Ο γνωστός στιχουργός και συγγραφέας Οδυσσέας Ιωάννου μιλάει στον Παναγιώτη Φρούντζο για την ώρα «Κοινής ησυχίας».
Οκτώ µουσικοί και ένας ραδιοφωνικός παραγωγός περιµένουν στον σταθµό ένα τρένο που καθυστερεί. Είναι ο τόπος όπου θα συναντηθούν συναισθήµατα, σκέψεις, εικόνες και µελωδίες. Αυτά συνέβαιναν κάποια χρόνια πριν στη σκηνή του θεάτρου ∆ιάνα στο «9:05». Η σκηνοθεσία ήταν του Παντελή Βούλγαρη και το κείµενο του Οδυσσέα Ιωάννου. Σήµερα στη σκηνή του ίδιου θεάτρου η Ελένη Ράντου –στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά– ενορχηστρώνει τη δράση στο νέο έργο του γνωστού στιχουργού, ραδιοφωνικού παραγωγού και συγγραφέα µε τίτλο «Κοινή ησυχία». Στην καινούργια του θεατρική περιπέτεια ο Οδυσσέας Ιωάννου αναζητάει τα χαµένα µας όνειρα και τις µαταιωµένες προσδοκίες µας και φέρνει ξανά στη σκηνή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου ο οποίος ερµηνεύει 30 σπουδαία τραγούδια. Το Documento αναζήτησε τον Οδυσσέα Ιωάννου και µίλησε µαζί του για την κρίση, την ώρα κοινής ησυχίας και την ακατάβλητη δύναµη του ονείρου.
«Κοινή ησυχία» λοιπόν και ας ξεκινήσουµε συµβατικά: τι είναι και ποια η σύνδεσή της µε το προηγούµενο έργο σας «9:05»;
Στο «9:05» αναφερθήκαµε στα συλλογικά µας βιώµατα από τη µεταπολίτευση µέχρι την κρίση. Προσπαθήσαµε να βρούµε τους κοινούς µας τόπους σε εποχές που ο θυµός και η οργή –δικαιολογηµένα και τα δύο– δεν άφηναν περιθώρια για τίποτε ενωτικό. Στην «Κοινή ησυχία» µπαίνουµε στο µικροκλίµα ενός νεαρού ζευγαριού σήµερα που έχει παρασυρθεί από τα απόνερα της κρίσης. Προσπαθούν να θυµηθούν ξανά πώς ξεκίνησαν, να ξαναπούν όµορφα λόγια µεταξύ τους, να ξαναβρούν το πείσµα τους. Ενας δεύτερος άξονας είναι το δίκιο γενικά και πόση σηµασία έχει. Κανένας δεν µας υποσχέθηκε ότι δεν θα αδικηθούµε στη ζωή µας. Αυτό δεν µπορεί να γίνεται άλλοθι για παραίτηση ούτε σου δίνει το δικαίωµα να ζητάς αίµα στο όνοµά του. Αν πιστεύεις ότι η πεποίθησή σου πως είχες δίκιο δικαιολογεί φρικαλεότητες, κάτι έχει κακοφορµίσει µέσα σου.
Ο τίτλος «Κοινή ησυχία» µεταφέρει ένα φορτίο αρνητικής ενέργειας. ∆ηλώνει την ώρα που όλοι λουφάζουν και ενοχλούνται από τους θορύβους της πόλης. Είναι η ώρα της ενδοσκόπησης, της περισυλλογής και της διαφύλαξης της ατοµικότητας;
Κάθε άλλο. Είναι η ώρα το όνειρο να αρχίσει ξανά να κάνει φασαρία. Κόντρα στην κοινή ησυχία. Τα τελευταία χρόνια έχασε την ορµή του, έσπασε πάνω σε µαταιώσεις, ίσως το φορτώσαµε κι εµείς µε πολλές προσδοκίες, όµως η δουλειά του δεν είναι να µας δίνει τις λύσεις. Ονειρευόµαστε για να κοιτάµε ψηλά. ∆εν πρόκειται να πάµε στα αστέρια, αλλά τουλάχιστον να µην τα χάσουµε από τα µάτια µας.
Στην «Κοινή ησυχία» συναντιέστε ξανά µε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ποιος είναι στην πραγµατικότητα ο καλλιτέχνης που µαζικοποίησε το ελληνόφωνο ροκ;
Ξέρω ότι ακούγεται ως επίταση του στερεότυπου αλλά η φράση «αιώνιος έφηβος» λέει όλη την αλήθεια. Είναι απίστευτα καλόψυχος άνθρωπος, έχει καταφέρει να κερδίσει την αγάπη –όχι απλώς τον καλλιτεχνικό σεβασµό– όσο κανένας άλλος. Το βλέπεις στα µάτια του κόσµου όταν τον ακούνε. Παίρνει βέβαια αυτό που δίνει. Ανοιξε µε τα χέρια του έναν δρόµο και δηµιούργησε µια παράδοση που δεν υπήρχε στην Ελλάδα. Είναι ο µοναδικός µη λαϊκός τραγουδιστής που έχει καταφέρει να γίνει πανεθνικός και για πολλές γενιές.
Αναφέρετε συχνά πως η κοινή πραγµατικότητα µε την οποία καταπιαστήκατε στο «9:05» έχει το µισό δίκιο. Πώς δικαιώνεται κατά το ήµισυ η πραγµατικότητα και κατά πόσοαποτελεί αντικειµενική συνθήκη;
Φυσικά και είναι αντικειµενική συνθήκη εφόσον συµβαίνει. ∆εν µπορούµε να το αρνηθούµε αυτό. Με τη λέξη δικαίωση εννοώ πως έχουµε φτάσει µέχρι εδώ όλοι µας και µε νίκες ενώ µας αρέσει να µνηµονεύουµε µόνο τις ήττες. Εχουν γίνει και πολύ καλά πράγµατα, έχουµε πολλά κερδισµένα ως κοινωνίες και δηµοκρατίες· δεν γίνεται να τα µηδενίζουµε όλα. Το ότι καθόµαστε τώρα εµείς οι δύο και κουβεντιάζουµε για θέατρο και για τραγούδι δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Σε άλλες εποχές δεν ήταν. Η παγίδα είναι να δεις την πραγµατικότητα που βιώνεις ως µονόδροµο, ως µοναδική επιλογή, να παραδοθείς σε κάτι που θεωρείς ότι σε υπερβαίνει, ενώ στην ουσία το υπερβαίνεις εσύ.
Το πέρασµα στην «Κοινή ησυχία» λέτε ότι σηµατοδοτεί το πέρασµα στο άλλο µισό, στο όνειρο. Το όνειρο συνιστά το άλλο µισό της πραγµατικότητας; Το όνειρο δεν είναι η άρνηση του πραγµατικού;
Οχι, λειτουργεί συµπληρωµατικά. Είναι κι αυτό µια παράλληλη πραγµατικότητα, δεν είναι απλώς ποιητική κατασκευή. Επίσης θεωρώ ότι το όνειρο δεν δικαιώνεται µε την πραγµάτωσή του –η οποία µπορεί να µην έρθει ποτέ–, είναι δικαιωµένο ήδη από την ύπαρξή του. Με το που ξεκινάς να ονειρεύεσαι κάνεις την υπέρβαση και το δικαιώνεις.
Ο Θάνος Μικρούτσικος συνήθιζε να επικαλείται την αποστροφή του Νίκου Καββαδία: «Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται». Είχατε όνειρα που µοιραζόσασταν µε τον Θάνο;
Μοιραζόµασταν τη ζωή µας, την καθηµερινότητά µας, τις οικογένειές µας. Τα τραγούδια που γράψαµε µαζί ήταν κάτι δευτερεύον σε αυτήν τη σχέση. Προσπαθώ να του µοιάσω στο ελάχιστο, στο πείσµα του για τη ζωή, στον παθιασµένο τρόπο µε τον οποίο τα ζούσε όλα. Και αισθάνοµαι πως µια από τις παρακαταθήκες του ήταν αυτό που έγραψα όταν έφυγε: «Μην αφήσετε κανέναν να πει κακή κουβέντα για το όνειρο, µην αφήσετε κανέναν να σας πείσει πως ο κόσµος δεν µπορεί να γίνει οµορφότερος».
Ο κόσµος µας, ένας κόσµος που καθηµερινά βοµβαρδίζεται µε µηνύµατα κατατροµοκράτησης, αφήνει χαραµάδες για ναπεράσει το όνειρο;
Η χειρότερη τροµοκράτηση δεν είναι η «έξωθεν» αλλά εκείνη που επιβάλλουµε οι ίδιοι στον εαυτό µας. Πιστεύουµε τις φήµες περισσότερο από τα µάτια µας. Οι προσωπικοί µας αισθητήρες έχουν ατροφήσει. Αυτοπεριοριζόµαστε, µαζευόµαστε, πέφτει δίπλα µας ένας άνθρωπος και χάνεται κι εµείς πηγαίνουµε γύρω γύρω από την τρύπα για να µην πέσουµε κι εµείς µέσα. Ο καθένας µας πρέπει να θρέψει το όνειρο του άλλου. ∆εν βλέπω άλλον τρόπο.
INFΟ
«Κοινή ησυχία» του Οδυσσέα Ιωάννου
Θέατρο Διάνα, Πέμπτη- Κυριακή
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γράφει…
Μετά το «9:05» με έτρωγε να κάνουμε κάτι σαν συνέχεια αυτής της παράστασης. Μου άρεσε αυτή η επαφή με τον κόσμο και το πώς μπλεκόταν ο λόγος του Οδυσσέα με τη μουσική μου. Πώς αυτά γίνονταν ένα στη σκηνή. Πέντε χρόνια μετά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και αποφασίσαμε τη συνέχεια αυτού του εγχειρήματος. Μαζί μας είναι και η Ελένη, με την οποία συνεργάζομαι πρώτη φορά στο θέατρο. Είμαστε τρία άτομα που γνωριζόμαστε καλά πολλά χρόνια, αγαπάμε ο ένας τον άλλο και έτσι όλο αυτό μας βγήκε αβίαστα. Η Σοφία και ο Μιχάλης δίνουν κι αυτοί το στίγμα τους. Ζούμε σε μια εποχή με πολλές προσδοκίες και όνειρα που φαίνονται να βουλιάζουν και δεν πρέπει να σταματάμε να βλέπουμε το φως και την ελπίδα. Η «Κοινή ησυχία» πρεσβεύει αυτό το καινούργιο ταξίδι. Να μην ξεχνάμε να ονειρευόμαστε και να αγαπάμε.