Σε ένα θέμα που απασχολεί και την Ελλάδα -καθώς για μία ακόμη φορά η χώρα μας δεν ακολουθεί την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών – αναφέρεται μία σαφής απάντηση του ΟΑΣΕ, μετά από σχετικό ερώτημα της Αντιπροέδρου του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και Ειδικής Αντιπροσώπου κατά της Διαφθοράς Κύπριας βουλευτή, Ειρήνης Χαραλαμπίδου.
Αφορμή τα νομοσχέδια της κυπριακής κυβέρνησης που προωθούνται για ποινικοποίηση των fake news. Να σημειώσουμε ότι στην Ελλάδα είναι ποινικό αδίκημα η δυσφήμηση σε αντίθεση με ένα μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών χωρών που είναι πολύ πιο προσεκτικές στους νόμους συρρίκνωσης της έκφρασης και την Ελευθερία του Τύπου.
Όπως αναφέρεται στην απάντηση του ΟΑΣΕ, το δικαίωμα στην έκφραση προάγει μια ελεύθερη, δημοκρατική και πολυφωνική κοινωνία, επιτρέποντας την ορατότητα των περιθωριοποιημένων ομάδων. «Οποιοσδήποτε περιορισμός σε αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμμορφώνεται με αυστηρές διεθνείς προδιαγραφές, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι νομικά καθορισμένος, να έχει νόμιμο σκοπό, να είναι απαραίτητος, αναλογικός και να μη δημιουργεί διακρίσεις».
Με την απάντησή του, ο ΟΑΣΕ, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την προωθούμενη ποινικοποίηση των fake news, επισημαίνοντας ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την πρόσβαση στην πληροφορία είναι θεμελιώδες για τη λειτουργία της δημοκρατίας και απαραίτητο για την επίτευξη άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Συγκεκριμένα, η νομική άποψη του ΟΑΣΕ είναι ότι καθίσταται επικίνδυνη η ποινικοποίηση του λιβέλου / δυσφήμισης, καθώς και η αυθαιρεσία της όποιας πιθανής δίωξης και τονίζει ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες που συζητούνται στην κυπριακή Βουλή δεν πρέπει να υιοθετηθούν στην παρούσα μορφή τους λόγω σοβαρών αδυναμιών που έρχονται σε αντίθεση με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα.
Να σημειωθεί ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες στον Ποινικό Κώδικα της Κύπρου αφορούν δύο βασικά ζητήματα: την ποινικοποίηση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της εκ νέου ποινικοποίησης της δυσφήμησης (δηλαδή του λίβελου) και την ποινικοποίηση της διάδοσης μηνυμάτων που χαρακτηρίζονται ως κατάφωρα προσβλητικά ή/και άσεμνου ή/και αισχρού ή/και απειλητικού χαρακτήρα.
Υπενθυμίζεται ότι το σχετικό νομοσχέδιο για τα fake news, που κατατέθηκε τον Απρίλιο του 2021 και συζητήθηκε σε δέκα ξεχωριστές συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, συνάντησε έντονες αντιδράσεις κυρίως σε ό,τι αφορά θέματα ελευθερίας έκφρασης κατά κύριο λόγο των δημοσιογράφων, αλλά και των πολιτών.
Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΑΣΕ και ο ODIHR, έχουν καλέσει τις χώρες να καταργήσουν τους ποινικούς νόμους δυσφήμησης λόγω της ψυχολογικής τους επίδρασης στην ελευθερία της έκφρασης, αφού ενώ το διεθνές δίκαιο προστατεύει τη φήμη, οι ποινικές κυρώσεις μπορούν να αποτρέψουν τους δημοσιογράφους και τους επικριτές της κυβέρνησης από το να μιλούν. Αντίθετα, προτείνεται να ενισχυθούν οι αστικές αποζημιώσεις για τη δυσφήμηση που τηρούν τα διεθνή πρότυπα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό κρίνει ο ΟΑΣΕ το Προτεινόμενο Άρθρο 99ΣΤ, το οποίο προτείνει την εκ νέου ποινικοποίηση της δυσφήμησης. Ο ΟΑΣΕ συστήνει την επανεξέταση αυτού του άρθρου και την εστίαση σε μη ποινικές αποζημιώσεις, αφού όπως σημειώνει οι νόμοι για τη δυσφήμηση πρέπει να είναι σχεδιασμένοι, ώστε να αποτρέπουν την κατάχρηση από τις αρχές και να προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης.
Όσον αφορά το «ψευδές περιεχόμενο», αν και η διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί σε πολύ ειδικές περιπτώσεις να θέσει σοβαρούς κινδύνους για τις δημοκρατικές διαδικασίες και την εμπιστοσύνη του κοινού, εντούτοις ο ΟΑΣΕ θεωρεί ότι η ποινικοποίησή του θα πρέπει να ισχύει μόνο όταν η πληροφορία απειλεί πραγματικά την ασφάλεια του κοινού ή προκαλεί σοβαρή βλάβη.
Εξάλλου όπως αναφέρει στην επίσημη σελίδα του:
Όπως σημειώνει ο ΟΑΣΕ στην επίσημη σελίδα του: «… ανά πάσα στιγμή, και ιδιαίτερα σε δύσκολες στιγμές, ο αποκλεισμός ή η απαγόρευση των μέσων ενημέρωσης δεν αποτελεί απάντηση στο φαινόμενο της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας, καθώς οδηγεί σε αυθαίρετες και πολιτικά υποκινούμενες ενέργειες. Τα όρια στην ελευθερία των μέσων ενημέρωσης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας οδηγούν σε λογοκρισία και, όταν αρχίσει, η λογοκρισία δεν σταματά ποτέ. Αντίθετα, η απάντηση βρίσκεται στην περισσότερη συζήτηση και στον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης.»
Διαβάστε επίσης
Γάζα: Πώς ήταν το 2021 και πως είναι σήμερα – Βίντεο της Le Monde δείχνουν τη μεγάλη καταστροφή