Ο θεσμικός ρατσισμός και τα προβλήματα της κοινωνικής ένταξης ωθούν 200.000 Ελληνες Ρομά στο περιθώριο
Σε 150 έως 200 χιλιάδες υπολογίζεται ο αριθμός των Ρομά που ζουν στην Ελλάδα. Για σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας όμως θα είναι για πάντα «γύφτοι». Μια λέξη στην οποία έχει προσδοθεί εξόχως αρνητική και μειωτική χροιά, απόδειξη του αποκλεισμού που βιώνουν οι Ελληνες Ρομά. Ο αντιτσιγγανισμός παραμένει ισχυρός και αποτελεί το σημαντικότερο ίσως εμπόδιο στην κοινωνική ένταξη των Ρομά. Σε μεγάλο ποσοστό εξακολουθούν να διαβιούν σε καταυλισμούς, να μην έχουν ταυτοποιητικά έγγραφα και πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στο μικρεμπόριο, στην ανασφάλιστη εργασία, στο παράνομο εμπόριο, ακόμη και στην εγκληματικότητα. Για κάποιους όμως υπάρχει ριζωμένη η αντίληψη ότι οι Ρομά ευθύνονται για το ότι ζουν αποστασιοποιημένοι από το κοινωνικό σύνολο σε έναν παράλληλο κόσμο.
«Οι Ρομά μέχρι και σήμερα παραμένουν αποκλεισμένοι από όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η πρόσβασή τους σε υπηρεσίες είναι περιορισμένη λόγω του θεσμικού ρατσισμού, που τους αντιμετωπίζει στην καλύτερη περίπτωση σαν να είναι αόρατοι και στη χειρότερη λαμβάνοντας διοικητικά ή άλλα μέτρα εναντίον τους» ανέφερε στο Documento η Αλεξάνδρα Καραγιάννη, η πρώτη δικηγόρος ρομικής καταγωγής στην Ελλάδα και επιστημονική συνεργάτιδα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Τα αποτελέσματα του αποκλεισμού των Ρομά στη δημόσια ζωή «εμφανίζονται πιο έντονα στα πεδία του στεγαστικού-οικιστικού, της εκπαίδευσης, της υγείας και της απασχόλησης. Ζουν σε περιοχές υποβαθμισμένες, πολύ συχνά αποκομμένοι από τον αστικό ιστό ή εντός του αστικού ιστού σε περιοχές που στιγματίζονται από την παρουσία τους ή σε καταυλισμούς χωρίς ιδιαίτερες υποδομές και σύνδεση με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας. Πολύ συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με αναγκαστικές εξώσεις, κυρίως στους καταυλισμούς, χωρίς όμως να λαμβάνονται ταυτόχρονα μέτρα εναλλακτικής στέγασης».
Στην εκπαίδευση «τα ποσοστά αναλφαβητισμού ή λειτουργικού αναλφαβητισμού είναι ιδιαίτερα υψηλά, γεγονός που οφείλεται τόσο στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο που καθιστά δύσκολη την ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία όσο και στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν είναι συμπεριληπτικό αφού δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των μαθητών Ρομά».
Στην υγεία εμφανίζονται «υψηλά ποσοστά αναπηρίας, χαμηλά προσδόκιμα ζωής και έλλειψη ενημέρωσης για ζητήματα προληπτικής υγείας. Όλα συνδέονται με το χαμηλό βιοτικό τους επίπεδο», ενώ στην εργασία «τα ποσοστά ανεργίας είναι πολύ υψηλά, κυρίως λόγω του χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου τους αλλά και των στερεοτύπων που υπάρχουν εναντίον τους».
Ενδοοικογενειακή βία
Ο πολιτικός επιστήμονας Χρήστος Ηλιάδης, εμπειρογνώμονας του Συμβουλίου της Ευρώπης, συντόνισε το πρόγραμμα JUSTROM στην Ελλάδα το οποίο, όπως ανέφερε στο Documento, «υλοποιήθηκε στην Ελλάδα από τον Φεβρουάριο του 2017 μέχρι τον Μάρτιο του 2019, ενώ η τρίτη περίοδος υλοποίησής του θα ξεκινήσει σε λίγες ημέρες. Το πρόγραμμα υλοποιεί απευθείας το Συμβούλιο της Ευρώπης, σε συνεργασία και με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η βασική του δράση –υλοποιήθηκε σε Ελλάδα, Ιταλία, Βουλγαρία και Ρουμανία– αφορά την παροχή νομικής και συμβουλευτικής υποστήριξης σε Ρομά με έμφαση στις γυναίκες μέσα στις κοινότητες και στους καταυλισμούς».
Σκοπός του προγράμματος «ήταν να εντοπίσουμε υποθέσεις διακρίσεων ακόμη και ενδοοικογενειακής βίας και να ενδυναμώσουμε τις Τσιγγάνες γυναίκες ώστε να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κάνουν αναφορές και καταγγελίες μόνες τους με την υποστήριξη των δικών μας δικηγόρων στην αρχή. Λειτουργήσαμε ως ενδιάμεση υπηρεσία διαμεσολάβησης μεταξύ αποκλεισμένων κοινοτήτων και μελών με θεσμούς και υπηρεσίες του κράτους».
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες Ρομά στην Ελλάδα «είναι η έλλειψη ταυτοποιητικών εγγράφων: συναντήσαμε πέντε υποθέσεις νεαρών Ελληνίδων Ρομά που είτε δεν είχαν ιθαγένεια (μπορεί να αφαιρεθεί) είτε ήταν ακαθορίστου ιθαγένειας ή είχαν καθορισμένη ελληνική ιθαγένεια αλλά δεν είχαν ταυτοποιητικά έγγραφα. Αυτές οι νεαρές κοπέλες γέννησαν σε δημόσια νοσοκομεία, αλλά λόγω της έλλειψης ταυτοποιητικών εγγράφων δεν μπορούσαν να πάρουν το μωρό τους. Σε κάποια ακραία περίπτωση τελικά η μητέρα έχασε το μωρό της αφού δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια και δεν μπορούσε καν να το βλέπει αφού δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν μητέρα του.
Πρόκειται για πρόβλημα που αφορά χιλιάδες Ρομά, αλλά κανείς δεν το μαθαίνει επειδή είναι εντελώς αποκλεισμένοι» εξηγεί. «Πολλές γυναίκες Ρομά ίσως να μην έχουν βγει ποτέ από τον καταυλισμό ώσπου να πάνε στο μαιευτήριο. Ειδικά σε καταυλισμούς όπως στον Ασπρόπυργο οι Ρομά δεν έχουν μόνιμη κατοικία, ζουν σε παραπήγματα και ο δήμος δεν τους αναγνωρίζει ως δημότες. Χωρίς μόνιμη κατοικία όμως δεν μπορούν να βγάλουν ΑΦΜ, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε».
Το να μην έχεις έγγραφα, σύμφωνα με την κ. Καραγιάννη, «σημαίνει να μην υπάρχεις. Δεν μπορούν να αποδείξουν ποιοι είναι, δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε καμία υπηρεσία, σε κανένα δικαίωμα. Πρόκειται για ανθρώπους – φαντάσματα».
Βασανιστήρια στην ανάκριση
Συνολικά οι ωφελούμενοι των νομικών κλινικών από το πρόγραμμα JUSTROM κατά τη διετή λειτουργία του σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ξάνθη ήταν 2.607, εκ των οποίων 1.626 γυναίκες και 1.002 άντρες. Οι περισσότερες υποθέσεις ήταν διοικητικές (702), αστικές (541), ποινικές (321), διακρίσεων (72) και έμφυλης βίας (33). Σε αυτές τις υποθέσεις, σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, «συμπεριλαμβάνονται καταγγελίες –δεν μπορούμε να τις διερευνήσουμε, αλλά τις αναφέραμε στις αρμόδιες αρχές– για αστυνομική βία που αφορούσε βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της ανάκρισης».
Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα «βάσει της βιβλιογραφίας ζουν περίπου 150 με 200 χιλιάδες Ρομά», όμως οι πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί σε ελληνικό επίπεδο είναι ιδιαιτέρως περιορισμένες: «Μέχρι τη δεκαετία του 1960 οι περισσότεροι Ρομά αντιμετωπίζονταν από τη νομοθεσία περί αλλοδαπών ακόμη κι αν ζούσαν στην Ελλάδα ή είχαν λάβει την ιθαγένεια. Το ελληνικό κράτος μετέπειτα προχώρησε κυρίως σε σχεδιασμούς, με ελάχιστη υλοποίηση. Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει πρόσβαση –παρά σε ελάχιστες θετικές εξαιρέσεις– ακόμη και των κοινωνικών υπηρεσιών μέσα στους καταυλισμούς και τους οικισμούς. Στις περισσότερες περιοχές υπάρχουν δύο παράλληλοι κόσμοι που δεν έρχονται σε επαφή».
Διαχρονικά η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν λάβει ευρωπαϊκά κονδύλια για προγράμματα που αφορούν Ρομά, τα οποία αρκετά συχνά «πηγαίνουν αλλού. Έχουν γίνει αναφορές για ευρωπαϊκά κονδύλια που αφορούσαν Ρομά αλλά αξιοποιήθηκαν για κάτι άλλο από τους δήμους. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δίνουν χρήματα, αλλά δεν μπορούν να επιβάλουν στα κράτη να εφαρμόσουν πολιτικές ένταξης».
Οι στοχευμένες υπηρεσίες υποστήριξης «προς αποκλεισμένες ομάδες όπως οι Ρομά δεν αφήνουν κερδισμένους μόνο τους Ρομά. Όταν ενισχύονται οι αποκλεισμένες ομάδες και βελτιώνεται η πρόσβασή τους σε υπηρεσίες και δικαιώματα, επιβαρύνονται μεσοπρόθεσμα λιγότερο οι τοπικές κοινωνίες, μειώνονται η γκετοποίηση και η παραβατικότητα, δημιουργούνται ευκαιρίες για ανάπτυξη και κοινωνική ειρήνη».
Σε 150 έως 200 χιλιάδες υπολογίζεται ο αριθμός των Ρομά που ζουν στην Ελλάδα. Για σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας όμως θα είναι για πάντα «γύφτοι». Μια λέξη στην οποία έχει προσδοθεί εξόχως αρνητική και μειωτική χροιά, απόδειξη του αποκλεισμού που βιώνουν οι Ελληνες Ρομά. Ο αντιτσιγγανισμός παραμένει ισχυρός και αποτελεί το σημαντικότερο ίσως εμπόδιο στην κοινωνική ένταξη των Ρομά. Σε μεγάλο ποσοστό εξακολουθούν να διαβιούν σε καταυλισμούς, να μην έχουν ταυτοποιητικά έγγραφα και πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στο μικρεμπόριο, στην ανασφάλιστη εργασία, στο παράνομο εμπόριο, ακόμη και στην εγκληματικότητα. Για κάποιους όμως υπάρχει ριζωμένη η αντίληψη ότι οι Ρομά ευθύνονται για το ότι ζουν αποστασιοποιημένοι από το κοινωνικό σύνολο σε έναν παράλληλο κόσμο.
«Οι Ρομά μέχρι και σήμερα παραμένουν αποκλεισμένοι από όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η πρόσβασή τους σε υπηρεσίες είναι περιορισμένη λόγω του θεσμικού ρατσισμού, που τους αντιμετωπίζει στην καλύτερη περίπτωση σαν να είναι αόρατοι και στη χειρότερη λαμβάνοντας διοικητικά ή άλλα μέτρα εναντίον τους» ανέφερε στο Documento η Αλεξάνδρα Καραγιάννη, η πρώτη δικηγόρος ρομικής καταγωγής στην Ελλάδα και επιστημονική συνεργάτιδα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Τα αποτελέσματα του αποκλεισμού των Ρομά στη δημόσια ζωή «εμφανίζονται πιο έντονα στα πεδία του στεγαστικού-οικιστικού, της εκπαίδευσης, της υγείας και της απασχόλησης. Ζουν σε περιοχές υποβαθμισμένες, πολύ συχνά αποκομμένοι από τον αστικό ιστό ή εντός του αστικού ιστού σε περιοχές που στιγματίζονται από την παρουσία τους ή σε καταυλισμούς χωρίς ιδιαίτερες υποδομές και σύνδεση με τα δίκτυα κοινής ωφέλειας. Πολύ συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με αναγκαστικές εξώσεις, κυρίως στους καταυλισμούς, χωρίς όμως να λαμβάνονται ταυτόχρονα μέτρα εναλλακτικής στέγασης».
Στην εκπαίδευση «τα ποσοστά αναλφαβητισμού ή λειτουργικού αναλφαβητισμού είναι ιδιαίτερα υψηλά, γεγονός που οφείλεται τόσο στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο που καθιστά δύσκολη την ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία όσο και στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν είναι συμπεριληπτικό αφού δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των μαθητών Ρομά».
Στην υγεία εμφανίζονται «υψηλά ποσοστά αναπηρίας, χαμηλά προσδόκιμα ζωής και έλλειψη ενημέρωσης για ζητήματα προληπτικής υγείας. Ολα συνδέονται με το χαμηλό βιοτικό τους επίπεδο», ενώ στην εργασία «τα ποσοστά ανεργίας είναι πολύ υψηλά, κυρίως λόγω του χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου τους αλλά και των στερεοτύπων που υπάρχουν εναντίον τους».
Θεωρούνται πάντα ξένοι
Σε σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας υπάρχει η αντίληψη ότι οι Ρομά δεν επιθυμούν πραγματικά να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο. Σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, «κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει έναν αποκλεισμένο, εξαθλιωμένο και φτωχό άνθρωπο για τη μη ένταξή του όταν δεν έχει τα μέσα, τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες για να ενταχθεί. Αλλωστε είναι ισχυρές οι κοινωνικές αντιστάσεις: έχω ακούσει πολλές ιστορίες παιδιών που εγκατέλειψαν το σχολείο γιατί τα αποκαλούσαν γυφτάκια».
Όπως σχολίασε η κ. Καραγιάννη, «κανένας δεν επιλέγει να ζει στην εξαθλίωση, να μην έχει πρόσβαση σε φάρμακα και νοσοκομεία, να είναι αμόρφωτος. Οι Ρομά δεν οργανώθηκαν ποτέ σε επίπεδο έθνους ή κράτους, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πάντα ξένοι στη χώρα τους, ευάλωτοι σε διακρίσεις και να μην αναγνωρίζονται για αυτούς ίσα δικαιώματα. Πρέπει να ληφθούν θετικά μέτρα προκειμένου να μειωθεί το χάσμα».
«Χρειαζόμαστε περισσότερους Ρομά στα κέντρα λήψης αποφάσεων, στην πολιτική ζωή, μια πιο βιώσιμη ρομανί κοινωνία πολιτών και συνεργασία όλων των αρμόδιων φορέων ώστε οι πολιτικές που σχεδιάζονται σε κεντρικό επίπεδο να φτάνουν όσο πιο κάτω γίνεται και να καταλήγουν στην κοινότητα» επισημαίνει.
«Δεν είναι οι Ρομά αυτοί που δεν μπορούν να ενταχθούν», σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, «αλλά το ελληνικό κράτος δεν έχει καταφέρει να προσαρμοστεί και να συνυπάρξει μαζί τους, αφού οι περισσότεροι Ρομά προϋπήρχαν του ελληνικού κράτους». Για να έχουν οι Έλληνες Ρομά τις ίδιες ευκαιρίες «θα πρέπει να αποκηρύξουν την τσιγγάνικη καταγωγή τους. Να πάψουν να δηλώνουν ότι είναι Ρομά. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος ένταξης. Για τους υπόλοιπους το τσιγγάνικο στίγμα και ο αντιτσιγγανισμός είναι τεράστιο εμπόδιο στην ένταξη».
Για την κ. Καραγιάννη το να ασχολείται με τα προβλήματα της κοινότητάς «είναι ηθική υποχρέωση. Το γεγονός ότι ζω πλήρως ενταγμένη, γνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα πόσο δύσκολο είναι να είσαι Ρομά, πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζει η κοινότητα και πόσο δίκαιο είναι το αίτημά τους για ισότητα και δικαιοσύνη, δεν θα μπορούσε ποτέ να με κάνει να αποστασιοποιηθώ από αυτό τον αγώνα. Πάντα σκέφτομαι τα παιδιά. Τα ξυπολυτάκια μου. Τους πιο ευάλωτους ανάμεσα στους ευάλωτους. Τους έφηβους και τα παιδιά που έχουν βιώσει τόση βία που είναι ικανή να τους καταστρέψει την ψυχή. Τους έφηβους που κατέληξαν στις φυλακές ανηλίκων, που ποτέ κανείς δεν τους είπε ότι αξίζουν όσο οι άλλοι άνθρωποι. Εναν άνθρωπο να τους δώσει λίγη σημασία χρειάζονται όλα αυτά τα παιδιά. Εναν άνθρωπο που να μην τα δει υποτιμητικά. Αυτό μόνο μπορεί να τους αλλάξει τη ζωή».
«Θυμάμαι εκείνο το αγόρι…»
«Το συνάντησα μια μέρα στο μετρό» εξιστορεί η κ. Καραγιάννη. «Δεν ήταν παραπάνω από δέκα χρόνων. Τον άκουσα να μιλάει ρομανί με τους φίλους του. Κάποια στιγμή έπεσε κατά λάθος πάνω στον διπλανό του, έναν άντρα 35άρη και δύο μέτρα, που έπιασε το παιδί από την μπλούζα και άρχισε να του φωνάζει. Κανείς δεν αντέδρασε εκτός από μένα. Πήρα το παιδί κοντά μου και άρχισα να του μιλάω για τη γειτονιά του και το σχολείο του, το οποίο γνωρίζω πολύ καλά. Από τότε άρχισα να παρακολουθώ την πορεία του στο σχολείο. Επαιρνα τηλέφωνο τη δασκάλα του και ρωτούσα πώς τα πάει. Η δασκάλα του αναρωτιόταν τι του είχε συμβεί και έγινε ξαφνικά καλός μαθητής και δεν χάνει μέρα στο σχολείο. Σήμερα πηγαίνει στο γυμνάσιο και παραμένει πολύ καλός μαθητής. Κάποτε μου εκμυστηρεύτηκε ότι την ημέρα που τον συνάντησα στο μετρό είχε κάνει κοπάνα από το σχολείο, αλλά έκτοτε δεν έφυγε ξανά. Χρειαζόταν έναν άνθρωπο να του συμπεριφερθεί έστω για μια φορά σαν κανονικό παιδί».