Με αφορμή το μυθιστόρημα «Αγκνες Γκρέι» που εκδίδεται στα ελληνικά, ανατρέχουμε στα σημαντικότερα έργα των τριών γυναικών συγγραφέων της βικτωριανής περιόδου.
Το 1850, λίγο καιρό αφότου είχαν χάσει τη ζωή τους από φυματίωση η Εμιλι και η Αν Μπροντέ (σε ηλικία 30 και 29 ετών αντίστοιχα), η αδελφή τους Σάρλοτ έγραψε ένα κείμενο με το οποίο προσπάθησε να αποκαταστήσει τη φήμη τους. Τα έργα των τριών αδελφών αρχικά είχαν εκδοθεί με αντρικά ψευδώνυμα –Κάρερ, Ελις και Ακτον Μπελ– καθώς την εποχή εκείνη θεωρούνταν σχεδόν ανήκουστο για μια γυναίκα να είναι συγγραφέας. Το μπέρδεμα συνεχίστηκε καθώς για καιρό θεωρούνταν πως ήταν όλα γραμμένα από ένα πρόσωπο και συγκεκριμένα τη Σάρλοτ.
Οπως σημειώνει στο κείμενό της, όλα ξεκίνησαν από μια ποιητική συλλογή που συνυπέγραψαν ως «αδελφοί Μπελ», η οποία έγινε ελάχιστα γνωστή. Ωστόσο, η αποτυχία δεν κατάφερε να τις συνθλίψει –όπως εξηγεί– κι έπειτα από αυτή την προσπάθεια ξεκίνησαν να δουλεύουν καθεμία από ένα πεζογράφημα. Η Εμιλι Μπροντέ (Ελις Μπελ) έγραψε τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», η Αν (Ακτον Μπελ) την «Αγκνες Γκρέι» και η Σάρλοτ τον «Καθηγητή» (υπέγραψε ως Κάρερ Μπελ). Τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» και η «Αγκνες Γκρέι» έγιναν δεκτά με όρους υποτιμητικούς για τους συγγραφείς τους. Το δικό της δεν έτυχε καμίας αποδοχής.
Στη σκιά του δεσποτικού αγγλικανού πατέρα
Δεν ήταν η πρώτη απογοήτευση που θα βίωνε καθώς, όπως και τα άλλα πέντε αδέλφια της, έμαθε από νωρίς να ζει με απώλειες – είχαν χάσει τη μητέρα τους όταν ήταν ακόμη παιδιά. Οι αδελφές Μπροντέ μεγάλωσαν στη σκιά ενός δεσποτικού αγγλικανού ιερέα πατέρα, ο οποίος τις έκανε να υποφέρουν.
Ωστόσο, στο πλευρό τους στάθηκαν κάποιοι λιγότερο θεοσεβούμενοι συγγενείς, οι οποίοι τις μύησαν στον λαογραφικό τρόμο, δηλαδή στις ιστορίες φαντασμάτων, δαιμονίων και ξωτικών. Από αυτήν τη δεξαμενή άντλησαν υλικό για τη λογοτεχνία τους που, παρότι στην εποχή της παραγνωρίστηκε, ανακαλύφθηκε εκ των υστέρων και έως σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς για το βάθος των χαρακτήρων, τη φεμινιστική ματιά και τις πρωτοποριακές για την εποχή θέσεις πάνω στην αυστηρά ταξική βικτωριανή κοινωνία. Πώς γίνεται όμως τρεις νέες γυναίκες που έζησαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους απομονωμένες κοινωνικά να έχουν τόσο διεισδυτική κοινωνική ματιά; «Αν και δεν διαθέταμε εμπειρία, είχαμε διαβάσει για τις εμπειρίες των άλλων» γράφει η Σάρλοτ Μπροντέ.
Η «Τζέιν Εϊρ» και τα «Ανεμοδαρμένα ύψη»
Το αριστούργημα της Σάρλοτ Μπροντέ, «Τζέιν Εϊρ» (εκδ. Σμίλη, μτφρ. Δημήτρης Γ. Κίκιζας), εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1847. Κεντρική ηρωίδα είναι μια ορφανή και φτωχή γκουβερνάντα, η οποία αναλαμβάνει την ανατροφή ενός κοριτσιού. Σύντομα ερωτεύεται τον ευγενή πατέρα της μικρής και ιδιοκτήτη του πύργου Εντουαρντ Ρότσεστερ, ο οποίος κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό. Το έξοχο μυθιστόρημα ενηλικίωσης με τις γοτθικές αναφορές αποτελεί ταυτόχρονα σπουδαία μελέτη πάνω στον καταραμένο ήρωα, αυτόν που με σημερινά μάτια ανταποκρίνεται πλήρως στο ναρκισσιστικό πρότυπο.
Δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου εκδόθηκαν τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Εμιλι Μπροντέ. Πρόκειται για την ιστορία της Κάθριν και του Χίθκλιφ, το χρονικό ενός καταραμένου και κατατρεγμένου έρωτα με φόντο την άγρια φύση και την ομίχλη του αγγλικού βορρά. Η Βιρτζίνια Γουλφ γράφει για το βιβλίο στο «The Common Reader»: «Τα “Ανεμοδαρμένα ύψη” είναι πιο δύσκολο μυθιστόρημα από την “Τζέιν Εϊρ” επειδή η Εμιλι ήταν σπουδαιότερη ποιήτρια από τη Σάρλοτ […]. Η εμπνευσμένη σύλληψη της Εμιλι είναι μεγάλη και ευρύτερη. Πηγή της έμπνευσής της δεν είναι το προσωπικό της δράμα ούτε τα δικά της τραύματα […]. Κοίταξε έξω τον κόσμο, έναν κόσμο διχασμένο, σε τεράστια αναταραχή και ένιωσε δυνατή να τον κλείσει ολόκληρο σ’ ένα βιβλίο».
Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αρης Μπερλής, ο οποίος υπογράφει την υποδειγματική μετάφραση του έργου που κυκλοφορεί από την Αγρα: «Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα από πού έρχεται, ποια είναι η γενεαλογία του και η παράδοσή του, πώς γράφτηκε, πώς ήταν δυνατόν να γραφτεί από μια άπειρη κοπέλα εικοσιεφτά ετών, ποιες είναι οι συνιστώσες δυνάμεις του, ποια ηθικού περιεχομένου αξίωση κίνησε τη γραφή του, ποιο εντέλει το νόημά του».
Γνωριμία με την Αν Μπροντέ
Τον ίδιο μήνα, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 1847, εκδόθηκε και το μυθιστόρημα της νεότερης αδελφής, Αν Μπροντέ. Πρόκειται για την «Αγκνες Γκρέι», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος, σε εξαιρετική μετάφραση της πολύ καλής γνώστριας της εποχής Μαρίας Γιακανίκη (στη συγκεκριμένη έκδοση περιλαμβάνεται και το προαναφερόμενο κείμενο της Σάρλοτ Μπροντέ). Η ιστορία αφορά την Αγκνες Γκρέι, μια φτωχή και μορφωμένη γυναίκα η οποία αναλαμβάνει τη διαπαιδαγώγηση τριών παιδιών εύπορης οικογένειας στην αγγλική επαρχία.
Εμπνευσμένο από τα βιώματα της συγγραφέα κατά την περίοδο που εργάστηκε ως γκουβερνάντα το μυθιστόρημα ενηλικίωσης εστιάζει στη γυναικεία χειραφέτηση, την ταξικότητα και την παιδική αγριότητα, ενώ εντυπωσιάζει η ευαίσθητη ματιά της πάνω στα ζώα σε μια εποχή που ακόμη και οι γυναίκες θεωρούνταν αντικείμενα. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το θάρρος που διακρίνεται στη σκέψη και στον λόγο της συγγραφέα, μιας νέας γυναίκας που στάθηκε κόντρα στα δεδομένα της εποχής της.