Δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ως άτομο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι συντηρητικός άνθρωπος – τίποτε στις προσωπικές του επιλογές, όσες γνωρίζουμε, δεν φανερώνει κάτι τέτοιο. Έχουμε όμως πολλούς λόγους να υποθέσουμε πως ως πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ενισχύσει και θα καλλιεργήσει ποικιλότροπα τον συντηρητισμό.
Τούτο διότι ο νεοφιλελεύθερος έχει απόλυτη ανάγκη τον συντηρητικό όσο και αν τον αντιπαθεί, όσο και αν τον απεχθάνεται. Όταν επιλέγεις να τροχιοδρομήσεις την οικονομία σε νεοφιλελεύθερες ράγες κι όταν αυτό το κάνεις ύστερα από μια δεκαετία αναγκαστικών πολιτικών λιτότητας, δεν σου μένουν πολλά εργαλεία για να διατηρήσεις τη συνοχή μιας ήδη αποδιοργανωμένης κοινωνίας.
Έχεις άλλωστε στιγματίσει ευθύς εξαρχής ως εμπόδιο στην ανάπτυξη τη μόνη δοκιμασμένη και λειτουργική εναλλακτική λύση: τις κοινωνικές πολιτικές, που σώζουν τους αδύναμους από την εξαθλίωση, που περιορίζουν την εγκληματικότητα και λιγοστεύουν τις κοινωνικές συγκρούσεις. Μπορείς, βέβαια, αντ’ αυτών να αυξήσεις την καταστολή προβάλλοντάς την ως κρατική μέριμνα για την ασφάλεια των φιλήσυχων και φιλοπρόοδων πολιτών. Και θα την αυξήσεις αλλά με μέτρο, διότι γνωρίζεις πως η καταστολή έχει κι αυτή τα όριά της, εφόσον υπάρχει κίνδυνος να διογκώσει εκείνο που φιλοδοξεί να απομειώσει.
Σχεδόν αναγκαστικά λοιπόν ξεθάβεις και ξεσκονίζεις το αραχνιασμένο τρίπτυχο Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια. Φυσικά μαζί με την ιδεολογία θα φορτωθείς εκών άκων και τους φορείς της. Και πρώτα πρώτα την εκκλησία: θα υποδεχθείς πρώτον από τους πρώτους στο Μαξίμου τον προκαθήμενό της και θα δεσμευτείς πως δεν θα αγγίξεις τα άρθρα του συντάγματος που υποβαστάζουν το προνομιακό της καθεστώς. Και, βέβαια, θα διασφαλίσεις όσα αφορούν τα υλικά και συμβολικά της συμφέροντα: την εκκλησιαστική περιουσία, τα μισθολογικά και ασφαλιστικά των ιερέων, τα θρησκευτικά ως μάθημα ομολογιακό αντί θρησκειολογικό.
Όντας φιλελεύθερος θα ενοχληθείς αναμφίβολα, μα θα προσπεράσεις τελικώς ως ακίνδυνη (καθότι γραφική) την πρωτοβουλία του θεσμικού και ιδεολογικού σου εταίρου να καθιερώσει «ημέρα του αγέννητου παιδιού» – ελπίζοντας, βέβαια, πως θ’ αρκεστεί στα συμβολικά και δεν θα απαιτήσει αύριο την ποινικοποίηση των εκτρώσεων και μεθαύριο κάποια ευρεία αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου. Μαζί με την εκκλησία θα φορτωθείς (έχεις ήδη φορτωθεί) και τους κατ’ επάγγελμα πατριώτες.
Ευτυχώς οι πολιτικοί σου αντίπαλοι ήρθησαν στο ύψος των περιστάσεων και έδωσαν την πρέπουσα λύση στο πιεστικό μακεδονικό – τυχόν μετακύλισή του στην ευθύνη σου θα διέλυε την εύθραυστη ενότητα της παράταξής σου. Μένει η εορταστική, η ανέξοδη (αλλά ίσως και προσοδοφόρα) εθνική ρητορική. Θα αξιοποιήσεις την επικείμενη επέτειο των διακοσίων ετών από την επανάσταση για την «ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του ελληνικού κράτους».
Γνωρίζεις ασφαλώς πως αν τέτοιες φράσεις φαντάζουν κάπως παράταιρες και αναχρονιστικές, είναι διότι πράγματι αναπαράγουν την εθνικιστική ρητορική που κυριάρχησε στα τέλη του 19ου αιώνα, πως αντιθέτως σήμερα οι πολλαπλές αναγνώσεις του εθνικού εαυτού συνιστούν πλούτο και όχι κίνδυνο, πως οι ιστορικές σπουδές έχουν από τη μεταπολίτευση και ύστερα οριστικά αποστρατευτεί, πως δεσμεύονται πλέον μόνο από τα μεθοδολογικά τους εργαλεία και από τα θεωρητικά τους σχήματα – και ως φιλελεύθερος δεν ταιριάζει, βέβαια, να τις ποδηγετήσεις διά της εξουσίας και του χρήματος. Τα γνωρίζεις όλα τούτα, το πιστοποιούν οι καλές σου σπουδές στην πολυπολιτισμική Δύση και οι διαρκείς σου αναφορές στην καινοτομία, την πρόοδο και την αριστεία, μα δεσμεύεσαι από τις δυνάμεις που σε ανέβασαν στην κορυφή και, ατυχώς, από την ιδεολογική γύμνια της κεντρικής σου στόχευσης.
Διότι θα ήθελες, ασφαλώς, να ανοίξεις τις λεωφόρους των αγορών με όπλα νεωτερικά, δίχως να καταφύγεις στην πατριδοκαπηλία και τη θρησκοληψία, στον κοινωνικό συντηρητισμό που τόσο απεχθάνεσαι. Μα γνωρίζεις πως οι λαμπερές αγορές του μέλλοντος που τόσο σε συναρπάζουν αφήνουν τους πολλούς αδιάφορους. Κι εσύ τα δέχεσαι με απελπισία αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
*Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής του μεταπτυχιακού Δημόσια Ιστορία του ΕΑΠ