Η πανδημία που ενέσκηψε διεθνώς προκάλεσε δυσθεώρητα προβλήματα σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας.
Εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν χωρίς δουλειά, επιχειρήσεις κλείνουν, δικαιώματα και κατακτήσεις περιστέλλονται, μια νέα, ζοφερή πραγματικότητα ανατέλλει.
Οι κυβερνήσεις, άλλες περισσότερο, άλλες –όπως η ελληνική– λιγότερο, πήραν μέτρα για τη στήριξη της κοινωνίας. Το κράτος για μια ακόμη φορά καλείται να ενισχύσει την οικονομία. Το κράτος που για τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη είναι χρήσιμο όταν υπάρχουν ζημιές και περιττό όταν υπάρχουν κέρδη…
Στην Ελλάδα, ωστόσο, έχουμε πιθανόν μια παγκόσμια πρωτοτυπία: μια κατηγορία ανθρώπων έμεινε αόρατη και δεν έλαβε αρχικά έστω την ισχνή στήριξη που λαμβάνουν εργαζόμενοι σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Αυτοί οι αόρατοι άνθρωποι είναι οι καλλιτέχνες και οι εργαζόμενοι στον χώρο του πολιτισμού.
Ενώ σε πολλές χώρες πάρθηκαν άμεσα μέτρα, που ποικίλλουν από τη γενναία χρηματοδότηση δράσεων, την αναστολή φορολογικών υποχρεώσεων έως και το καθολικό επίδομα επιβίωσης χωρίς όρους και προϋποθέσεις, στην Ελλάδα το 2020 οι άνθρωποι του πολιτισμού ήταν αόρατοι.
Αυτοί οι αόρατοι άνθρωποι αντιμετωπίστηκαν από τη συντηρητική κυβέρνηση όπως πάντα: σαν να μην έχουν ανάγκες και υποχρεώσεις, οικογένειες, προοπτική, φιλοδοξίες. Σαν «αλαφροΐσκιωτοι», «χομπίστες», ίσως και «λαπάδες», όπως τους είχε χαρακτηρίσει εξάλλου ένας υπουργός κάποτε – τι σύμπτωση, της ΝΔ…
Τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα: ως τα μέσα Μαΐου η κυβέρνηση δεν είχε στηρίξει τη συντριπτική πλειονότητα των περίπου 100.000 ανθρώπων που εργάζονται, με οποιαδήποτε ιδιότητα, στον χώρο του πολιτισμού.
Ολοι οι συνδικαλιστικοί φορείς υποστήριξαν ότι οι παρεμβάσεις που είχαν ανακοινωθεί αφορούν μια μικρή μειοψηφία και συγκεκριμένα αυτούς που λόγω τύχης ή συγκυρίας είχαν σύμβαση εργασίας σε ισχύ τη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία.
Για τους υπόλοιπους η μέριμνα ήταν μηδαμινή. «Ας φάνε παντεσπάνι» τύρβαζαν οι Αντουανέτες της κυβέρνησης, ψάχνοντας να βρούνε για κάθε λύση ένα πρόβλημα.
Μόνο μετά την πάνδημη κατακραυγή έγιναν δειλά βήματα προς τη στήριξη των καλλιτεχνών, βήματα ωστόσο που ναρκοθετούνται από την πίστη ότι το αόρατο χέρι της αγοράς θα ρυθμίσει και τον πολιτισμό, όπως δήλωσε η αρμόδια υπουργός στις πρόσφατες ανακοινώσεις της…
Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε όταν όλη η πολιτική της κυβέρνησης περιστρέφεται γύρω από την υποβάθμιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την έμπρακτη απαξίωση και την υποδόρια χλεύη απέναντι σε αυτό το δημιουργικό πείσμα χιλιάδων συμπολιτών μας που κάνουν τον κόσμο μας καλύτερο με έναν στίχο, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, ένα γλυπτό, μια παράσταση και έναν χορό, ατομικό ή κυκλωτικό.
Μια λογική που αποστρέφεται τον δημόσιο χαρακτήρα του πολιτισμού, μια τακτική όπου ο πολιτισμός αφορά 10-20 μεγάλα ονόματα από τα οποία προσδοκά να αντλήσει λάμψη και στήριξη, μια στρατηγική όπου ο εναγκαλισμός με τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα αποτελεί τη μόνη πρόταση.
Ο πολιτισμός δεν αναγνωρίζεται ως ανθρώπινη ανάγκη, είναι πάρεργο και «ιδιοτροπία».
Ωστόσο το τελευταίο διάστημα βιώσαμε για μια ακόμη φορά τη διάψευση αυτού του ισχυρισμού, βιώσαμε τη λυτρωτική και απελευθερωτική διάσταση του πολιτισμού που μας κρατούσε συντροφιά στις γκρίζες μέρες του εγκλεισμού, με τη μορφή ενός βιβλίου, τραγουδιού, ταινίας ή μιας θεατρικής παράστασης.
Πρέπει να θυμηθούμε, επομένως, ότι πίσω από τα έργα υπάρχουν άνθρωποι, με ιδιότητες ηθικές και υλικές, άνθρωποι που χρειάζονται στήριξη και όχι φιλανθρωπία, διέξοδο και όχι πατερναλισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με ένα ολιστικό και κοστολογημένο πρόγραμμα στήριξης των καλλιτεχνών και των εργαζομένων στον χώρο του πολιτισμού συνολικού ύψους 1,5 δισ. ευρώ –αντί για τα μόλις 100 εκατ. ευρώ των παρεμβάσεων της κυβέρνησης– σκιαγράφησε το πλαίσιο με πέντε βασικούς άξονες: καθολική ομπρέλα προστασίας για τους καλλιτέχνες και τους εργαζόμενους, γενναίο οικονομικό πακέτο, στήριξη των πνευματικών δικαιωμάτων, δημιουργία ταμείου για τον πολιτισμό υπό την αναπτυξιακή τράπεζα, σχεδιασμός για την επόμενη ημέρα.
Η κυβέρνηση, αντίθετα, κώφευσε και δεν αντιμετώπισε με σοβαρότητα αυτούς τους ανθρώπους.
Κλείνοντας, αυτό που αποδείχτηκε από το μαζικό κίνημα συμπαράστασης των τελευταίων ημερών είναι ότι οι αόρατοι άνθρωποι έχουν φωνή. Είναι στο χέρι τους να την κάνουν πιο δυνατή.
Είναι η φωνή του πλουραλισμού, της ατομικής και συλλογικής έκφρασης. Είναι η φωνή της δημοκρατίας.
Και καμία κυβέρνηση, όσο αυταρχική και συντηρητική κι αν είναι, δεν αντέχει για πολύ όταν αντιστρατεύεται τις αναπαλλοτρίωτες αρχές της δημοκρατίας.
Ας το θυμούνται όλοι.
Η Καλλιόπη Βέττα είναι ερμηνεύτρια, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ΠΕ Κοζάνης