Οι αντιφάσεις μιας υποκριτικής εκπαιδευτικής πολιτικής

Οι αντιφάσεις μιας υποκριτικής εκπαιδευτικής πολιτικής

Στον απόηχο της συζήτησης στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής επί του νομοσχεδίου «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης» είναι απαραίτητο να γίνει ένας απολογισμός των έως τώρα σχεδιασμών και νομοθετημάτων της κυβέρνησης γύρω από ζητήματα της εκπαίδευσης, όχι ως αποσπασματικών ρυθμίσεων και δηλώσεων, αλλά συνολικά μέσα από το ιδεολογικό τους πρίσμα.

Ηδη από τις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή αναδείχθηκε η αντίφαση μιας υποκριτικής εκπαιδευτικής πολιτικής, προβάλλοντας μια σειρά από ζητήματα ως υπεύθυνα για την κακοδαιμονία της εκπαίδευσης. Πρώτο ζήτημα, η επικράτηση στο ελληνικό σχολείο της ήσσονος προσπάθειας, η οποία προτείνεται να λυθεί με την επαναφορά της βάσης του 10 για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια (λες και οι βάσεις δεν είναι συνάρτηση πλήθους παραγόντων αλλά προκύπτουν ως απόλυτα νούμερα) και την επαναφορά της τράπεζας θεμάτων (όταν εφαρμόστηκε τη σχολική χρονιά 2013-2014 αυξήθηκε η σχολική αποτυχία). Δεύτερο ζήτημα, ο υψηλός αριθμός των πτυχιούχων ως αιτία της ανεργίας και του brain drain θεωρείται ότι λύνεται εύκολα με τη μείωση του αριθμού των εισακτέων και την κατάργηση (με τον ν. 4635/19) των «πράσινων σχολών» (σχολών ελεύθερης πρόσβασης), της πρώτης ρύθμισης που εισήγαγε υπό προϋποθέσεις την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Στην ίδια λογική εντάσσεται και η αναστολή της λειτουργίας της νομικής σχολής της Πάτρας, καθώς και 37 ακόμη σχολών (στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο).

Ακόμη όμως και αν δεχτούμε ότι αυτές είναι όντως οι αιτίες της κακοδαιμονίας της εκπαίδευσης και ότι καλώς ελήφθησαν ή θα ληφθούν μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις μας δείχνουν την αντίφαση αυτής της πολιτικής και μας βάζουν σε υποψίες. Ο λόγος καταρχήν για το διαβόητο άρθρο 50 του νομοσχεδίου που δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα στους αποφοίτους ιδιωτικών κολεγίων, με μόνη την απόκτηση της επαγγελματικής ισοτιμίας και όχι της ακαδημαϊκής ισοτιμίας, όπως ίσχυε έως τώρα (ν. 4589/19), για διορισμό στο δημόσιο σχολείο. Φυσικά το άρθρο 50 έχει προετοιμαστεί από τη διάταξη για την αυτοματοποιημένη διαδικασία επαγγελματικής ισοδυναμίας των πτυχίων κολεγίων και ξένων πανεπιστημίων (Οκτώβριος 2019). Το πρόβλημα δεν είναι μια ιδεοληψία των αριστερών απέναντι στα ιδιωτικά κολέγια, αλλά ότι για τη φοίτηση σε αυτά ούτε πανελλήνιες ούτε βάση του 10 υπάρχουν ως προϋποθέσεις για να καταπολεμήσουν τη ροπή προς την τεμπελιά ούτε φαίνεται να προβληματίζουν με την αύξηση των πτυχιούχων στην ελληνική αγορά εργασίας.

Η αντίφαση αυτή δεν είναι διαχειριστική, είναι βαθιά ιδεολογική. Αποσκοπεί στην παραπλάνηση της κοινής γνώμης και σχετίζεται με τη συνεχόμενη προσπάθεια υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης από όλες τις συντηρητικές κυβερνήσεις προς όφελος επιχειρήσεων και μεγάλων εκπαιδευτικών ομίλων. Ας μην ξεχνάμε τα κύματα κατασυκοφάντησης που κατά καιρούς εμφανίζονται στα συστημικά ΜΜΕ (αγαπημένη περίοδος όταν βγαίνουν οι βάσεις) ενάντια στο δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο, τα οποία μάλιστα εντάθηκαν το καλοκαίρι του 2019 και ακολούθησε η κατάργηση του ασύλου. Ας μην ξεχνάμε τις αξιολογήσεις της PISA που αντιμετωπίζονται ως θέσφατο, χωρίς να διερευνώνται οι διάφορες παράμετροι της εκπαίδευσης.

Υπό αυτό το πρίσμα, στο στόχαστρο μπαίνουν και οι εκπαιδευτικοί, οι γνωστοί «τεμπέληδες», για τους οποίους αναμένεται (σύμφωνα με πλήθος δηλώσεων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας) η επαναφορά του συστήματος τιμωρητικής αξιολόγησης (ν. 3848/10 και ΠΔ 152/2013).

Το εκπαιδευτικό κίνημα, ωστόσο, θέτει επανειλημμένως τα πραγματικά προβλήματα: υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, ολοένα αυξανόμενη ελαστική εργασία, έλλειψη μόνιμων διορισμών, ελλιπής επιμόρφωση, γήρανση του προσωπικού, αναχρονιστικό παιδαγωγικό-εκπαιδευτικό πλαίσιο. Υπάρχει ακόμη και σήμερα πρόβλημα υποστελέχωσης των σχολείων και ειδικότερα των σχολείων φυλακών και της προσφυγικής εκπαίδευσης (παρά τις προσλήψεις 37.000 αναπληρωτών). Και μια ιδιαίτερη μνεία στους/στις εκπαιδευτικούς που χρόνια τώρα εργάζονται σε δύο έως τέσσερα σχολεία, κάνοντας επικίνδυνες μετακινήσεις καθημερινά (πάλι θρηνήσαμε δύο θύματα) στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας με πενιχρούς μισθούς. Θα θέλαμε να ξέρουμε με ποιο πλαίσιο μπορούν άραγε να αξιολογηθούν για την προσφορά τους.

Η Μαρία Γεωργαρίου είναι γεν. γραμματέας Β΄ ΕΛΜΕ Πειραιά και γεν. γραμματέας ΚΕΜΕΤΕ (Kέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης) της ΟΛΜΕ

Documento Newsletter