Ως “εξαιρετικής σημασίας ευρήματα”, τα οποία “συμβάλλουν στην κατανόηση της διαμόρφωσης του μνημειακού -όπως αποδεικνύεται- αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης”, αλλά και ως “αναπόσπαστο τμήμα της ιστορικής στρωματογραφίας της πόλης, των οποίων η διάσωση και ορθή διαχείριση αποτελεί χρέος της πολιτείας και αναφαίρετο δικαίωμα των κατοίκων της” χαρακτηρίζει, με ψήφισμά του, τα ανασκαφικά ευρήματα στην περιοχή της στάσης του μετρό, Αγίας Σοφίας, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Στο ψήφισμα, που δημοσιεύτηκε σήμερα, σχεδόν δύο μήνες μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) για τη διατήρηση και ανάδειξη των δυο βυζαντινών ημικυκλικών πλατειών που βρέθηκαν στη βόρεια και νότια είσοδο του υπό κατασκευή σταθμού “Αγίας Σοφίας” του μετρό Θεσσαλονίκης, τονίζεται χαρακτηριστικά: “Ειδικά τα πρόσφατα ευρήματα, τα οποία ήρθαν στο φως στα σημεία όπου διανοίγονται οι είσοδοι του σταθμού Αγίας Σοφίας, είναι μοναδικής σημασίας και συμβάλλουν στην κατανόηση της διαμόρφωσης του μνημειακού -όπως αποδεικνύεται- αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης. Στο σημείο αυτό οι ανασκαφικές έρευνες είχαν ήδη αποκαλύψει από τον Ιούνιο του 2012, κάτω από τη σημερινή Εγνατία τον decumanus maximus των Ρωμαίων, τη μαρμαρόστρωτη Λεωφόρο των Βυζαντινών, που διέσχιζε την πόλη στον άξονα ανατολής – δύσης. Οι πρόσφατες έρευνες έφεραν στο φως τμήματα του κεντρικού πολεοδομικού ιστού στις οικοδομικές νησίδες που διαρθρώνονται βόρεια και νότια της Λεωφόρου στη συμβολή της με τον κάθετο άξονα που συμπίπτει με τη σημερινή οδό Αγίας Σοφίας: Μία εντυπωσιακή ημικυκλική πλατεία με μνημειακή κρήνη στο βορρά και τμήμα άλλης μεγάλης μαρμαρόστρωτης πλατείας με ελλειψοειδείς στοές στη νότια πλευρά του αρχαίου οδικού άξονα.
Προκύπτει λοιπόν ότι στη Θεσσαλονίκη ανοικτοί δημόσιοι χώροι με στοές και μνημειακά οικοδομήματα διαμόρφωναν το σημείο συνάντησης της κεντρικής Λεωφόρου (σημερινή Εγνατία) με τον κάθετο άξονα (σημερινή Αγίας Σοφίας). Οι διαμορφώσεις αυτές είναι αντίστοιχες με αυτές που μαρτυρούνται στην Κωνσταντινούπολη και κατατάσσουν τη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στα μεγάλα αρχαία αστικά κέντρα. Εξυπηρετούσαν τη δημόσια – θρησκευτική λειτουργία της πόλης και εικονογραφούν τις μεταλλαγές του αστικού χώρου στο πέρασμα από την αρχαιότητα στο μεσαίωνα”.
Πρόκειται, όπως είπε χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Αριστοτέλης Μέντζος, “για καλόβουλη αδιόρατη προειδοποίηση για τη σημαντικότητα των μνημείων και την αναγκαιότητα διατήρησης και ανάδειξής τους, που θα συμβάλει και στην ιστορική μελέτη αλλά και στην ανάδειξη άγνωστων μέχρι στιγμής στοιχείων για την ιστορική διαστρωμάτωση της πόλης”.
Σύμφωνα πάντως με τους επιστήμονες μελετητές των ευρημάτων και ειδικά αυτών πέριξ της μνημειακής decumanus maximus (της μνημειακής μαρμαρόστρωτης βυζαντινής λεωφόρου), προκύπτουν νέα στοιχεία για τη διαχρονία της βυζαντινής ζωής στη Θεσσαλονίκη, ακόμα πιο πρώιμα απ’ αυτά που αναφέρουν οι πηγές (πριν ακόμα και τον 10ο αιώνα), τις μορφές λατρείας του πολιούχου Αγίου Δημητρίου και των πομπών προς τιμήν του (μέσω της decumanus, αλλά και της καθέτου της, σημερινής οδού Αγίας Σοφίας, με στάσεις στον ναό της Παναγίας Χαλκέων ή καταφυγής, τον ομώνυμο ναό της Αγίας Σοφίας, σ’ αυτόν της Αχειροποιήτου και στη συνέχεια διά της ανόδου της στον Άγιο Δημήτριο), που ανάγονται ακόμη και στον 6ο -7μ.Χ αιώνα…
“Το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ εκτιμά ότι η σημασία των ανασκαφικών ευρημάτων στην περιοχή της στάσης του Μετρό, Αγίας Σοφίας, είναι εξαιρετική” σημειώνεται στο ψήφισμα, που καταλήγει πως: “Θεωρεί θετική την πρόσφατη απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για τη διατήρηση κατά χώραν των πρόσφατων ευρημάτων και θεωρεί ότι τα κατάλοιπα του μνημειακού κέντρου της Θεσσαλονίκης αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ιστορικής της στρωματογραφίας και η διάσωση και ορθή διαχείρισή τους αποτελεί χρέος της πολιτείας και αναφαίρετο δικαίωμα των κατοίκων της”.