Θανάσης Χειμωνάς: Παλτουδιά για τον χειμώνα

Θανάσης Χειμωνάς: Παλτουδιά για τον χειμώνα

Η κατρακύλα χυδαιότητας ενός «διανοούμενου» πολιτικού-καλλιτέχνη που δεν άντεξε ότι ποτέ δεν έγινε και δεν θα γίνει ποπ σταρ.

Κείμενο: Tάσος Κατρής-Θεοδωρόπουλος

Ερευνα: Παύλος Μεθενίτης

Ένας «διανοούμενος» με βαριά οικογενειακή καλλιτεχνική κληρονομιά μπλέκεται με την πολιτική και την αντιλαμβάνεται ή τη χρησιμοποιεί ναρκισσιστικά ως πεδίο ασταμάτητων ύβρεων, χυδαίων επιθέσεων και ιδεολογικής πετροπλυμένης σαλάτας fast food, στην οποία όλες οι βιταμίνες έχουν εξαφανιστεί και μένουν μόνο οι φυτικές ίνες που βοηθάνε στην πέψη.

 Γι’ αυτό που φαίνεται να τον ενοχλεί περισσότερο από όλα και βαράει μπουνιές στον τοίχο: ότι είναι ο γιος της Λούλας Αναγνωστάκη και του Γιώργου Χειμωνά και προσπαθεί μανιωδώς να αποδείξει και να προβάλει τη δική του, εκ των πραγμάτων κάτω από τη σκιά των γονιών του, μεγαλοσύνη με όλους τους λάθος τρόπους· σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων όταν πίνει το φίλτρο από το μπουκαλάκι που γράφει «Πιες με» και την κάνει νάνο. 

Όση αμηχανία αισθάνθηκα στην αρχή, προτού ξεκινήσω το κείμενο για τον Θανάση Χειμωνά, τόσο στην πορεία, μελετώντας τα στοιχεία του ρεπορτάζ αυτή η αμηχανία μου, οι άμυνές μου κάμφθηκαν. Είναι λογικό να αισθάνεσαι περίεργα όταν ασχολείσαι με τον απόγονο δύο ιερών τεράτων του νεοελληνικού πολιτισμού, του Γιώργου Χειμωνά και της Λούλας Αναγνωστάκη.

Είναι επίσης περίεργο πράγμα η άσκηση επιθεωρησιακής κριτικής (αν και δεν νομίζω σε αυτό το κείμενο να κάνω χιούμορ όσο το συνηθίζω) όταν λαμβάνεις υπόψη σου τρία σημαντικά πράγματα: ο Θανάσης έχει γράψει βιβλία, έχει σημαντικές σπουδές στο βιογραφικό του κι έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου καθημερινά στο σαλόνι του σπιτιού του έπινε καφέ η μισή από αυτό που αποκαλούμε ελληνική διανόηση. Ότι είναι γιος δύο διάσημων γονιών, με ό,τι βάρος και κόμπλεξ φέρνει αυτό, μπορεί να σου δημιουργήσει ψυχολογικά. Ότι είναι περίπου συνομήλικός μου και πολλάκις σε καταστάσεις εν εξάλλω έχω χυδαιολογήσει κι εγώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Όταν παίρνεις φόρα, φόρα κατηφόρα

Οι μεγάλες μας διαφορές είναι ότι αυτός είχε μια φαρέτρα από βέλη που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει δημιουργικά, αλλά προτίμησε να τα εκποιήσει στην πιο χυδαία τους μορφή και ότι μπλέχτηκε ενεργά με την πολιτική, με τον πιο παρασάνταλο τρόπο που θα μπορούσε κάποιος. Εξομοιώνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή και βρίσκοντας δημοκρατικό καταφύγιο στο ΠΑΣΟΚ και στους Παραιτηθείτε με επιλεκτική μνήμη.

Γιατί, και το γράφω αυτό χωρίς να είμαι συριζαίος, με την καμία όμως, μπορείς να κατηγορήσεις τον Τσίπρα για πολλά. Δεν έχεις όμως κανένα δικαίωμα απλώς να χυδαιολογείς. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική του ευθύνεται για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, το ΠΑΣΟΚ με το δαφνοστεφάνωμα του βλαχομπαρόκ, της αστυνομίας σκέψης, του λαϊκισμού και της μίζας από την πρώτη του εκλογή στην εξουσία, το 1981, για τι ακριβώς ευθύνεται; Πού και πότε ξεκίνησε η σημερινή κατρακύλα; Αν δεχτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κακοποιεί την έννοια της Αριστεράς, ποιος ξεφτίλισε κυριολεκτικά και χωρίς κανένα φρένο εδώ και τέσσερις δεκαετίες στην Ελλάδα την έννοια του σοσιαλισμού;

Πού ήταν, αγαπητέ Θανάση, το «παραιτηθείτε» όταν μια ολόκληρη χώρα μεταμορφωνόταν αργά και ύπουλα σε σκυλάδικο προς πώληση από τον κομματικό σχηματισμό που με τόσο πάθος υπερασπίστηκες; Και πού ακριβώς βρίσκεται η λογική, γιατί εδώ σε χάνω λίγο, στο να παραιτηθείς (ή να σε παραιτήσουν;) από το ΠΑΣΟΚ κι εσύ εμμονικά να συνεχίζεις να βρίζεις τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή είναι της μόδας, μέχρι να βρεις καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω;

Πρωκτοερωτισμός και Γιαννάκης Πάριος

Ξαναλέω, δεν είμαι συριζαίος και δεν σκοπεύω να γίνω γιατί έτσι μου επιβάλλει η προσωπική μου αξιοπρέπεια, η ίδια καλλιτεχνική αν θες (κι ας μην έχω γράψει τα βιβλία του Θανάση) που μου απαγορεύει να ασχοληθώ ενεργά, πέρα από πολίτης, με την πολιτική, γιατί την αντιμετωπίζω σαν έναν τεράστιο βόθρο σε όλες τις προεκτάσεις της. Κι επειδή παλεύω με τις εμμονές μου και τη διπολικότητά μου, όπως μάλλον κι εσύ, Θανάση, προτιμώ ή έχω φίλους δίπλα μου που μου το υπενθυμίζουν, ειδικά αν έχω τσούξει τσιπουράκι, να κάνω μόκο. Κι όχι να λέω στους άλλους, εντελώς φασιστικά, να κάνουν μόκο. 

Όπως ο Χειμωνάς είπε σε διάλογό του στο Facebook στην κυρία Μαρία Καψή, επειδή διαφώνησε μαζί του, εκείνη του υπενθύμισε ευγενικά την καταγωγή του και τη μητέρα του κι αυτός απάντησε: «Το λέω στη δικιά σου μάνα όταν τη γαμάω από τον κώλο και ακούει Πάριο». Ενδιαφέρουσα η έλξη σας προς τον πρωκτοερωτισμό, αγαπητέ, αλλά με σάουντρακ Πάριο; Ποιο τραγούδι; Το «Ποτέ δε σε ξεχνώ;» Τομεάρχης του πολιτισμού στο ΠΑΣΟΚ ήταν, κάτι παραπάνω θα ξέρει από αυτά.

Το τραγικό στην περίπτωσή του κι αυτό που με κομπλάρει να κάνω πλάκα μαζί του είναι ότι όταν είναι στα σύγκαλά του δείχνει έναν πραγματικά ευφυή, πλακατζή, ποπ εαυτό, έναν άνθρωπο που σε άλλες συνθήκες θα τον θέλαμε στη γερασμένη πολιτική σκηνή της χώρας αν δεν έπασχε από το σύνδρομο δρ Τζέκιλ και κ. Χάιντ, κάτι που τον καθιστά αναξιόπιστο ακόμη και για να του παραγγείλεις σουβλάκια. Καλαμάκι χωρίς τζατζίκι θα του πεις, γύρο με κρεμμύδια και σκόρδα θα σου φέρει. Όχι επειδή ξέχασε την παραγγελιά σου, αλλά επειδή η έπαρσή του τον κάνει να πιστεύει ότι ξέρει καλύτερα από σένα τι είναι αυτό που θες να φας. Κι αν αυτό το συνδέσουμε με την προαναφερθείσα ροπή του στον πρωκτοερωτισμό, για τον Θανάση όλοι θέλουμε να φάμε τον «πέολα».

Έτσι κάπως έκανε πρόβα αποχαιρετισμού και στα συντρόφια του, με ένα ακόμη μήνυμα στο Facebook: «Προς κάτι ανθυποστελέχη, γραμμιτζήδες που κάνουν πλακίτσα. Συντροφάκια, αυτήν τη στιγμή το ΠΑΣΟΚ είμαι εγώ. Όχι εσείς. Και σας έχω για τον πέολα. Φιλάκια». Σιγά, μωρή Δήμητρα Λιάνη. Γενικά με το γαμησιάτικο έχει ένα κόλλημα. Όταν η Ντέπυ Γκολεμά του έγραψε ένα συγκρατημένο σε σχέση και με τον δικό της χαρακτήρα: «Πόσο ανόητος και κακή ψυχή είσαι. Κρίμα!», αυτός της ευχήθηκε: «Άντε γαμήσου, κήτος, πήγαινε να κοιτάξεις τα χάλια σου στον καθρέφτη». Η απάντηση της κοινής γνώμης ήταν «Ζμπούτσαμ», όπως έχει γράψει κι αυτός σε άλλη μια προσπάθεια εξερεύνησης της γραφής γαμική Β (όχι γραμμική).

Τι Λούτσα, τι βούρτσα, τι χειμώνας, τι Χειμωνάς;

Οι δικές του πόζες στον καθρέφτη της φωτογραφικής μηχανής είναι η επιτομή του ποζάτου, φτηνομποντλερικού, μεγαλομπεμπέκου, τάχα μου οργισμένου νάρκισσου, με μια ιδιαίτερη προσοχή στην αρχιτεκτονική διαρρύθμιση του βλέμματός του, ανάλογη με αυτήν που η Αλίκη κάλυπτε τα χοντρά της μπούτια και προέκυπτε σέξι. Ο άνθρωπος, μιλάμε, στις φωτό του είναι έτοιμος να τον παίξει κανονικά κοιτάζοντας τον εαυτό του. Κάτι που σαν σχολιαστής των κοινών ούτως ή άλλως κάνει. «ΠΣΟΦΟΣ (sic) στους συριζοφιλελέδες», «Πέθανε ο Bowie και ο μαλάκας ο Τσίπρας ζει ακόμη». Ναι, επίσης έχει πεθάνει το άλογο αλλά ζει ακόμη η Φόνσου που το καβαλούσε στο «Κορίτσι και το άλογο»· σ’ το αναφέρω, Θανάση μου, γιατί με τους συνειρμούς που κάνεις μόνο έτσι μπορούμε να συνεννοηθούμε. Όταν του τελειώνει ο πολιτικός στοχασμός, ψάχνει σαν αρουραίος στα σκουπίδια της επικαιρότητας κάτι, κάποιον για να του επιτεθεί.

Την ώρα που ο Αύγουστος Κορτώ έπεσε θύμα άγριου κραξίματος, ο πάνω από όλα ουμανιστής Χειμωνάς θεώρησε σωστό να τον αποκαλέσει δημόσια «ξεπουλημένο συγγραφέα που γράφει για την αγάμητη (βρε μανία με το γαμήσι) νοικοκυρά, καυλωμένο με τη Νουτέλα, σκατόψυχο, γλοιώδη, θλιβερή νοικοκυρά». Για την ιστορία, τα βιβλία του γίνονται μπεστ σέλερ, Θανάση, και τα εκτιμά πολύ περισσότερος κόσμος από τους μικροαστούληδες· για την ακρίβεια, οι μικροαστούληδες τον σιχαίνονται, οπότε μάλλον προς τα εκεί πρέπει να στραφείς προκειμένου να βρεις κοινό για τα αδιάβαστα βιβλία σου.

Θυμάσαι, αναγνώστη, που στην αρχή του κειμένου έγραψα ότι έχω ενδοιασμούς και αμηχανία για την περίπτωσή του. Χίλιες κάτι λέξεις μετά, μου έχουν φύγει και ο θυμός παίρνει το πάνω χέρι. Είναι δώρο Θεού να έχεις τους γονείς που είχε ο Θανάσης. Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος για τα δώρα του και τον χειρισμό τους. Ο Χειμωνάς τζούνιορ έχει επανειλημμένως δηλώσει πως θα ήθελε να είναι ποπ σταρ. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να πετύχεις κάτι τέτοιο, οι μισοί εκ των οποίων, αν δεν ξέρεις πώς να τους χειριστείς σε δημόσιο τερέν, σε αδειάζουν σαν ρεζίλι. Όταν γίνεσαι ρεζίλι έχεις δύο επιλογές. Ή να το βουλώσεις και να διορθωθείς ή να γίνεις ένα ανεξέλεγκτο θρασίμι φούστα-μπλούζα. Το τι επέλεξε ο ίδιος για τον εαυτό του είναι ένα συμπέρασμα που το αφήνω σ’ εσένα, αναγνώστη.

Aυτόβουλο ψυχολουμπάγκο

Ντίλι το καντήλι, που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι

Ψυχολογεί ο Χάνιμπαλ Λέκτερ

Το εκτός ορίων και το αιρετικός είναι δύο χαρακτηρισμοί που κάποια στιγμή μού έκαναν μια μποντλερική ρεμποειδή (ή ρομποειδή) υπέρβαση και έκανα άτεχνες προσπάθειες μίμησής τους, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να γελάει η μισή Αθήνα με τα καμώματά μου. Η μάνα μου με είχε προειδοποιήσει: πουλάκι μου, δεν ζούμε στο 1800, ποιητής αποδεδειγμένα δεν είσαι, είσαι ένας έξυπνος άνθρωπος με ταλέντο στο γράψιμο που έχεις περάσει τα 30, οπότε κόψ’ το το παραμυθάκι του ασυμβίβαστου καταραμένου γιατί μας βλέπει και η Κούλα η γειτόνισσα από απέναντι και γελάει, όπως γελάς όταν ακούς τον Σαββόπουλο να διασκευάζει Νικ Κέιβ. 

Αν αυτά μου τα είπε η μάνα μου, δεν θέλω να φανταστώ τι λέει ή τι αισθάνεται η αγαπημένη Λούλα Αναγνωστάκη κάθε φορά που ο γιος της κάνει αντάρτικο ντισκοτέκ με αφιερώσεις πειρατικού ραδιοφώνου σαν πολιτικός Στάθης Ψάλτης: «Κούλα, μ’ ακούς; Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος» (θρυλική ατάκα που κολλάει και με την εποχή λόγω Κούλη). 

Ο Θανάσης Χειμωνάς είναι αναμφισβήτητα ένας ευφυής άνθρωπος. Δυστυχώς είναι ένας καταπιεσμένα ευφυής άνθρωπος ο οποίος σπαταλάει τα ταλέντα του σε ένα εντελώς ξεπερασμένο πλέον κωλομπάρεμα εφηβικών αντιδράσεων, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια απόκτησης προσωπικής ταυτότητας, λες και διώκεται ή πρέπει να προκαλέσει με το ζόρι ρήξη με την καταγωγή του.

Το πρόβλημα είναι ότι προκαλεί ντόρο, χρησιμοποιώντας το επώνυμό του, διαφορετικά δεν θα ήταν τίποτε παραπάνω από ένας ακόμη γραφικός που μπαίνει φουρκισμένος στο Facebook. Οι αυτοφλεγόμενοι και τα ρωμαϊκά κεριά του Κέρουακ πέρασαν στη μυθολογία, επειδή συνειδητά έβαλαν φωτιά στο καντήλι τους. Στην περίπτωσή του, φοβάμαι ότι έστω κι ένα μικρό έγκαυμα να πάθει σαν καντηλανάφτης θρησκευτικής σέκτας από σπαρματσέτο θα ζητάει τη μαμά του να του τυλίξει με γάζα το βαβά στο δάχτυλο.

Καλύτερα να μασάς (πεντάκις) παρά να μιλάς

Ένα

«Πραγματικοί μου ήρωες είναι οι πόρνες και ο Ποπάι. Ευτυχισμένος ήμουν στη Ρουμανία πολλές βραδιές σε στριπτιζάδικα»

Δύο

«Τα αγαπημένα μου ονόματα είναι κάποια γυναικεία που δεν τα αποκαλύπτω γιατί θα παραπονεθούν όσες δεν είναι στη λίστα»

Τρία

«Είμαι πνευματώδης, τεμπέλης, μαχητής, συνεπής, κουφάλα. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι ποτέ κανέναν κι ότι η ειλικρίνεια είναι υπερεκτιμημένη αρετή»

Τέσσερα

«Χρησιμοποιώ υπερβολικά τις εκφράσεις “Δεν γίνονται αυτά”, “Μια χαρά” και αρκετές χυδαίες βρισιές σε όποιον με προσβάλλει ή με αδικεί»

Πέντε

«Την παρούσα διανοητική μου κατάσταση θα τη χαρακτήριζα ως “περιμένω διάφορα. Ήταν εξωφρενικό ότι πήγα στο ΠΑΣΟΚ”»

Documento Newsletter