Οι Γερμανοί ανανέωσαν τους όρκους πίστης και αφοσίωσης με το κοινό τους σε έναν ολοκαίνουριο χώρο και αποθεώθηκαν τρις, με αποκορύφωμα μια συναυλία που καλύτερα να μην είχε γίνει ποτέ.
Φωτογραφίες: Παύλος Μαυρίδης
Αν τον Ιούλιο του 2022 φεύγοντας από την Πλατεία Νερού κάποιος έλεγε ότι οι Blind Guardian θα επέστρεφαν μόλις 15 μήνες μετά και θα πουλούσαν τουλάχιστον 6.000 εισιτήρια σε τέσσερα βράδια, τρία εκ των οποίων θα γίνονταν sold out, το πιθανότερο είναι να τον περνούσαμε για τρελό. Γιατί όσο δυνατή κι αν είναι η σχέση των Γερμανών με το ελληνικό κοινό, κανείς δεν περίμενε αυτό που έγινε στις 6, 7 και 11 Οκτωβρίου στην Αθήνα και στις 8 Οκτωβρίου Θεσσαλονίκη. Ειδικά δε αν αναλογιστούμε ότι το συγκρότημα δεν διάγει και την καλύτερη περίοδό του δισκογραφικά, καθώς παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους δεν έχουν καταφέρει να κυκλοφορήσουν κάποιο άλμπουμ που να μπορεί να κοιτάξει στα μάτια τα διαμάντια του παρελθόντος. Κάτι που φαίνεται ότι αναγνωρίζουν και οι ίδιοι που -σοφά ποιώντας- δίνουν πολύ μεγαλύτερο χώρο στο setlist τους στο πρώτο μισό της δισκογραφίας τους, μέχρι δηλαδή και το «Nightfall in Middle Earth» του 1998, όταν μια ολόκληρη γενιά οπαδών γαλουχήθηκε με τα καλπάζοντα ριφ και τα χορωδιακά ρεφρέν που όσα χρόνια κι αν περάσουν η ευκαιρία για επιστροφή σε αυτά κάθε φορά που μας επισκέπτονται απλά δεν χάνεται. Ενδεικτικό δε της εκτίμησης που έχουν οι Blind Guardian για τους Έλληνες οπαδούς τους είναι το γεγονός ότι έπαιξαν για δεύτερη μόλις φορά εκτός Γερμανίας το «Brian», ένα κομμάτι από την εποχή που ονομάζονταν Lucifer’s Heritage και το οποίο έχει παιχτεί ελάχιστες φορές ζωντανά και μόνο στη γενέτειρα πόλη τους, το Κρέφελντ. Η προηγούμενη φορά που παίχτηκε ξανά εκτός Γερμανίας ήταν και πάλι στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του 2012 στο Fuzz.
Τις δύο μέρες (6 και 7 Οκτωβρίου) που οι Blind Guardian γέμισαν -όχι ασφυκτικά παρά το διπλό sold out- το Floyd οι άνθρωποι με περισσότερα ή λιγότερα γκρίζα μαλλιά υπερτερούσαν αριθμητικά εκείνων που τους γνώρισαν μετά την αυγή της νέας χιλιετίας αλλά περίμεναν και αυτοί να ακούσουν τα έπη της δεκαετίας του ’90. Η συναυλία της Παρασκευής που προστέθηκε σε αυτήν του Σαββάτου όταν φάνηκε πως ούτε αυτήν τη φορά μία μέρα θα ήταν αρκετή για τους Blind Guardian λειτούργησε περισσότερο σαν… test event για τον νέο συναυλιακό χώρο της Αθήνας που εγκαινιάστηκε με τις συναυλίες των Γερμανών βάρδων. Τα πολλά και ποικίλα προβλήματα στον ήχο -που έφτασαν μέχρι το σημείο να «σβήσουν» για λίγη ώρα τα ηχεία και να ακούσουμε τις πρώτες νότες του «Mirror Mirror» από τα μόνιτορ του συγκροτήματος- δεν πτόησαν τον κόσμο που συμμετείχε με ενθουσιασμό ακόμα και όταν έπρεπε να υποστεί και να ανεχθεί έντονες παραμορφώσεις και μικροφωνισμούς από την υπερβολική ένταση. Ο εξωτερικός παράγοντας δεν στάθηκε ωστόσο ικανός να εμποδίσει την ανανέωση των όρκων πίστης ανάμεσα στο συγκρότημα και το κοινό που τραγούδησε κάθε στίχο με αποκορύφωμα όπως πάντα την ιεροτελεστία του «The Bard’s Song – In the Forest». Στίχοι εμπνευσμένοι από μυθιστορήματα και διηγήματα σπουδαίων συγγραφέων, από τον Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν και τον Μάικλ Μούρκοκ μέχρι τον Στίβεν Κινγκ και τον Όσκαρ Ουάιλντ. Αλλά και από τον Νιλ Γκάιμαν, στο μυθιστόρημα του οποίου «Ο πόλεμος των θεών» βασίζεται το «Secrets of the American Gods» μέσα από το τελευταίο τους άλμπουμ «The God Machine», ένα τραγούδι που οι Blind Guardian έπαιξαν για πρώτη φορά σε αυτήν την περιοδεία. Ήταν μία από τις πολλές εκπλήξεις που επεφύλασσε το συγκρότημα στους Έλληνες οπαδούς του, με αποκορύφωμα τη συναυλία της 11ης Οκτωβρίου.
Υπό κανονικές συνθήκες το κλισέ υπαγορεύει να πούμε ότι η προσθήκη και τρίτης μέρας στο καλεντάρι των Blind Guardian στην Αθήνα έσκασε σαν βόμβα αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παραλληλισμός είναι τουλάχιστον ατυχής. Γιατί όσο ευπρόσδεκτη κι αν ήταν η ανακοίνωση αυτή για όσους δεν πρόλαβαν να τους δουν στις 6 ή στις 7 Οκτωβρίου ή και για εκείνους που αξιοποίησαν την έκπτωση στο εισιτήριο και ξαναπήγαν άλλο τόσο αναγνωρίζουμε ότι θα ήταν προτιμότερο η συναυλία αυτή να μην είχε πραγματοποιηθεί. Το μακελειό στο φεστιβάλ μουσικής από την επίθεση της Χαμάς και η αναζωπύρωση της έντασης με τους χιλιάδες νεκρούς, τους τραυματίες και τους εκτοπισμένους στις δύο πλευρές της Λωρίδας της Γάζας υποχρέωσε το συγκρότημα να αναβάλει την προγραμματισμένη για τις 11 Οκτωβρίου εμφάνισή τους στο Ισραήλ κι έτσι αντί να ταξιδέψουν από τη Θεσσαλονίκη στο Τελ Αβίβ, o Χάνσι και η παρέα του γύρισαν στην Αθήνα για ένα ακόμα σόου που θα γέμιζε το κενό μέχρι να επιστρέψουν στη Γερμανία για τις τελευταίες συναυλίες της περιοδείας. Ένα σόου που εξελίχθηκε στο καλύτερο από τα τρία που έλαβαν χώρα στο Floyd, ένα σόου με όχι άψογο αλλά σίγουρα μακράν τον καλύτερο ήχο όπως ανέφεραν όσοι τους είδαν και το Σάββατο 7 Οκτωβρίου όταν και πάλι τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα σε σχέση με… το test event της Παρασκευής. Και μπορεί αυτή τη φορά να μην είχαμε sold out, όμως το Floyd πλημμύρισε και πάλι με κόσμο που ξελαρυγγιάστηκε (ξανά) και ξέφυγε σε κομμάτια όπως το ξεχασμένο «Guardian of the blind», το «Lost in the Twilight Hall» και το «Welcome to Dying», με το οποίο έκλεισε θριαμβευτικά ένα live που όσο καλά και αν περάσαμε καλύτερα να μην είχε γίνει ποτέ…
Κάπως έτσι γράφτηκε το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία του Floyd, του νέου συναυλιακού χώρου της Αθήνας που, όπως προείπαμε, παρά το sold out η κίνηση στον χώρο ήταν άνετη και σε καμία περίπτωση δεν είχες την αίσθηση της σαρδελοποίησης. Σε αυτό συμβάλλουν και τα έξυπνα διαμορφωμένα χωρίσματα με τις μπάρες που λειτουργούν σαν μίνι διαζώματα. Ας ελπίσουμε ότι σε λιγότερο από δύο εβδομάδες που θα επιστρέψουμε για χάρη των Epica θα έχει βρεθεί ο τρόπος ώστε ο υποδειγματικός εξαερισμός του χώρου να μην χρειάζεται να τραβάει τους καπνούς από τα τσιγάρα όσων έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια όχι μόνο όσους δεν καπνίζουν αλλά κυρίως όσους σεβάστηκαν το μήνυμα «No smoking» στις οθόνες και κράτησαν τα τσιγάρα στην κωλότσεπη.