Θεοδώρα Μπάκα: «Η όπερα δεν είναι μόνο για καλλιεργημένους θεατές»

Στην παραμυθένια Αρκαδία των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, σε ένα δάσος όπου κυριαρχεί το ανοίκειο, εξελίσσεται μια μπαρόκ όπερα με παλαιούς ήχους και εντυπωσιακά ενδύματα. Η «Βασίλισσα των ξωτικών» του συνθέτη Χένρι Πέρσελ είναι η νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. 

«Ποια τραγουδίστρια της όπερας δεν θα ήθελε να υποδυθεί μια τέτοια ηρωίδα;» υποστηρίζει η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα, που γοητεύτηκε από τον χαρακτήρα και τον θρήνο της Δάφνης αλλά και από τους συμβολισμούς γύρω από τις απροσδιόριστες σκιές που μας περιβάλλουν.

Μια μπαρόκ όπερα με ονειρική ατμόσφαιρα. Ποιος είναι ο βασικός κορμός;

Η «Βασίλισσα των ξωτικών» ανήκει στο είδος της ημι-όπερας (semi-opera), ένα σκηνικό είδος στο οποίο συνδυάζεται η πρόζα με ενόργανη μουσική, τραγούδια, εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης επέλεξε να φτιάξει μια δραματουργική συνέχεια, μια υπόθεση. Δύο άνθρωποι ερωτεύονται με πάθος και χάνονται μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος. Ο νεαρός Απόλλων καταλήγει στα νερά μιας σκοτεινής λίμνης και η Δάφνη περιπλανιέται θρηνώντας για τον χαμό του αγαπημένου της. Τα ξωτικά και οι προσωποποιημένες τέσσερις εποχές του δάσους συγκινούνται από τον σπαραγμό της Δάφνης και μέσα από διάφορες τελετουργίες επιδιώκουν την επανένωση με τον Απόλλωνα. Εκπληκτική είναι και η μουσική διεύθυνση του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου.

Τι σας γοήτευσε περισσότερο στην προσωπικότητα της Δάφνης;

Η Δάφνη είναι σαν να ζει μέσα σε ένα όνειρο που μεταμορφώνεται όσο το σκηνικό αλλάζει. Σημείο αναφοράς για μένα είναι το “Παράπονο”, το τραγούδι που λέει όταν νιώθει ότι έχασε για πάντα τον αγαπημένο της. Είναι η έκφραση του πόνου που προκύπτει από την απώλεια. Ο χαρακτήρας αυτός είναι πολύ γοητευτικός. Ποια τραγουδίστρια της όπερας δεν θα ήθελε να υποδυθεί μια τέτοια γυναικεία μορφή; Στη φωνή μου ως μεσόφωνου δυστυχώς δεν υπάρχουν στο ρεπερτόριο της όπερας πολλές τέτοιες ηρωίδες. Υπάρχει βέβαια η Κάρμεν, αλλά όχι η Τραβιάτα, η Τόσκα, η Μαντάμα Μπατερφλάι.

Ποιοι είναι συμβολισμοί σε σχέση με τον ανεξερεύνητο κόσμο του δάσους;

Το κομμάτι του δάσους, του «ανοίκειου τόπου» όπως τον έχει ονομάσει ο Γιάννης Σκουρλέτης, γεννά πολλά ερωτήματα. Υπάρχει στο ανοίκειο κάτι που μας γοητεύει. Μια άγνωστη επιθυμία που μας κάνει να θέλουμε να χαθούμε μέσα σε αυτό, ειδικά όταν νιώθουμε ότι θα συναντήσουμε εκεί ένα πρόσωπο που έχουμε αγαπήσει πολύ.

Πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για την όπερα;

Απέκτησα την πρώτη επαφή στην εφηβεία μου. Δεν είχα καμία σχέση με αυτό το είδος στα παιδικά μου χρόνια. Μεγάλωσα σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα και φυσικά δεν υπήρχε εκεί λυρικό θέατρο. Ασχολήθηκα κυρίως με το τραγούδι και η δασκάλα στο ωδείο μού γνώρισε την όπερα. Πρόκειται για μουσικό είδος που ξεκίνησε την εποχή του μπαρόκ, περίπου το 1600. Φανταστείτε λοιπόν πόσα έργα και πόση μουσική έχουν γραφτεί, πόσο μεγάλο είναι το ρεπερτόριο της όπερας. Το πιο δυνατό στοιχείο είναι ο συνδυασμός του θεάτρου με τον λόγο και τη μουσική.

Πιστεύετε ότι η όπερα θεωρείται πιο δυσπρόσιτο είδος για το ευρύ κοινό;

Υπάρχει η άποψη ότι η όπερα απευθύνεται στους ιδιαίτερα καλλιεργημένους θεατές ή στους ανθρώπους ανώτερης οικονομικής τάξης. Η αλήθεια είναι ότι σε κάποιες χώρες τον τελευταίο αιώνα τα ακριβά εισιτήρια της όπερας δημιούργησαν αυτή την αντίληψη. Υπάρχουν όμως πλέον πολύ πιο προσιτά εισιτήρια. Η καλλιέργεια αποτελεί πεδίο που έρχεται με την τριβή. Μυαλό, μάτια, συναίσθημα.

Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες για τους λυρικούς τραγουδιστές;

Χρειάζεται πολλή δουλειά γιατί πρέπει να αναπτύσσεται κανείς σε πολλά επίπεδα και διαφορετικά είδη τέχνης. Μια διαδικασία πνευματική και σωματική, στην οποία δοκιμάζει κανείς τα όριά του και απαιτεί θυσίες. Εκτός από το μάθημα του τραγουδιού, δεύτερο πολύ σημαντικό μάθημα είναι το μάθημα της υποκριτικής. Κάνουμε ακόμη μαθήματα κίνησης, μπαλέτου, ξιφασκίας. Αυτά είναι ένα πρώτο βήμα. Στη συνέχεια διαρκώς ανακαλύπτεις το σώμα σου και τη φωνή σου.

Εχει αλλάξει μέσα στον χρόνια ο τρόπος προσέγγισης της όπερας;

Οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγαλύτερες από τους σκηνοθέτες. Για κάποιες δεκαετίες ο ρόλος του τραγουδιστή ήταν στο επίκεντρο. Σήμερα δεν είναι έτσι τα πράγματα και εν μέρει ευτυχώς, κατά την άποψή μου. Οταν το τραγούδι συνδυάζεται με δουλειά στο κομμάτι της υποκριτικής, η όπερα ζωντανεύει τόσο που γίνεται ένα θέαμα που αγγίζει το τέλειο.

Πώς υποδέχεται ο κόσμος τη μουσική που δεν συνηθίζει να βλέπει και να ακούει στην οθόνη του;

Οταν δει μια συναυλία κλασικής μουσικής, ειδικά στην περιφέρεια, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο το απολαμβάνει. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν ακούσει ποτέ τέτοια μουσική. Μπορεί να μην ξέρουν τι είναι μια άρια ή πόσο σημαντική είναι η μουσική του Μπαχ. Μετά τις συναυλίες όμως έρχονται με ένα φως στα μάτια, γιατί βίωσαν κάτι που δεν έχουν συνηθίσει. Διψάνε για τέτοια ερεθίσματα. Ειδικά την περίοδο της κρίσης υπάρχει μεγάλη ανάγκη για τέχνη που γίνεται με λεπτοδουλειά και αφοσίωση.

Τα είδη μουσικής που σας συγκινούν περισσότερο;

Μεγάλωσα ακούγοντας κλασική μουσική και παραδοσιακές μουσικές της Ελλάδας και άλλων χωρών. Τραγουδάω μουσική από την εποχή του μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του πρώιμου και ύστερου μπαρόκ. Με συγκινεί το πρώιμο ελληνικό ρεμπέτικο αλλά και σύγχρονοι Ελληνες δημιουργοί. Ενα μωσαϊκό ετερόκλητων ακουσμάτων.

Info:

11, 12 Μαΐου

Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής

Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Μουσική διεύθυνση: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος

Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης / bijoux de kant

Συμμετέχει το Σύνολο Παλαιάς Μουσικής Latinitas Nostra και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων

Ετικέτες