Ο αόρατος μανδύας του Χάρι Πότερ, το όνειρο κάθε παιδιού που θέλει να κάνει μια σκανταλιά και ενήλικα που θέλει να κρυφτεί από τους δαίμονες του δεν είναι τίποτα μπροστά στην αίσθηση να βρίσκεσαι ανάμεσα σε ένα πλήθος και να μην σε βλέπει κανείς τους.
Τα «κόκκινα γιλέκα» είναι οι άστεγοι πωλητές της Σχεδίας, το περιοδικό δρόμου που πουλώντας το εξασφαλίζουν τα ελάχιστα για την αξιοπρέπειά τους.
Το περασμένο Σάββατο, όπως κάθε δεύτερο Σάββατο του Φεβρουαρίου, το περιοδικό Σχεδία οργάνωσε την ενέργεια «Πωλητής για μια ώρα». Καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι και απλοί αναγνώστες που δηλώνουν «παρών» φορέσαμε για μια ώρα τα κόκκινα γιλέκα και …
…βιώσαμε στον απειροελάχιστο βαθμό σωματικά τι σημαίνει να εξαρτάται το μεσημεριανό σου φαΐ από την καλοσύνη των περαστικών. Λέω σωματικά, γιατί συναισθηματικά ξέραμε ότι μετά τη μια ώρα θα επιστρέψουμε ο καθένας σπίτι στον περίγυρό του, θα κάνουμε ένα καυτό μπάνιο, θα φάμε ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, θα συνεχίσουμε τη ζωή μας. Μια ζωή που όσες δυσκολίες κι αν καταγράφει είναι σαφώς πιο ασφαλής και χορτάτη από τους επίσημους πωλητές της Σχεδίας.
Το πόστο μου είχε καθοριστεί στη συμβολή της Κολοκοτρώνη με την Ευαγγελιστρίας, στο ιστορικό κέντρο. Λίγο πριν βάλω το δικό μου γιλέκο, οι συνάδελφοι από τον Αθήνα 9,84, Ελευθερία Κουμάντου και Ελεωνόρα Ορφανίδη έκαναν τη δική τους βάρδια. Όλα κυλούσαν ομαλά. Ο κόσμος τις αγνοούσε. Εκτός από έναν καταστηματάρχη που βγήκε από το μαγαζί του και κινήθηκε με άγριες διαθέσεις προς το μέρος μας. «Θα φύγετε μπροστά από το μαγαζί μου, δε μου το κλείσετε εσείς, ο κόσμος πρέπει να βλέπει τη βιτρίνα»!
Μια κυρία που σταμάτησε να αγοράσει το περιοδικό του έδωσε την καλύτερη απάντηση από τις δικές μας αιτιάσεις: Πρέπει να είστε περήφανος που έξω από το μαγαζί σας είναι οι άνθρωποι της Σχεδίας. Δεν σας κόβουν πελάτες.
Με αυτό το περιστατικό που μας αναστάτωσε γιατί φυσικά δεν μπορούσαμε να του απαντήσουμε ως άτομα αλλά ως εκπρόσωποι της Σχεδίας και με βασικό πράγμα στο κεφάλι μας ότι αύριο στο ίδιο πόστο θα ήταν ένας κανονικός σε ανάγκη συνάνθρωπός μας, φόρεσα κι εγώ το κόκκινο γιλέκο. Η Ελευθερία αγόρασε το πρώτο μου τεύχος. Ήταν μια γλυκιά χειρονομία που μου έδωσε κουράγιο.
Η Μαρία, που είναι πωλητής της Σχεδίας, και η Ηρώ που είναι εθελόντρια, μου έδωσαν τη συμβουλή: Κρατάμε ψηλά το περιοδικό να φαίνεται, και λέμε σχετικά δυνατά – όχι πολύ: Σχεδία, περιοδικό δρόμου ή Σχεδία, κυκλοφόρησε το καινούργιο τεύχος. Δεν μιλάμε χαμηλόφωνα σαν λεμέ μυστικό. Είμαστε περήφανοι που το πουλάμε.
Μια ώρα, πολλές «εκφωνήσεις» πολύ περπάτημα πάνω κάτω, όπου πίστευα ότι ο κόσμος που ανεβοκατέβαινε σε Κολοκοτρώνη και Ευαγγελιστρίας μπορεί να σταματούσε … και πολύ απογοήτευση. Ο καταστηματάρχης που είχε επιτεθεί στις συναδέλφους μου, έβγαινε κάθε τόσο να δει αν η απόστασή μου από την βιτρίνα του επηρεάζει τις πωλήσεις του. Δεν με έβλεπε κανείς. Ήμουν αόρατος. Δεν αφορούσα κανέναν. Κανείς δε νοιάζεται αν κάποιος δίπλα του πεινάει και πουλάει ένα περιοδικό για να φάει κάτι.
Κάποιες στιγμές πριν πω το «Σχεδία, περιοδικό δρόμου» έβαλα και μια «καλημέρα». Ένα δύο κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν. Μια κυρία χαμογέλασε. Προσπέρασε. Η πρώτη ικανοποίηση ήρθε όταν ένας κύριος αντιγύρισε: «καλημέρα – το έχω αγοράσει όμως».
Μισή ώρα πάνω κάτω και τίποτα στην τσέπη. Μέχρι που μια κυρία, κι αυτή όπως οι άλλοι με τα ψώνια στα χέρια σταμάτησε μπροστά μου και μου ζήτησε ένα τεύχος κι άρχισε μια κουβέντα για την κατάσταση μου. Την έκοψα γρήγορα γιατί αυτή νόμισε ότι απευθύνεται σε έναν πωλητή. Της εξήγησα ότι είμαι εθελοντής, χαμογέλασε επίσης πλατιά, και συνέχισε το δρόμο της.
Περήφανος πωλητής του ενός τεύχους. Για μια στιγμή έφυγε το πέπλο που με έκανε αόρατο και αισθάνθηκα …λιγότερο μόνος.
Η μοναξιά μπορεί να είναι πιο άγρια από την πείνα; Δεν θέλω να μάθω ποτέ από πρώτο χέρι την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Εκείνο που ξέρω κυρίως ως αναγνώστης της Σχεδίας είναι ότι εκτός από την αγορά του περιοδικού, μια καλή κουβέντα με τον κάθε πωλητή είναι βάλσαμο. Διώχνει, έστω και για λίγο τη μοναξιά.
Είναι πολύ σκληρό να είσαι αόρατος ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους. Πώς έχουμε γίνει έτσι;
Η ώρα περνάει, παραμένω αόρατος και με τα περιοδικά απούλητα. Σκεφτόμουν διάφορα πράγματα όσο φώναζα «Σχεδία, περιοδικό δρόμου» και δεν μου έδινε κανείς σημασία.
Δεν έχει σημασία να πω τι σκεφτόμουν, αφού ήμουν αόρατος, δεν υπήρχα. Τι αξία έχουν οι σκέψεις κάποιου που δεν υπάρχει;
Η ώρα μου πέρασε. Παρέδωσα το κόκκινο γιλέκο μου στην Καλλιόπη, μια ακόμη εθελόντρια, αγόρασα κι εγώ ένα τεύχος για να πάρει κουράγιο και άρχισα να περπατάω, ορατός πάλι ανάμεσα στους ανθρώπους, προς το Σύνταγμα.