Για_x000D_
δεκαετίες ολόκληρες ό,τι έχει να πει το λέει με τη μουσική του και με το_x000D_
σπουδαίο έργο του πάνω στη διδασκαλία του μπουζουκιού και τη διάσωση της_x000D_
ελληνικής μουσικής παράδοσης.
Τον συναντώ στην είσοδο του Ωδείου Αθηνών, όπου είναι επικεφαλής του τμήματος λαϊκής μουσικής, μπουζουκιού και συγγενών λαϊκών οργάνων, λίγες μέρες πριν από τη συναυλία-αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη που θα γίνει στις 18/6 . Τόσο έχω συνδυάσει τον Θανάση Πολυκανδριώτη με το μπουζούκι, που όταν τον βλέπω να κρατά μόνο το κινητό του νιώθω ότι κάτι λείπει από το κάδρο. Κατευθυνόμαστε στην αίθουσα 4, στην οποία διδάσκει. Ενα μαύρο πιάνο βρίσκεται δεξιά κι ένα στο χρώμα του ξύλου αριστερά. Τα μεγάλα παράθυρα βλέπουν στον κήπο του ωδείου, με τα κλαδιά των δέντρων να μπαίνουν σχεδόν στην αίθουσα. Τον τοίχο κοσμούν φωτογραφίες θρύλων: ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης με την Τζέιν Μάνσφιλντ, ο Θόδωρος Πολυκανδριώτης με τον Μπέμπη, ο Χάρης Λεμονόπουλος. Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης ξεκινά να αφηγείται με τέτοια ζωντάνια που χάνω την αίσθηση του χρόνου.
Με τον Καλδάρα και τον Γαβαλά
Πήρα στα χέρια μου ξαφνικά ένα μπουζούκι και βγήκα για δουλειά. Ξεκίνησα να μαθαίνω χωρίς δάσκαλο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, ήταν μαγικό. Το καλοκαίρι του 1963 ο τραγουδιστής Γιάννης Κατσιμίχας ζήτησε από τον πατέρα μου –που ήταν φίλοι– να πάρει μαζί του τον αδερφό μου τον Γιάννη για κάποιες εμφανίσεις στην επαρχία. Εκείνος όμως έπαιζε με τη Ρίτα Σακελλαρίου και δεν μπορούσε να πάει. Ετσι ο πατέρας του πρότεινε εμένα. «Μα, αυτός παίζει κιθάρα» του είπε ο Κατσιμίχας. «Εντάξει είναι» του απάντησε ο πατέρας μου, «βλέπω τα χέρια του πώς πάνε στο μπουζούκι». Με έψησε λοιπόν και πήγα στον Πύργο Ηλείας, ήταν και τα χρήματα καλά.
Έπειτα από δέκα δεκαπέντε μέρες που επέστρεψα του έδωσα το μπουζούκι στα χέρια και του είπα: «Πάρ’ το. Εγώ τελείωσα, αντίο». Ένιωθα πως δεν μου πήγαινε. Έγιναν και διάφορα στον Πύργο. Τη δεύτερη μέρα που ήμασταν εκεί, καθώς παίζαμε άρχισε να χορεύει ένας ηλικιωμένος που μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική. Πάνω στον χορό κάποια στιγμή γύρισε και φώναξε: «Γεια σου Τζάρα με το κλαρίνο σου!» και έπεσε χάμω ξερός. Πέθανε ο παππούς. Και σκεφτόμουν ότι αν η πρώτη μου επαφή με το μπουζούκι συνδέθηκε με τον θάνατο, τι άλλο θα είχαν να δουν τα μάτια μου. Με το σχολείο τα πήγαινα πάρα πολύ καλά, οπότε σκέφτηκα να τελειώσω την τρίτη γυμνασίου και να δώσω στο μικρό πολυτεχνείο. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια.
Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς ήμουν τότε 15,5 χρόνων, καθόμουν στου Κεφάλα στην Κοκκινιά, στη θέση που καθόταν δεκατρία χρόνια νωρίτερα ο πατέρας μου όταν έπαιζε με τον Μπέμπη, τον Φώτη Μιχαλόπουλο και τη Νανά. Η πρώτη μου εμφάνιση στου Κεφάλα ήταν δίπλα στον Καλδάρα, τον Κλουβάτο, τη Σεβάς Χανούμ, τον Μιχάλη Μενιδιάτη, τη Φούλη Δημητρίου και τον «μικρό τσιγγάνο», τον Σπύρο Δημητρίου. Πρώτο μπουζούκι ήταν ο Μανώλης Αμπελιώτης, δεύτερο εγώ. Πίσω μου ακριβώς ήταν ο Τάκης Σούκας, δίπλα μου η Θεανώ η γυναίκα του, που τραγουδούσε, ο κιθαρίστας Κώστας Καπετάνιος –που στα χρόνια εκείνα ήταν κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος– και στο πιάνο ο Νίκος Μπουρλιάσκος. Σχολείο ήταν αυτό για μένα. Ωστόσο μου φαινόταν και φυσιολογικό, γιατί όλους αυτούς τους είχα απομυθοποιήσει, έμπαιναν σπίτι μου, τους έβλεπα καθημερινά. Δεν πήγα, για παράδειγμα, να παίξω με δέος με τον Καλδάρα. Όταν όμως συνειδητοποιούσα ότι είμαστε στο ίδιο πάλκο κοκκίνιζα – ήμουν και ντροπαλός. Ο Καλδάρας ήταν η προσωποποίηση της ευγένειας στη σύνθεση. Για να το καταφέρει κάποιος αυτό, όμως, πρέπει να είναι ευγενής ο ίδιος. Ακόμη και τα τσιφτετέλια του – που το τσιφτετέλι θέλει λίγη σκληράδα– ήταν ευγενικά. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς μίλαγε στους μουσικούς. Πάντα με το σεις και με το σας. Δεν τον άκουσα ούτε μία φορά να βρίζει.
Στο ξεκίνημά μου ο πατέρας μου ένιωσε την ανάγκη να μου δώσει μερικές συμβουλές. Το πρώτο πράγμα που μου είπε με τρόμαξε πάρα πολύ. «Μικρέ, πρόσεξε» ξεκίνησε να λέει, «αν έρθει κανείς και σε ενοχλήσει πάνω στο πάλκο, θα του βάλεις το μπουζούκι στο μάτι». Γίνονταν όλο φασαρίες τότε. «Πατέρα, τι είμαι; Δολοφόνος; Αυτά τα κάνουν οι αγριάνθρωποι. Άσε με, σε παρακαλώ πολύ» του απάντησα. Και συνέχισε: «Ακούς ρε, τι σου λέω; Θα του βάλεις το μπουζούκι στο μάτι». Το άλλο που μου είχε πει ήταν: «Θα την κυνηγάς τη νύχτα για να κοιμάσαι. Έστω και μία ώρα να κοιμηθείς θα σου κάνει καλό». Και η τρίτη συμβουλή που θα θυμάμαι πάντα ήταν: «Πάνω στο πάλκο απαγορεύεται να πίνεις. Άντε να πιεις ένα δυο ποτά». «Δηλαδή αν γουστάρω να πιω κι ένα τρίτο δεν θα το πιω;» τον ρώτησα. Και μου απάντησε: «Όχι, γιατί ο κόσμος από κάτω πίνει. Φαντάζεσαι να είναι σουρωμένοι αυτοί, να είσαι κι εσύ; Πώς θα καταλάβεις τι θέλουν να τους παίξεις για να τους ευχαριστήσεις;».
Στο τέλος της σεζόν 1963-64 αποφάσισα να συνεχίσω με το ίδιο σχήμα στου Κεφάλα. Στον μήνα πάνω τσακώθηκε ο Γαβαλάς με τον Σπύρο Λιόση στου Τζίμη του Χοντρού στην Αχαρνών και ζήτησε ο Γαβαλάς από τον πατέρα μου να με στείλει στο μαγαζί. Πώς όμως θα έφευγα από εκεί που ήμουν; Έγινε τότε το κονέ να πάει ο Λιόσης στου Κεφάλα κι εγώ στου Τζίμη του Χοντρού. Έτσι βρέθηκα δίπλα στον Γαβαλά, τον Στράτο Διονυσίου, στην Άννα Μπέλα, στον Μπάμπη Τσετίνη και τον Στέλιο Ζαφειρίου. Με αγκάλιασαν όλοι – ήμουν ο πιο μικρός της παρέας. Γίναμε ντουέτο με τον Ζαφειρίου, με πήρε μαζί του και στις ηχογραφήσεις στη Λύρα.
Ο Γαβαλάς έλεγε τότε το «Όνειρο δεμένο», το «Κάθε λιμάνι και καημός» και από κάτω όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές, ο Μπιθικώτσης, ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος κάθονταν και τον άκουγαν. Σε συζητήσεις άκουγα φίλους να λένε: «Ρε παιδί μου, πώς τραγουδάει αυτός έτσι; Τι φωνή είναι αυτή! Δεν κάνει τσαλκάντζες, δεν κλαίει με τη φωνή του». Ο Πάνος έλεγε χαρακτηριστικά: «Όταν το τραγούδι κλαίει, ο τραγουδιστής δεν κλαίει». Έμεινα μαζί του μέχρι το 1972.
«Τον Μπέμπη τον έφαγε η Αμερική»
Αν μιλήσουμε για μπουζούκια, το νούμερο ένα είναι ο Μπέμπης, μετά ο Χιώτης και μετά ο Ζαμπέτας. Αυτοί οι τρεις διαμόρφωσαν τον ήχο του μπουζουκιού στην Ελλάδα. Όλα ξεκίνησαν από την πενιά του Τσιτσάνη. Αυτή η πενιά περιέχει και τους τρεις αυτούς. Ο Τατασόπουλος, ο Σπόρος, ο Γιαννάκης Αγγέλου, ο Αργύρης Βαμβακάρης κι άλλα μπουζούκια που φύγαν και πήγαν στην Αμερική όλοι εμιμούντο τον Χιώτη. Είχαν πάρει τη δεξιοτεχνία και την ταχύτητά του.
Τον Μπέμπη τον φώναζα θείο, γιατί νόμιζα ότι ήταν. Τον έβλεπα σπίτι μου καθημερινά, πρώτα στην Αγιά Βαρβάρα και μετά στο Αιγάλεω όπου μετακομίσαμε. Ήταν πολύ αγαπημένος φίλος του πατέρα μου. Δεν ξέρω αν είχε άλλο τόσο κολλητό φίλο – ίσως τον κιθαρίστα Φώτη Μιχαλόπουλο. Τον Μπέμπη δεν τον άκουσα να παίζει ποτέ γιατί έλειπε συνέχεια στην Αμερική. Είχε έναν χαρακτήρα πάρα πολύ δύσκολο και έλεγε σε όλους: «Αν θέλετε να με ακούσετε, ελάτε εκεί που παίζω». Δεν έπιανε το μπουζούκι όπως εμείς που πάμε κάπου και παίζουμε μουσική.
Κάθε πρωί μετά την Τριάνα του Χειλά πηγαίναμε στο στέκι μας στο Ολύμπια στην Ομόνοια, όπου παίρναμε πρωινό και εκεί γινόταν και το κους κους. Ενα πρωί όπως καθόμαστε με τον Πάνο Γαβαλά, τη Ρία Κούρτη, τον Χρηστάκη, τον Ρεπάνη, τον πατέρα μου και άλλους μουσικούς είδα να μπαίνει στο μαγαζί ένας ψηλός άντρας, στην πένα, με ωραίο παλτό, περιποιημένο μουστάκι, το μαλλί κολλημένο πίσω. Μου θύμισε τον Μπέμπη. Κοίταξα γύρω, άρχισε να υπάρχει μια κινητικότητα. Σκούντηξα τον πατέρα μου και του το είπα «Άσε» μου είπε εκείνος, «ο Μπέμπης είναι στην Αμερική». Εν τω μεταξύ αυτός μας είχε δει από μακριά. Στο μαγαζί έγινε της τρελής. Σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν. Υπήρχε τεράστιος σεβασμός στο πρόσωπό του. Ήρθε κοντά μας, αγκαλιάστηκε και φιλήθηκε με τον πατέρα μου και κατευθύνθηκε σε μένα. Στάθηκε απέναντί μου και με κοίταξε. «Εσύ είσαι ο μπουμπούνας;» με ρώτησε. «Εγώ είμαι, θείε Μπέμπη» του είπα εγώ. Και μου τράβηξε ένα χαστούκι, τι να σου λέω. Έπεσα στην αγκαλιά του. «Έχω μάθει για σένα» μου είπε. Μας πήρε λίγο η συγκίνηση. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό.
Ο Μπέμπης με την οικογένειά του ζούσαν σε ένα από αυτά παλιά αρχοντικά, όχι πολύ μεγάλο, μεταξύ Ψυχικού και Φιλοθέης. Την εποχή που μπαινόβγαινε στο Δρομοκαΐτειο με πήρε μια μέρα ο πατέρας μου να πάμε να τον δούμε. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι που του είχαν σε ένα χολ στο σπίτι, φορούσε τις πιτζάμες του και κάτω από το κρεβάτι φαινόταν το μπουκάλι με το αλκοόλ. Σηκώθηκε να πάει να κρύψει το μπουκάλι, αλλά το πήρε ο πατέρας μου και το πήγε μέσα. Πέθανε από αλκοολισμό. Τον Μπέμπη τον έφαγε η Αμερική. Μια μέρα ο πατέρας μού έδειξε κάτι φωτογραφίες που του είχε στείλει από την Αμερική. Πόζαρε δίπλα σε μια ασημένια Cadillac με ένα μπιτόνι στο χέρι του και από κάτω έγραφε: «Θόδωρε, της βάζω βενζίνη να την κάψω, δεν είναι για μας αυτά».
Ο Μπέμπης έφυγε από τη ζωή στα 50 του, ο Χιώτης στα 49 του. Αν είχαν ζήσει περισσότερο θα μπορούσαν να είχαν κάνει τα πάντα. Και να σου πω και κάτι; Πάντα τους έχω στο μυαλό μου όταν σχεδιάζω αυτά που κάνω. Πάντα φαντάζομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι θα ήθελαν να δουν το μπουζούκι στο πανεπιστήμιο, στο Ηρώδειο με συμφωνική ορχήστρα. Θα ήθελαν να το δουν να εξελίσσεται μέσα από τα νέα τα παιδιά. Αυτήν τη στιγμή στο Ωδείο Αθηνών και όπου αλλού διδάσκω, το μπουζούκι διδάσκεται με πανεπιστημιακή γραμμή, με οδηγό σπουδών, διδακτική ύλη και αρμονία της ελληνικής μουσικής, την οποία μπόρεσα και έβαλα σε τάξη.
Με Μούσχουρη και Μαρινέλλα στο BBC
Το 1971 που δούλευε η Μαρινέλλα στο Στορκ της πρότειναν να πάει να τραγουδήσει με τη Νάνα Μούσχουρη στο Λονδίνο. Ήθελε να πάρει μαζί της τον Ζαφειρίου. Εκείνος όμως αρρώστησε και στο μαγαζί τον αντικατέστησε ο Χρήστος Νικολόπουλος. Εγώ δούλευα με τη Μοσχολιού και τον Διονυσίου στο Can Can. Μου τηλεφώνησε ο Γκασπάρ που είχε το Στορκ και μου ζήτησε να πάω με τη Μαρινέλλα στο Λονδίνο. Το είπα στον Νίκο Γιγουρτάκη που είχε το Can Can και μου είπε: «Να πας, πού θα το ξαναβρείς αυτό;». Για να είμαι εντάξει το είπα και στον Διονυσίου: «Στράτο, θα λείψω μια βδομάδα». «Γιατί, ρε μάγκα; Πού θα πας;» με ρώτησε. «Με τη Μαρινέλλα στο Λονδίνο» του είπα. «Να πας» μου είπε. Πήγα και στη Βίκυ. «Τι;» μου είπε «Θα πας με τη Μαρινέλλα; Να μην ξαναπατήσεις εδώ». «Ρε Βίκυ, για καλό είναι» της είπα. Ήμασταν τρία μπουζούκια, δεν θα είχε πρόβλημα αν έλειπα για λίγο. Και πήγα. Δεν το ξέχασε ποτέ. Για χρόνια μου το κοπάναγε. «Με παράτησες, με πούλησες» μου έλεγε.
Η εμπειρία στο BBC ήταν θεϊκή. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα με συμφωνική ορχήστρα. Παίξαμε με μία από τις συμφωνικές ορχήστρες του BBC την «Κυρα-Γιώργαινα», διηύθυνε ο Κατσαρός, τραγούδησε η Μαρινέλλα κι εγώ ήμουν σολίστας σε μια οικογένεια εγχόρδων που δεν θα μπορούσα να φανταστώ ούτε στα καλύτερα όνειρά μου. Στην ίδια πτήση με μας από το Λονδίνο ταξίδευε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με την Άννα-Μαρία. Εγώ καθόμουν στις πίσω θέσεις. Κάποια στιγμή ένιωσα να μου τραβάνε το μπουζούκι μέσα από την αγκαλιά. Άνοιξα τα μάτια μου, είδα τον βασιλιά μπροστά μου να μου λέει: «Σσστ, έλα μπροστά». Πήγα μπροστά, έπαιξα και τραγούδησε η Μαρινέλλα. Χαμός έγινε στο αεροπλάνο.
Λίγο καιρό μετά μου είπε ο Νίκος Αντύπας από την Polygram ότι ένας Ιταλός μαέστρος, ο Τζίνο Πεγκούρι, ήθελε να κάνει δύο δίσκους με μια συμφωνική ορχήστρα στη Ρώμη και ήθελε και μπουζούκι. Έτσι βρέθηκα στη Ρώμη με την RCA να παίζω Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο. Δεν θα ξεχάσω την ώρα που μπήκα στο στούντιο. Σηκώθηκαν 45 μουσικοί και υποκλίθηκαν. Και είπα: «Τι γίνεται εδώ; Τέτοια ευγένεια;». Στον γυρισμό από τη Ρώμη γνώρισα τη γυναίκα μου τη Σμαράγδα στο αεροπλάνο, όπου ήταν αεροσυνοδός. Το 1971 ήταν η χρονιά που τα είδα όλα.
Όταν βιώνεις τέτοιες καταστάσεις έχεις την εντύπωση καμιά φορά ότι μια άλλη δύναμη φτιάχνει τα πράγματα. Η συμβουλή μου στους νέους είναι: ψάξτε να βρείτε όλους τους μεγάλους, ακούστε τους, μιμηθείτε τους, κλέψτε τους, φέρτε τους στα χέρια και στην ψυχή σας και μέσα από εκεί θα βγάλετε τον δικό σας ήχο. Και μακριά από τα υπόλοιπα. Όσο πιο νηφάλιος είσαι τόσο καλύτερο ταξίμι θα βγάλεις.
INFO
Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης μαζί με καθηγητές (Νίκος Στρατηγός, Νίκος Καινούργιος, Σπύρος Γλένης) και σπουδαστές του Ωδείου Αθηνών (Ρηγίλλης & Βασ. Σοφίας) θα δώσουν συναυλία-αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη στο Ωδείο Αθηνών στις 18/6 (20.30, ελεύθερη είσοδος). Ερμηνεύουν οι: Λ. Αλκαίου, Κ. Ντίνου, Φ. Θεοδωρίδης, Χρ. Μιχαλάκη, Αλ. Ψωμόπουλος. Τη συναυλία θα προλογίσει ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, διπλωματούχος βυζαντινής μουσικής – μουσικολόγος