O στιχουργός, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός μάς αφηγείται μικρές προσωπικές ιστορίες λίγο πριν από τις δύο μεγάλες συναυλίες-γιορτή για τα «30 χρόνια λόγια στα τραγούδια».
Ο Οδυσσέας Ιωάννου δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις. Στη δική μας απόλαυσα τον στρωτό του λόγο αλλά και την ταπεινοφροσύνη του. Οταν του είπα πως «Το δίκιο μου» είναι ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα λαϊκά τραγούδια μου απάντησε: «Βάλ’ το όμως δίπλα στη “Δραπετσώνα” του Μίκη και θα δεις ότι δεν φτουράει». Στιχουργός, συγγραφέας, συνοδοιπόρος του Θάνου Μικρούτσικου, μα πάνω απ’ όλα η αγαπημένη φωνή των νιάτων μας μέσα από τη συχνότητα κάποτε του Μελωδία. Η κουβέντα μας έγινε με αφορμή τις δύο συναυλίες με τα τραγούδια του στο Christmas Theater στις 6 και 7 Νοεμβρίου με τίτλο «Οι δικοί μου άνθρωποι». Οσοι δηλαδή θα ανέβουν στη σκηνή μαζί του: Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Γιάννης Κότσιρας, Σωκράτης Μάλαμας, Χρήστος Θηβαίος, Νατάσσα Μποφίλιου, Θέμης Καραμουρατίδης, Γιώτα Νέγκα, Χρήστος Μάστορας, Ρίτα Αντωνοπούλου.
Πόσο καιρό ετοιμαζόταν το συναυλιακό αφιέρωμα στα τραγούδια σας;
Εδώ και δυόμισι χρόνια μού είχε κάνει την πρόταση ο Μιχάλης Κουμπιός και του έλεγα «όχι» για δύο λόγους: ο ένας ήταν ότι δεν μου αρέσει να κάνω ταμείο στη ζωή μου, αφού ποτέ δεν χωρίζω τη ζωή μου σε περιόδους. Το ότι έκλεισα 30 χρόνια –31 για την ακρίβεια– δεν βλέπω να είναι κανένα απολύτως ορόσημο. Είναι μια ακόμη στιγμή πάνω στη γραμμή των στιγμών της ζωής μου. Ο άλλος λόγος ήταν ότι είναι πολύ νωρίς, αφού είμαι νέος ακόμη.
Ο Κουμπιός πάντως δικαιώθηκε. Η πρώτη συναυλία έγινε sold out και προσθέσατε μια δεύτερη ακόμη.
Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν έρχονται για μένα. Εχω φέρει δέκα τραγουδιστές τους οποίους λατρεύει όλη η Ελλάδα. Είναι συλλογική ιστορία, δεν χρεώνομαι καμιά προσωπική επιτυχία. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι που μ’ αγαπούν από το ραδιόφωνο ακούγοντάς με για πολλά χρόνια, οπότε θα είπαν «πάμε ν’ ακούσουμε τη φωνή που ακούγαμε όταν σπουδάζαμε».
Πότε ξεκίνησε ο έρωτας με τις λέξεις;
Οσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, όσα έχω κάνει στη ζωή μου έγιναν με παραίνεση. Στίχους έγραψα επειδή με πίεσε ο Τσακνής. Βιβλίο έβγαλα όταν η Μπούρα διάβασε κάποια στιγμή ένα διήγημά μου στο περιοδικό «Μετρό» και μου ζήτησε άλλα εννέα διηγήματα για να γίνουν βιβλίο. Εχω την αίσθηση τώρα ότι το ελληνικό τραγούδι με μάζεψε πραγματικά απ’ τον δρόμο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα Κεφαλληνίας και Φυλής, όπου στην ίδια οδό έμεναν τότε ο Λοΐζος, ο Μικρούτσικος και ο Σιδηρόπουλος.
Ο Λειβαδίτης επίσης και ο Charlie των Νοστράδαμος. Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι αυτοί, αλλά και οι οίκοι ανοχής. Ως παιδιά έπεφτε μέσα η μπάλα μας και πηγαίναμε να την πάρουμε. Δυστυχώς στην πορεία έμαθα ότι πολλά παιδιά απ’ τις παρέες εκείνες «πήγαν» από ναρκωτικά, γι’ αυτό λέω ότι το τραγούδι εμένα μου έδωσε ένα σπίτι και μια ασφάλεια σε μια εποχή που ήταν πολύ εύκολο να χαθώ. Στο ελληνικό τραγούδι, το ξένο μυθιστόρημα και το ποδόσφαιρο χρωστάω την προσωπική μου θωράκιση.
Ποιο είναι το πρώτο τραγούδι που γράψατε;
Το «Ζεϊμπέκικο της Πατησίων» του Διονύση Τσακνή με τη Βούλα Σαββίδη. Ηταν το μεγάλο comeback της Σαββίδη μετά τον Χατζιδάκι. Ζητήθηκαν για τον δίσκο της τραγούδια από πολλούς συνθέτες και στιχουργούς. Του Διονύση δεν του έβγαινε στίχος. «Οπως σ’ ακούω στο ραδιόφωνο» μου είπε, «πιστεύω ότι μπορείς να γράψεις». Ετσι μου βγήκε αβίαστα το κομμάτι που μιλούσε για την Πατησίων που μεγάλωσα. Επίσης, επειδή εγώ δεν έχω ονομαστική εορτή και τα γενέθλιά μου έπεφταν πάντα μέσα στις διακοπές, 5 Ιανουαρίου, δεν είχα λόγο να πάω ένα γλυκάκι στο σχολείο για να μου πουν χρόνια πολλά. Να ένα τραύμα! Το πρώτο μου στιχούργημα γράφτηκε για την Πατησίων και για τα γενέθλιά μου.
Με τον Τσακνή ήσασταν φίλοι, πώς έγινε όμως το μεγάλο ξάνοιγμά σας;
Μετά το 2010, όταν έφυγα απ’ τον Μελωδία. Από τους εννέα προσωπικούς δίσκους οι έξι εφτά έγιναν μετά, εξαιρουμένης της «Θάλασσας στη σκάλα». Μπορεί αυτό το άλμπουμ να είναι το ορόσημό μου, αλλά είχα φάει το παραμύθι και δεν με συγχωρώ γι’ αυτό. Εννοώ την ενοχή ότι απαγορεύεται να είσαι στο ραδιόφωνο και να γράφεις τραγούδια. Μου το πέρασαν πάρα πολύ αυτό οι δημοσιογράφοι. Εγινε, τελείωσε και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.
Πώς σχολιάζετε τον Μελωδία του 2023;
Εχει γίνει εξαιρετικό ipod αλλά όχι ραδιόφωνο. Πολύ καλά τραγούδια, αλλά ατάκτως ερριμμένα. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό, γιατί έχουν γίνει ολόκληρες έρευνες για το playlist και ο κόσμος θέλει αυτό. Τώρα ο 9,84 π.χ. απ’ το μεσημέρι και μετά είναι ένας πιο ανοιχτός Μελωδία. Μιλάμε για ένα πολυσυλλεκτικό ραδιόφωνο και, δυστυχώς ή ευτυχώς, το ελληνικό τραγούδι δεν είναι πια η προτεραιότητα του κόσμου. Ο κόσμος δεν έχει διάθεση να ακούσει καινούργια πράγματα, δεν θέλει το ξεβόλεμα αλλά αυτά που ξέρει. Γι’ αυτό και πάντα ύστερα από ένα άγνωστο τραγούδι θα ακούσεις ένα πανεθνικό σουξέ. Δεν τους παίρνει να παίξουν στη σειρά δύο τραγούδια άγνωστα. Υπάρχουν και οι βαθμολογίες. Παίζεις είκοσι δευτερόλεπτα από ένα καινούργιο κομμάτι και το κοινό το βαθμολογεί από 1 μέχρι 5, έτσι γίνονται οι έρευνες. Το χειρότερο είναι ότι δεν συνδέουν το ελληνικό τραγούδι με ιστορικά γεγονότα και την εποχή του. Εγκληματικό αυτό!
Ποιους στιχουργούς θεωρούσατε φάρους σας;
Λατρεύω παθολογικά τους Μάνο Ελευθερίου – Αλκη Αλκαίο. Εχω ζηλέψει την καθαρότητα του ακαριαίου στίχου του Ακη Πάνου, θα ήθελα τρομερά να γράψω έστω δύο λαϊκά τραγούδια σαν τα δικά του. Λατρεύω τον Γιάννη Θεοδωράκη, αφού τα «Δακρυσμένα μάτια» είναι το τραγούδι της ζωής μου.
Πότε νιώσατε να μπαίνετε σ’ αυτήν τη μεγάλη οικογένεια των στιχουργών;
Καταρχάς, μακάρι να έχω μπει και με κολακεύει αυτό που λέτε. Αμα με διαβάσετε, στιχουργός δηλώνω τα τελευταία έξι χρόνια. Παραγωγός ραδιοφώνου δήλωνα ακόμη κι αν μου ζητούσαν συνεντεύξεις για δίσκους μου.
Τι πιστεύετε ότι σας έδεσε τόσο με τον Θάνο Μικρούτσικο;
Με ένωσε η αναστάτωση όταν άκουσα δύο τραγούδια από μια κασέτα συμμαθήτριάς μου: Το «Federico Garcia Lorca» και «Για τον φτωχό Μπέρτολτ Μπρεχτ». Επαθα το σοκ της ζωής μου, γιατί μέχρι τότε άκουγα Pink Floyd και λαϊκά από το Δεύτερο Πρόγραμμα. Ποτέ μου δεν υποχώρησε το ρίγος αυτό και δεν απομυθοποιήθηκε στα μάτια μου. Με είχαν κάνει δύο τραγούδια να θέλω αυτό τον άνθρωπο στη ζωή μου. Στην πορεία γνώρισα έναν άνθρωπο στον οποίο αν και καταλογίζουν εγωπάθεια, εγώ θα τη χαρακτήριζα εγωπάθεια του στιλ «κοίτα με, κάνω ποδήλατο χωρίς χέρια». Δεν υποδυόταν κάτι, μπορούσε να τρώει τη φέτα και τα χέρια του να κινούνταν σαν να διηύθυνε λαϊκή ορχήστρα.
Ησασταν πολυμελής οικογένεια;
Οι γονείς μου κι εγώ, με έναν μεγαλύτερο αδερφό. Η μητέρα μου ήταν θυρωρός στην πολυκατοικία. Ζούσαμε σ’ ένα υπόγειο που παραχωρούσαν στους θυρωρούς, όχι πάνω από 35 τετραγωνικά – κρεβάτι δεν χώραγε και είχαμε πολυθρόνες που άνοιγαν. Μες στο σπίτι μας είχαμε τον λέβητα του καλοριφέρ, ο οποίος πλημμύριζε συχνά. Οταν δούλευε δεν μπορούσες ούτε να διαβάσεις ούτε να κοιμηθείς. Παρ’ όλα αυτά, δεν αισθάνομαι καμία αδικία και δεν έχω τίποτε δυσάρεστο να αφηγηθώ. Δεν φέρω κανένα τραύμα από εκείνα τα χρόνια. Την ψυχανάλυσή μου την έκανα μόνος μου μέσα από το ξένο μυθιστόρημα και κυρίως μέσα από το αδιάρρηκτο παρεάκι των Ντοστογέφσκι – Καμύ – Κάφκα. Τους λατρεύω όλους, ακούστε όμως και κάτι φοβερά εντυπωσιακό που συνέβαινε στην πολυκατοικία: η κοινωνική διαστρωμάτωση δεν είχε να κάνει με την περιοχή που έμενες αλλά με τον όροφο. Ολα τα διαμερίσματα σε εμάς απ’ τον πρώτο ως τον έκτο όροφο ήταν δίδυμα: ίδια τετραγωνικά, ίδια διαρρύθμιση. Συνειδητοποίησα ότι η μητέρα μου μιλούσε στον ενικό μέχρι τον τρίτο και στον πληθυντικό στα άλλα τρία πατώματα. Οταν τη ρώτησα γιατί γινόταν αυτό, μου απάντησε πως αυτός που έμενε στον πέμπτο ήταν διευθυντής τραπέζης. Ολα τα παιδιά όμως παίζαμε ισότιμα, δεν υπήρχαν διαχωρισμοί και ο πλούσιος ήταν ανάμεσά μας. Αυτό χάθηκε, σήμερα θεωρείται προνόμιο να μένεις στην τάδε περιοχή και έτσι δημιουργείται γκετοποίηση.
Παραμένετε αριστερός;
Φυσικά. Οι βασικές σου αρχές δεν αλλάζουν με τίποτε. Προσπαθώ να έχω ενωτική ματιά. Δεν θέλω να εκδικηθεί κανέναν η Αριστερά, θέλω να νικήσει. Με σοκάρει ο διχαστικός λόγος στα ΜΜΕ και τα τυπάκια που από ένα πληκτρολόγιο στο Χαλάνδρι γράφουν να χυθεί αίμα. Εχουν καταλάβει πως άμα χυθεί αίμα, δεν φεύγει η μυρωδιά απ’ τα χέρια για τρεις γενιές; Ή μήπως πιστεύουν πως το να έχεις δίκιο αθωώνει το αίμα; Καταλογίζω κάτι στον ΣΥΡΙΖΑ: δεν είναι φασίστες όσοι ψηφίζουν ΝΔ, ούτε ρεμούλες κάνουν όλοι. Δεν μπορείς να τσουβαλιάζεις έτσι τον κόσμο. Μας χωρίζουν θεόρατες διαφορές με τη Δεξιά, αλλά καλύπτονται απ’ το σύνθημα «Μητσοτάκη, γαμιέσαι»; Μπορεί η αριστερή ιδεολογία να εξαντλείται στην επίθεση στο πρόσωπο ενός πρωθυπουργού;
Οταν γράφετε ένα τραγούδι, ακόμη κι αν είναι ερωτικό, νιώθετε ότι συμβάλλετε στον πόλεμο κατά του εκφασισμού της κοινωνίας;
Σίγουρα όχι με μεγαλοϊδεατισμό. Ανατρέχω στην περίφημη φράση του Ντοστογέφσκι ότι η ομορφιά σώζει τον κόσμο. Η διαφορά μεταξύ αισιόδοξου και απαισιόδοξου δεν είναι η πρόβλεψη του μέλλοντος – αυτό το κάνουν και οι καφετζούδες. Μία είναι η διαφορά: το παρόν. Αν εγώ σήμερα γράψω ένα τραγούδι που να λέει ότι αύριο θα πεθάνουμε όλοι αλλά ως κώδικας είναι τραγουδάρα, πρόκειται για κάτι αισιόδοξο, αφού σημαίνει ότι συνεχίζουμε να παράγουμε ομορφιά. Αν πάλι γράψω ότι όλα πάνε τέλεια αλλά το τραγούδι είναι άθλιο, πρόκειται για τον ορισμό της απαισιοδοξίας.
Συνεργάζεστε σταθερά τα τελευταία χρόνια με τον Θέμη Καραμουρατίδη για πολλές σπουδαίες φωνές.
Ο Θέμης είναι θηριώδες ταλέντο στη μελωδία με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στις προηγούμενες γενιές, σ’ αυτά που τον μεγάλωσαν. Δεν είναι πατροκτόνος, παρόλο που η πατροκτονία χρειάζεται για να προχωρήσεις. Επίσης, ένας τεράστιος μάστορας του στούντιο. Δεν ξέρω πού το σπούδασε, αλλά είναι αδιανόητο για την ηλικία που βρίσκεται. Χωρίς να είναι χαμαιλέοντας, μπορεί να γράψει λαϊκό τραγούδι για τη Νέγκα και μπαλάντα για τον Παπακωνσταντίνου. Αμέσως συγχρωτιστήκαμε, αλλά εκείνος με προσέγγισε αφού εγώ ίσαμε τότε δεν είχα σκεφτεί καν να δουλέψω μ’ έναν άνθρωπο κατά δεκαπέντε χρόνια μικρότερό μου.