέως κ.ά. Το σλόγκαν εκείνης της εποχής (κυβερνούσε η Ν∆) ήταν η παράφραση του εκλογικού συνθήµατός της: οι διαδηλωτές φώναζαν «µε ΜΑΤ και ΜΕΑ, για µια Ελλάδα νέα». Επί Ανδρέα επικεφαλής των δυνάµεων καταστολής, «αττικάρχης», ήταν ο προσωπικός φίλος του Ανδρέα, ο γνωστός Νίκων Αρκουδέας, που πριν δώσει εντολή για ξύλο συζητούσε ο ίδιος στην πρώτη γραµµή µε τους αντιπάλους και το σλόγκαν ήταν «αλλαγή δεν γίνεται χωρίς τον Αρκουδέα, αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι µια ιδέα!». Ετσι, είχαµε πλέον και θύµατα, σοβαρούς τραυµατισµούς, ακόµη και φόνους διαδηλωτών, σε όλη τη µεταπολίτευση και µετά.