Στο πρόσφατο Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 ολοκληρώθηκε πλήρως η στροφή 180 μοιρών της πολιτικής που η σημερινή κυβέρνηση είχε προσφέρει ως διέξοδο στους ταλαιπωρημένους Έλληνες πολίτες.
Η πολιτική αυτή ξεκίνησε με την περήφανη διαπραγμάτευση στις αρχές του 2015 και οδήγησε στα capital controls ενώ κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Το αποτέλεσμά της είναι ότι παρέσυρε σε στασιμότητα για περίπου δυόμιση χρόνια την ελληνική οικονομία (885 ημέρες). Θεωρητικά η προσέγγιση της αντίδρασης ήταν σωστή, όμως πρακτικά απέτυχε γιατί δεν στηρίχτηκε σε συμφωνία όλων των πολιτικών δυνάμεων, σε σοβαρή προσέγγιση του θέματος και το κυριότερο σε σοβαρές συνέπειες για τους δανειστές. Οπότε αυτό το ήξεραν οι δανειστές και η περήφανη διαπραγμάτευση έφερε τη χώρα πίσω.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια και από την επιβολή των capital controls, φαινόμενο που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων και επανέφερε τις τράπεζες στο προσκήνιο όχι στην παραδοσιακή τους δραστηριότητα (χορήγηση δανείων), αλλά στον τομέα των συστημάτων πληρωμών και συναλλαγών, όπου παίρνουν τα σκήπτρα και τις …προμήθειες.
Αυτό το διάστημα, διαψεύστηκαν και όλες οι δηλώσεις των υπουργών περί γρήγορης αποκλιμάκωσης των capital controls για να διαπιστώσουμε μία ακόμα φορά ότι μας κυβερνούν λίαν επιεικώς “απονήρευτοι” πολιτικοί.
Η κυβέρνηση μπήκε στο “σωστό” μνημονιακό ευρωπαϊκό δρόμο. Συμφώνησε σε υψηλά πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2022. Τα θέλω του Τσακαλώτου για 2,5% συν 1% για αναπτυξιακούς σκοπούς αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες. Η κυβέρνηση αποδέχτηκε και 2% πλεόνασμα για μία απίθανη περίοδο διάρκειας 37 ετών, δηλαδή από το 2023 μέχρι και το 2060, δηλαδή όσο χρόνο ήθελαν οι δανειστές για να κάνουν τα λιγότερα σε σχέση με την υπόσχεσή τους περί ελάφρυνσης του χρέους. Ελάφρυνση, την οποία δεν πήραμε τώρα, ούτε μετά τις γερμανικές εκλογές, αλλά στο χρόνο που (πάλι) ήθελαν οι δανειστές, δηλαδή μετά το τέλος του μνημονίου, δηλαδή τον Αύγουστο του 2018.
Μέχρι τότε, η κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί με την καθημερινότητα του πολίτη, με τη βελτίωση της ζωής του και με δύο έννοιες που μέχρι τώρα απεχθανόταν, τις “επενδύσεις” και τον “ιδιωτικό” τομέα. Γιατί όπως και η ίδια συμφώνησε, υπό συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας, μόνο αυτοί μπορούν να κάνουν την όποια διαφορά. Όπως λέει και ο ΣΕΒ.