Ωδή στο ελληνικό καλοκαίρι

Ωδή στο ελληνικό καλοκαίρι
Εργο της Μαρίας Φιλοπούλου

Ο ήλιος και η θάλασσα της Ελλάδας σε βιβλία των Πάτρικ Λι Φέρμορ, Χένρι Μίλερ, Ζακ Λακαριέρ και Τζον Φόουλς.

Το 1933, σε ηλικία 18 χρόνων, ο Πάτρικ Λι Φέρµορ ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη µε τα πόδια – συγκεκριµένα από την Ολλανδία στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε την Πρωτοχρονιά του 1935. Το ταξίδι συνεχίστηκε στις περιοχές των Σαρακατσάνων, στα µοναστήρια των Μετεώρων και τα χωριά των Κραβάρων. Οι πολύτιµες καταγραφές που µας έχει κληροδοτήσει για τη σύγκρουση αρχαίου και σύγχρονου κόσµου στον ελλαδικό χώρο, τη µοναστική ζωή καθώς και την καθηµερινότητα και τις τελετές των Σαρακατσάνων περιλαµβάνονται στο βιβλίο «Ρούµελη» (Μεταίχµιο, µετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος) το οποίο εκδόθηκε το 1966. Ο Βρετανός ταξιδιώτης γνωρίζει τους τσοπάνηδες και ζει µαζί τους στον κόσµο των παγανών, των ξωτικών, των πνευµάτων, των λυκάνθρωπων. «Οι νεαροί Σαρακατσάνοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειµένοι στις νεράιδες» γράφει. «Πέφτοντας κατά λάθος πάνω στο γλέντι τους, χάνουν τη λαλιά τους και τα λογικά τους, όπως µεταµορφώνονται µερικές φορές οι θνητοί σε δέντρα αν είχαν την κακιά τύχη να διακόψουν τον χορό των Νυµφών».

Μαρία Φιλοπούλου, «Ανάταση», λάδι σε καμβά

Θλίψη για τους «εργολάβους της καρδιάς» µας

Οσο µεταφυσικό είναι το ταξίδι της νιότης του άλλο τόσο ρεαλιστικό είναι εκείνο της ωριµότητάς του τη δεκαετία του 1960, όταν για πολλοστή φορά πλέον θα βρεθεί στην Αθήνα που βιώνει διαρκή µετασχηµατισµό. Τον οργασµό ανοικοδόµησης συµπληρώνει το σκηνικό της επέλασης των τουριστών. «∆ιέσχισα την καυτή πλατεία Συντάγµατος ως το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, διψώντας για ένα ποτό της παρηγοριάς […] Πολλή από τούτη την ασταµάτητη αρχιτεκτονική δραστηριότητα µπορεί να ξεπήδησε από την ξαφνική άνθηση του τουρισµού. Η πρώτη αντίδραση κάποιου σ’ αυτή την αναπάντεχη τύχη είναι η ικανοποίηση: η ελληνική οικονοµία χρειάζεται αυτά τα έσοδα· η δεύτερη είναι θλίψη».

Πρώτο θύµα της αλλοτρίωσης είναι η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη. Η Πλάκα πλέον έχει χάσει την αλλοτινή αθωότητά της. «Μπορεί να χαίρονται οι οικονοµολόγοι αλλά πολλοί παλιοί Αθηναίοι ξέρουν ότι σε µερικά χρόνια έχει µετατρέψει αρχοντικά νησιά και γαλήνιες ακτές σε κατάµεστες κολάσεις. Στην ίδια την Αθήνα πολλές θαυµάσιες παλιές ταβέρνες έχουν µετατραπεί σε ανοίκειο εφιάλτη µπασταρδεµένου φολκλόρ και κακού κρασιού. Σε αυτές συρρέουν υπάκουα κοπάδια που τα σαλαγάνε ξεναγοί µε µάτια σαν κουµπιά, Μέντορες και Στέντορες επίσης, µε όλο το Μάντσεστερ, όλη τη Λιόν, όλη την Κολονία και τις µισές µεσοδυτικές πολιτείες κατά πόδας».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Χένρι Μίλερ ζούσε στο Παρίσι, στο ίδιο σπίτι µε µια φίλη του η οποία ταξίδευε πολύ. Μέσα από τις αφηγήσεις της απέκτησε ενδιαφέρον για την Ελλάδα, την οποία του περιέγραφε γλαφυρά για καιρό ο Λόρενς Ντάρελ στα γράµµατα που του έστελνε από την Κέρκυρα όπου ζούσε µόνιµα. Το 1939 αψηφώντας τα µηνύµατα του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα φιλοξενούµενος του Ντάρελ. Κατά την παραµονή του συνδέθηκε µε τον Κατσίµπαλη, τον Σεφέρη, τον Αντωνίου, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Τσάτσο. Στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» (Μεταίχµιο, µετάφραση Ιωάννα Καρατζαφέρη) που εκδόθηκε το 1941 περιγράφει όσα έζησε.

Η πρώτη του εµπειρία ήταν εκείνη της αφόρητης καλοκαιρινής ζέστης. Τη µέρα που έφτασε στο λιµάνι του Πειραιά στις εννιά το πρωί η θερµοκρασία όπως γράφει ήταν τουλάχιστον 47 βαθµοί κάτω από τον ήλιο. Παρά την αφόρητη ζέστη, το πρώτο πράγµα που θέλησε να κάνει ήταν να κατευθυνθεί µε ταξί στην Ακρόπολη. «Είχα την εντύπωση πως είχα χώσει στην τσέπη µου ολόκληρο µάτσο και ένιωθα πως θα µπορούσα να πληρώσω τον λογαριασµό, όσο υπερβολικός κι αν ήταν. Ηξερα πως θα µας κορόιδευαν και το περίµενα µε χαρά. Το µόνο πράγµα που ήταν ακλόνητο στο µυαλό µου για τους Ελληνες ήταν ότι δεν µπορούσες να τους εµπιστευθείς· θα απογοητευόµουν εάν ο ξεναγός µας αποδεικνυόταν µεγαλόψυχος και ιπποτικός».

Στην Υδρα έµεινε αρκετές µέρες «κατά τις οποίες ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλιά, επισκέφθηκα τα σπίτια αρκετών ναυάρχων, έκανα αφιερώµατα στους αγίους που προστατεύουν το νησί, προσευχήθηκα για τους πεθαµένους, τους χωλούς και τους τυφλούς στο ξωκλήσι που ακουµπάει στο σπίτι του Γκίκα, έπαιξα πινγκ πονγκ, ήπια σαµπάνια, κονιάκ, ούζο και ρετσίνα στο Ολντ Κιριόζιτι Σοπ, ξενύχτησα µ’ ένα µπουκάλι ουίσκι µιλώντας στον Γκίκα για τους µοναχούς του Θιβέτ». Μεταξύ των τόπων που είδε ήταν και το Ναύπλιο, το οποίο τη νύχτα του φάνηκε θλιβερό και ερηµωµένο. «Είναι ένας τόπος που έχει χάσει την αίγλη του, όπως η Αρλ ή η Αβινιόν. Στην πραγµατικότητα θυµίζει, µε πολλούς τρόπους, γαλλική επαρχιακή πόλη, τη νύχτα ακόµη περισσότερο».

Μαρία Φιλοπούλου, «Underwater swimmer», λάδι σε καμβά

Τα πολλά ονόµατα των αστερισµών

Ο Ζακ Λακαριέρ ονειρεύτηκε πολλές φορές την Ελλάδα στην εφηβική του ηλικία, όταν µαθητής του λυκείου περίµενε µε αγωνία το µάθηµα των αρχαίων ελληνικών. Τότε έστησε στο µυαλό του τη δική του ιδανική Ελλάδα, την οποία αγάπησε βαθιά. Η αληθινή του γνωριµία µε τη χώρα γίνεται το 1947 σε µια σειρά ταξιδιών που ολοκληρώθηκαν το 1966. Στο «Ελληνικό καλοκαίρι» (Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή, µετάφραση Ιωάννα ∆. Χατζηνικολή) καταγράφει τις εµπειρίες του στον Αθω, στην Επίδαυρο, στις Μυκήνες, στην Αρκαδία, στους ∆ελφούς και στα νησιά.

Με την αποβίβασή του στην Κρήτη τον Σεπτέµβριο του 1950 κατευθύνθηκε αµέσως στην Κνωσό, χωρίς να ρίξει δεύτερη µατιά στην πόλη του Ηρακλείου. «Με πήρε ένας χωρικός στο κάρο του και µε άφησε στην είσοδο του ανακτόρου. Εµεινα µόνος εκεί επί τέσσερις µέρες. Εκείνη τη χρονιά οι τουρίστες ήσαν ακόµη ανύπαρκτοι και οι µόνοι ένοικοι του ανακτόρου ήσαν ο φύλακας και η κόρη του η Βασιλική. […] Κάθε βράδυ η Βασιλική (σε συνεννόηση µε τον πατέρα της ή µε δική της πρωτοβουλία, είναι κάτι που δεν έµαθα ποτέ) µου ’φερνε ένα πιάτο φασόλια που µοσκοβολούσαν άνηθο. Για µένα η Κνωσός σηµαίνει τούτο: τη γεύση του άνηθου στο σούρουπο κι εκείνο το κρυφό πιάτο, λες και τριάντα αιώνες αργότερα ήµουνα ο τελευταίος αλήτης που είχε έρθει να ζητιανέψει στην πόρτα του παλατιού».

Ο Λακαριέρ γοητεύτηκε από την αρχιτεκτονική και τις τοιχογραφίες του ανακτόρου της Κνωσού. «Εκείνες τις ώρες του µισόφωτου ο πρίγκιπας των κρίνων, το πρόσωπο της παριζιάνας, τα δελφίνια που χοροπηδούσαν µέσα σ’ αόρατο νερό, ο φορεύς των ρυτών, η ασάλευτη συνοδεία των ιερειών γίνονταν τόσο εξωπραγµατικές, ίδιες φιγούρες τράπουλας απότοµα ανοιγµένες µπροστά µου». Οπως χαρακτηριστικά σηµειώνει, στην Κρήτη είδε πραγµατικά τι θα πει ουρανός τη νύχτα. «Με τα γιγάντια άστρα του, τις νύχτες της πανσελήνου, τον έβενό τους και τους αστερισµούς που ’χουν εδώ δικά τους ονόµατα: Πούλια οι Πλειάδες, Αναποδοκάραβο η Μεγάλη Αρκτος, Ιορδάνης ο Γαλαξίας. Αυτό µου έκανε την πιο µεγάλη εντύπωση: αυτός ο ζωντανός ουρανός ο τόσο κοντινός που ’χα ξεχάσει την ύπαρξή του και που ανακάλυπτα κάθε νύχτα για πρώτη φορά µαζί µε τα αρώµατα και την παρουσία της γης». Κοιµόταν για µήνες έξω, όπου έβρισκε: σε αµµουδιές, σε ταράτσες σπιτιών ή σε αλώνια. «Σπάνια ξαναένιωσα όπως σε εκείνα τα χρόνια το µεθύσι της απόλυτης λευτεριάς, το συναίσθηµα να ’σαι ένας ευτυχισµένος περιπλανώµενος, χωρίς δεσµό άλλο από το χωριό ή το πρόσωπο που θα σε δεχτεί για µια νύχτα».

Ο «Μάγος» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, µετάφραση Φαίδων Ταµβακάκης) του Τζον Φόουλς, ένας ύµνος στη ζωή και στον ελληνικό ήλιο, διατηρεί αναλλοίωτη στον χρόνο την ικανότητα να δηµιουργεί βαθιά συγκίνηση µε τις γλαφυρές περιγραφές και το υπερφυσικό και ψυχολογικό βάθος στο οποίο καταδύεται η πένα του συγγραφέα. Στο µυθιστόρηµα που ξεκίνησε να γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και αναθεώρησε αρκετά χρόνια µετά παρακολουθούµε την ιστορία του εικοσιπεντάχρονου Νίκολας Ερφ ο οποίος φτάνει από την Αγγλία στη φανταστική νήσο Φράξο –εµπνευσµένη από τις Σπέτσες– για να δουλέψει ως καθηγητής αγγλικών σε ένα σχολείο. Εκεί θα γνωρίσει έναν αινιγµατικό άντρα ο οποίος θα τον κάνει να αµφισβητήσει τα όρια της λογικής.

Στον «Μάγο» το φυσικό τοπίο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο µε τη σκέψη του ήρωα και αφηγητή. «Η έλλειψη του συνηθισµένου ηλιοπότιστου αέρα έκανε το επόµενο Σάββατο καταπιεστικά ζεστό. Τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει. Θορυβούσαν σαν ασυντόνιστη χορωδία που δεν έβρισκε ποτέ τον ρυθµό δοκιµάζοντας τα νεύρα µας, αλλά τελικά τόσο οικεία ώστε, όταν µια µέρα µε κάποια σπάνια βροχή σταµάτησαν, η σιωπή έµοιαζε µε έκρηξη. Αλλαζαν τελείως τον χαρακτήρα του πευκοδάσους. Τώρα ήταν ζωντανό και γεµάτο, ένα ηχηρό, αόρατο µελίσσι ενέργειας, µε όλη την ανόθευτη µοναξιά να λείπει, γιατί, εκτός από τα τζιτζίκια, ο αέρας παλλόταν, παραπονιόταν, σιγοψιθύριζε µε κοκκινόφτερες ακρίδες, πελώριες µέλισσες, σφήκες, κουνούπια, οίστρους και µύρια άλλα ανώνυµα έντοµα […] Υπήρχε το απειροελάχιστο αγκάλιασµα του διάφανου γαλάζιου νερού στις πέτρες, τα υποµονετικά δέντρα, οι µυριάδες δυναµοµηχανές των εντόµων και το απέραντο τοπίο της σιωπής. Αποκοιµήθηκα κάτω από τη λεπτή σκιά ενός πεύκου, µέσα στη διαχρονική, στην απόλυτη αποσύνδεση της άγριας Ελλάδας».

Documento Newsletter