Όλα τα φλέγοντα ζητήματα της τρέχουσας επικαιρότητας άνοιξαν στη διευρυμένη ΕΠΕΚΕ (Επιτροπή Παραγωγής και Ελέγχου του Κυβερνητικού Έργου) της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, παρουσία πρωτοκλασάτων στελεχών του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σε μία παραγωγική διαδικασία εξελίχθηκε η ενημέρωση της Κ.Ο. του κυβερνώντος κόμματος επί των ζητημάτων που αφορούν το πεδίο της διαπραγμάτευσης, το περιεχόμενο του πολυνομοσχεδίου με τα τελευταία προαπαιτούμενα για το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης αλλά και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, «κόβοντας» εξ αρχής όποια συζήτηση για την περικοπή των συντάξεων και για τη μείωση του αφορολογήτου, ξεκαθάρισε πως τα ζητήματα αυτά «δεν είναι της παρούσης», με δεδομένο ότι πρωτίστως πρέπει να διασαφηνιστούν κρισιμότερα ζητήματα, όπως το κλείσιμο της αξιολόγησης, η ρύθμιση του χρέους και η καθαρή έξοδος από τα μνημόνια. Ως προς το ζήτημα των νέων αντικειμενικών και τις αλλαγές που αυτές θα επιφέρουν στον ΕΝΦΙΑ, ο υπουργός Οικονομικών καθησύχασε τους βουλευτές. Συγκεκριμένα, αποσαφήνισε ότι σε αντίθεση με όσα ακούγονται στο δημόσιο διάλογο, οι αυξήσεις στον ΕΝΦΙΑ θα αφορούν αποκλειστικά το 15% των υπόχρεων νοικοκυριών. Ως προς τις λαϊκές συνοικίες, κάτι που απασχολούσε έντονα τα μέλη της Κ.Ο., ο κ. Τσακαλώτος τόνισε ότι η επικείμενη αύξηση δεν θα ξεπεράσει τα 20 ευρώ. Κατά τα λεγόμενα του υπουργού, θα επέλθουν αυξήσεις και σε τουριστικές περιοχές. Πάρα ταύτα, το 67% των υπόχρεων δεν θα δει μεταβολές, ενώ το 18% θα καταβάλλει μικρότερο ποσό απ’ ό,τι προβλεπόταν.
Επιπλέον, ο υπουργός Οικονομικών αποκάλεσε «μεγάλη νίκη» την ένταξη στον εξωδικαστικό συμβιβασμό οφειλών όσες που αφορούν το οικονομικό έτος 2017, με βουλευτές να του επισημαίνουν όμως ότι πρέπει η διαδικασία να απλοποιηθεί και να μπει τέλος στις γραφειοκρατικές κωλυσιεργίες.
Ως προς το χρέος, υποστήριξε ότι το επίδικο της διαπραγμάτευσης είναι να μην υιοθετηθεί η γερμανική πρόταση περί αιρεσιμότητας στην ελάφρυνση του, κάτι που θα σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να πιάνει δημοσιονομικούς στόχους προκειμένου να απομειώνεται το χρέος. Ο υπουργός εξήγησε επ’ αυτού πως η ελληνική πλευρά δεν προκρίνει τη συγκεκριμένη πρόταση εξαιτίας του ότι θα δώσει λάθος μήνυμα στις αγορές, τασσόμενος υπέρ του αυτόματου μηχανισμού και της γαλλικής πρότασης για σύνδεση του χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης. Στόχος της ηγεσίας του υπουργείου είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων να κινείται σε βάθος δεκαετίας, θέση με την οποία όπως είπε διαφωνεί μόνο η Γερμανία.
Για το μοντέλο της μεταμνημονιακής εποπτείας, σημείωσε πως η τελική φόρμουλα θα προσιδιάζει σε αυτήν που ακολούθησαν και οι υπόλοιπες χώρες που βγήκαν από το μνημόνιο.
Ο Χουλιαράκης και η δημοσιονομική άνοση
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του μεσοπρόθεσμου, το οποίο θα κατατεθεί «πακέτο» στη Βουλή την Παρασκευή με το πολυνομοσχέδιο των τελευταίων προαπαιτούμενων. Ο κ. Χουλιαράκης υποστήριξε πως με δεδομένο ότι η χώρα υπερέβη τους δημοσιονομικούς στόχους πετυχαίνοντας υπερπλεονάσματα σε καθεστώς αυστηρής επιτροπείας, τότε η οικονομία θα παρουσιάσει αντίστοιχη ροπή και το διάστημα που θα έχει απεμπλακεί από το μνημονιακό πλαίσιο. Διευκρίνισε δε πως η Ελλάδα οδηγείται σε φάση δημοσιονομικής άνοσης. Δηλαδή, θα μπορεί να ξεπερνά με μεγαλύτερη άνεση τους δημοσιονομικούς στόχους, με τον πλεονάζοντα δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργείται να κατευθύνεται σε στοχευμένες πολιτικές. Πιο συγκεκριμένα, παρέθεσε πως το σύνολο του υπερπλεονάσματος του 2019 θα κατευθυνθεί αποκλειστικά σε φοροελαφρύνσεις, ενώ αυτό του 2020 θα δοθεί κατά 75% σε περαιτέρω φοροελαφρύνσεις και 25% σε κοινωνικές παρεμβάσεις, με στόχο το 2021 το ποσοστό να φτάσει στο 50-50.
Απλοποίηση των επιχειρηματικών αδειών, στεγαστικό επίδομα και κατώτατος μισθός
Ο Αλέξης Χαρίτσης, αναπτύσσοντας όσα αφορούν τη δική του ατζέντα, τόνισε ότι θα γίνει πράξη η απλοποίηση των διαδικασιών για την έκδοση επιχειρηματικών αδειών, ενώ η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου, ανακοίνωσε πως με το πολυνομοσχέδιο καθιερώνεται το στεγαστικό επίδομα σε 1.350.000 πολίτες, το οποίο ανέρχεται συνολικά σε 600 εκ. ευρώ και προβλέπει την χορήγηση επιδόματος για εισοδήματα έως 24.000 ευρώ, ενώ θα κυμαίνεται από 70 ευρώ γα ένα άτομο έως 210 ευρώ για μία οικογένεια. Τέλος, ο υφυπουργός Εργασίας, Νάσος Ηλιόπουλος, ξεκαθάρισε ότι η συμφωνία με τους δανειστές δεν δεσμεύει την κυβερνητική βούληση στο ζήτημα του κατώτατου μισθού, φωτογραφίζοντας ουσιαστικά την εκπεφρασμένη πρόθεση αύξησης του κατώτατου μισθού ακόμα και σε δύο δόσεις.