Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, η Μάριαν Φέιθφουλ, ο Μικ Τζάγκερ και στο βάθος ο «πάπας των συνεντεύξεων» στον τόπο μας.
Μπαίνοντας στο διαµέρισµα του Θανάση Λάλα έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε έναν γουστόζικο χώρο, κάτι µεταξύ γκαλερί και µουσείου µοντέρνας τέχνης: στους τοίχους πίνακες µε τα έργα του αλλά και έργα του Αλέξη Ακριθάκη που τον επηρέασε στη ζωγραφική. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Ακριθάκης πέθανε από ανακοπή το 1994, µπροστά στη γυναίκα του και στον Λάλα, την ώρα που του έδινε την τελευταία του συνέντευξη. Μας αφηγείται την απίστευτη αυτή ιστορία λίγο προτού ξεκινήσουµε τη δική µας συνέντευξη. Και τότε διαπιστώνω πως όλα τα αντικείµενα του σπιτιού του –από τις καρέκλες και τον ανεµιστήρα µέχρι τις κούπες του καφέ– έχουν σχεδιαστεί από τον ίδιο, συντελώντας στη δηµιουργία ενός µοναδικού πολύχρωµου ντεκόρ. Αισθανόµουν µια ανησυχία που θα έπαιρνα συνέντευξη από τον «πάπα των συνεντεύξεων» στη χώρα µας, αλλά δεν είχα πάει µε καµία προσχεδιασµένη ερώτηση. Ανακουφίστηκα λίγο όταν µου οµολόγησε ότι και αυτός το ίδιο έκανε τόσα χρόνια, είτε συναντούσε τον Ινγκµαρ Μπέργκµαν είτε τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο τελευταίος, ο µεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής µας, ήταν η αιτία της δικής µας συνάντησης· συγκεκριµένα το θέµα του τελευταίου βιβλίου του µε τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης – Θηρίο ανήµερο» (Εκδόσεις Αρµός), στο οποίο περιλαµβάνεται το απόσταγµα από πολλές συνεντεύξεις που του παραχώρησε ο τραγουδιστής µέσα σε µεγάλο χρονικό διάστηµα.
Πώς πήρατε την απόφαση να γίνετε δηµοσιογράφος;
Τίποτε δεν ήθελα κι ακόµη τίποτε δεν θέλω, ξέρω όµως ότι υπάρχει ένας εσωτερικός κόσµος που τον έχω ανακαλύψει µε την εκπαίδευση, τη µόρφωση και την ενασχόληση µε κάποια πράγµατα. Υπάρχει όµως κι ένα πολύ µεγάλο κοµµάτι µέσα µου το οποίο δεν το γνωρίζω καθόλου. Πιστεύω πολύ περισσότερο στο σκοτάδι µας απ’ ό,τι στο φως µας. Πιστεύω πολύ περισσότερο στην άγνοια απ’ ό,τι στη γνώση. Ζούµε σε µια κοινωνία που έχει θεοποιήσει τη γνώση, όµως εγώ δεν έχω ζωγραφίσει ποτέ γνωρίζοντας τη ζωγραφική. Ποτέ δεν έχω σκεφτεί τι θα ρωτήσω έναν άνθρωπο όταν πάω να τον συναντήσω. Τι είναι αυτό που µε κάνει να πάω σε αυτή την ερώτηση και όχι στην άλλη; Επειδή δεν µπορώ να ερµηνεύσω τι είναι αυτό που οι άνθρωποι ορίζουν ταλέντο, ικανότητα, ευκολία, απλώς το τοποθετώ στο µυστήριο κοµµάτι του σκοταδιού µου, το ένστικτό µου, το οποίο τελικά µπορεί να είναι γνώση.
Ποια είναι η πρώτη συνέντευξη που πήρατε;
Μπίλι Μπο, 1982 ή ’83. Το 1979 έβγαλα το περιοδικό «Περιοδικό» µαζί µε τον Βασίλη Τσιµπούκη υπογράφοντας ως Θανάσης Κυριακόπουλος, µε το πραγµατικό µου επίθετο. Πέντε άνθρωποι το τρέχαµε όλοι κι όλοι, αν και φαινόµασταν πολύ περισσότεροι.
Πόσων χρόνων ήσασταν τότε;
Το 1979 ήµουν 19.
Ασύλληπτο για ένα τόσο νέο παιδί να βγάζει ένα περιοδικό που ακόµη το θυµόµαστε.
Μα εµείς κάναµε παραλογοτεχνία σε µια περίοδο που έβγαιναν η «Λέξη», το «∆έντρο» και η «Οδός Πανός», τα αµιγώς λογοτεχνικά έντυπα. Προτείναµε δηλαδή βροµόλογα από τις γυναικείες τουαλέτες, αφιερώµατα στην τεµπελιά και στα µπουρδέλα στη Γαλλία.
Ήταν ένα αναρχικών διαθέσεων έντυπο;
Ήταν ένα φανζίν που ερχόταν από την αµερικανική αντικουλτούρα και την προσέγγιση της λογοτεχνίας µε καταγωγή από τον Νόρµαν Μέιλερ, τον Απντάικ, τον Φίλιπ Ροθ και όλη αυτήν τη γενιά. Ασχολούµασταν κι εµείς µε τη λογοτεχνία µιας καθηµερινότητας, τη λογοτεχνία-ρεπορτάζ και τη λογοτεχνία-ντοκουµέντο. ∆εν θέλαµε να πάµε κόντρα σε κανέναν, µάλλον το κάναµε γιατί έτσι ήταν οι ζωές µας. Την ώρα που κάποιος άλλος έβαζε ένα κοµµάτι Ναµπόκοφ εµείς λέγαµε ότι υπάρχει και µια άλλη λογοτεχνία σε τοίχους τουαλετών. Όχι πως όλα είναι καλά, αλλά εν πάση περιπτώσει υπάρχει κι εκεί µια λογοτεχνική αξία.
Καταλαβαίνω ότι δεν βλέπατε µια συνέντευξη σαν στεγνή δηµοσιογραφία.
Έχετε πολύ δίκιο. Την αντιµετώπιζα σαν εργοτεχνία. Επειδή ήθελα πάρα πολύ να γράψω µυθιστόρηµα και να φτιάξω έναν επινοηµένο ήρωα, µου ήταν µεγάλη η ευκολία να συναντάω κάποιον και να τον κάνω ήρωα. Άρχισα να κάνω ερωτήσεις που µπορεί να µην είχαν καµία σχέση µε το έργο του άλλου. Τον Κόπολα, ας πούµε, τον ρώτησα: «Πόσο κόστος έχει η αποτυχία και πόσο κέρδος η επιτυχία;». Το ερωτηµατολόγιο Λάλα δηλαδή, που µέχρι σήµερα έχει επηρεάσει 50-60 ανθρώπους, αποτελείτο από πράγµατα τελείως κουφά.
Το οποίο προέκυπτε αυτοσχεδιαστικά κάθε φορά.
Μα µου έλεγαν όλοι «θα πας απροετοίµαστος;». ∆εν πήγαινα όµως στον τάδε ουρανοκατέβατο. Πήγαινα στον Μέιλερ, που τον είχα ξεσκίσει ως αναγνώστης. Πήγαινα στον Μικ Τζάγκερ και στη Μάριαν Φέιθφουλ που ήξερα τα τραγούδια τους. Τη Φέιθφουλ την είχα ρωτήσει το εξής: «Πείτε µου τη φάση µε τον Μικ Τζάγκερ και τη σοκολάτα για να ξέρω αν είναι αλήθεια µια εφηβική µου ονείρωξη». Και µου απαντάει: «Πρέπει να βρεις µια άλλη ονείρωξη, γιατί ο Μικ Τζάγκερ είναι πάρα πολύ φαντασιόπληκτος». Το νόηµα είναι ότι παρακολουθούσα τα πάντα και ως γνήσιος γιος µιας µικροαστικής οικογένειας δεν πίστευα ότι θα µπορούσα ποτέ να ακουµπήσω αυτούς τους ανθρώπους. Τους ακούµπησα µε τεράστιο ενδιαφέρον, µην κάνοντας καµία συνέντευξη για τον αναγνώστη αλλά σαν αναγνώστης εγώ ο ίδιος.
Ξέρετε για µένα ποια θα ήταν πραγµατική δηµοσιογραφία σε µια εφηµερίδα; Να έκαναν σε σελίδες ολόκληρες τα ερωτήµατα που δεν διατυπώθηκαν. Μιλάει π.χ. ο Μητσοτάκης στον Παπαχελά. Και να βγαίνουν τα «Νέα» την επαύριο µε µια σελίδα που να λέει: «Οι ερωτήσεις που δεν έγιναν», σκέτες, χωρίς απαντήσεις, τίποτε άλλο.
Μα τι λέτε; Εδώ δίνει συνέντευξη σήµερα ο Μητσοτάκης και µόνο για την οµάδα που υποστηρίζει τον ρωτάνε οι µεγαλοδηµοσιογράφοι.
Τέλος πάντων, µια γνώµη λέω, δεν είµαι ο άνθρωπος που θα καθορίσει τα πράγµατα. Σήµερα λοιπόν προσωπικά µε ενδιαφέρει τι λέει ο Καζαντζίδης, όχι ότι ο Λάλας βγάζει ένα βιβλίο για τον Καζαντζίδη.
Ωστόσο σε δικές σας ερωτήσεις απαντά ο Καζαντζίδης, δεν του γράψατε µονόλογο.
Βεβαίως. Σηµασία έχει τι είπε, όχι ότι εγώ είµαι µάγκας που πήρα συνέντευξη από τον Καζαντζίδη. Τι είπαν ο Καζαντζίδης ή ο Μικ Τζάγκερ; Όχι σ’ εµένα. Γιατί εγώ δεν είµαι εγώ, αλλά αυτοί που διαβάζουν. Και µια συνέντευξη, ξέρετε καλά, δεν έχει καµία αξία προτού δηµοσιευτεί. Η επιτυχία της έρχεται από τον αναγνώστη. Έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι διάβαζαν τότε τις συνεντεύξεις στο «ΒΗΜΑgazino» γιατί µετά στην παρέα είχαν να συζητήσουν πράγµατα.
Θα ήθελα να µου διηγηθείτε τώρα µια απολαυστική ιστορία: πώς καταφέρατε να πάρετε συνέντευξη από τον σκηνοθέτη Ινγκµαρ Μπέργκµαν.
Να πω καταρχάς ότι επειδή είχε µαθευτεί το ερωτηµατολόγιό µου, ο ένας µε σύστηνε στον άλλο. Επίσης, δεν είχα λόξα µε την επικαιρότητα. Μέσα από την ανοχή του Ψυχάρη και του Λαµπράκη είχα την πολυτέλεια να βάζω τον Χόφµαν, έναν νοµπελίστα χηµικό, ο οποίος όµως ήταν ποιητής. Ποιος να σου έλεγε «πήγαινε να κάνεις συνέντευξη στον Χόφµαν»;
Ας πούµε για τον Μπέργκµαν όµως.
Κατά καιρούς µου κολλούσε ένα πρόσωπο που θαύµαζα. Εβαζα τη γραµµατέα µου και τηλεφωνούσε κάθε ∆ευτέρα στο θέατρο της Στοκχόλµης ζητώντας συνέντευξη από τον Μπέργκµαν. Της έλεγαν κάθε εβδοµάδα: «Ναι, του το είπαµε, αλλά τώρα ο µαέστρος δεν µπορεί» κ.λπ. Ετσι πέρασαν οκτώ µήνες. Κάποια στιγµή λένε στη γραµµατέα µου: «Τελειώσαµε. ∆εν θα δώσει συνέντευξη ο Μπέργκµαν και σας το ξεκαθαρίζουµε για να µην κουράζεστε». Της λέω εγώ: «Ξαναπάρ’ τους και ρώτα αν µπορώ να του πω τουλάχιστον δυο κουβέντες από τηλεφώνου». Τώρα τι είπα ο µαλάκας και πώς θα συνεννοούµουν µε τον Μπέργκµαν ο οποίος µιλούσε λίγα σπαστά γαλλικά και λίγα σπαστά αγγλικά µαζί µε σουηδικά… ο θεός και η ψυχή του (γέλια).
Εσείς µιλάτε πολλές ξένες γλώσσες;
Όχι, δεν µιλάω καµία ξένη γλώσσα.
Απίστευτο!
Θα σας πω παρακάτω γι’ αυτό. Βγαίνει λοιπόν ο Μπέργκµαν στο τηλέφωνο και αρχίζω να του µιλάω λίγα γαλλικά, που µάλλον δεν τα καταλάβαινε. Συνεχίζω µε λίγα αγγλικά, πάλι τα ίδια. Σε µια φάση µε ρωτάει: «Ποιο είναι το όνοµά σας;» και του κάνω: «Με λένε Λάλα». Πέφτει σιωπή. Μου εξηγεί σε σπαστά αγγλογαλλικά πως Λάλα έλεγαν τη νόνα του, τη γυναίκα που τον µεγάλωσε. Κλείνουµε και πέντε λεπτά µετά µας παίρνει η γραµµατέας του: «Ο µαέστρος θα σας δώσει συνέντευξη. Είναι ∆ευτέρα, αύριο Τρίτη στις 11 το πρωί να είστε Στοκχόλµη».
Ήταν ασύλληπτη η µάχη που δώσαµε για να είµαστε στη Στοκχόλµη την άλλη µέρα. Με τα πολλά βρήκαµε πτήση correspondence και φτάσαµε στις 10 παρά στο ξενοδοχείο που µας είχαν υποδείξει. Να πω επίσης, γι’ αυτούς που µε κατηγορούσαν ότι δεν έπαιρνα τις συνεντεύξεις, πως ποτέ δεν ταξίδευα µόνος µου. Πάντα έπαιρνα µαζί µου τρεις µάρτυρες. Πάντα· ούτε ένα ταξίδι δεν έχω κάνει µόνος µου. Είµαστε στη ρεσεψιόν λοιπόν, ενώ ένας συνεργάτης µου τους λέει: «Εχουµε ραντεβού µε τον κύριο Μπέργκµαν». Κάνει αυτή: «∆εν έχουµε εδώ κανέναν κύριο Μπέργκµαν». Συνειδητοποιούµε ότι την έχουµε πατήσει. Σκεφτόµασταν τι θα πούµε στον Ψυχάρη µε τόσα έξοδα που προέκυψαν. ∆εν περνάει ώρα κι ακούµε κάποιον να λέει το όνοµά µου στη ρεσεψιόν. Μας πλησιάζει και µας λέει ότι είναι ο άνθρωπος που θα µας οδηγήσει στον Μπέργκµαν. Μας παίρνει µε το αυτοκίνητό του, µας οδηγεί σε µια αποβάθρα, απ’ όπου περάσαµε απέναντι στο νησάκι του Μπέργκµαν. Μας ανοίγει ένας µπάτλερ και µας δίνει από ένα δωµάτιο σε ένα σπίτι σαν αυτά του Φλοµπέρ: λευκό, µε φως, µε πολλά δωµάτια.
«Θα σας δει ο µαέστρος στο δείπνο ακριβώς στις εφτά» µας λέει. Είχε πάει µεσηµέρι και λέω στον συνεργάτη µου που έκανε τις µεταφράσεις: «∆εν ρωτάς πού ακριβώς θα την κάνουµε τη συνέντευξη; Να ξέρουµε έστω στοιχειωδώς πού θα καθίσουµε, πού θα βάλουµε τα µικρόφωνα κ.λπ.». Πλησιάζει η ώρα του δείπνου, µπαίνουµε σε µια αίθουσα µε ένα τεράστιο τραπέζι που είχε τρεις καρέκλες στη µια µεριά και τρεις στην άλλη. Τι θα κάναµε; Εµείς ήµασταν τέσσερις και µας είπαν ότι απαγορεύεται να µετακινήσουµε τις καρέκλες. Σκάει ο Μπέργκµαν ακριβώς στις 7 µε δύο πολύ ωραίες νεαρές, κάθεται στην κεφαλή και µε βλέπει που είµαι αµήχανος µε τα µικρόφωνα ενόσω µας σερβίριζαν. Μου λέει στα σουηδικά, που µου το µεταφράζουν: «Μην ανησυχείτε πού θα το ακουµπήσετε. Εχει πολύ καλή ακουστική ο χώρος». Η συνέντευξη διήρκεσε 35 λεπτά, όση ώρα ο Μπέργκµαν έτρωγε, κι άµα τη διαβάσετε, είναι σπαρακτική. Ολα τα έκανε τη στιγµή που έτρωγε την µπριζόλα του. Ετρωγε και ταυτόχρονα µιλούσε. Με το που τελειώνει το γεύµα του και το κρασί του σηκώνεται: «Γεια σας, χαίρετε». Τίποτε άλλο. Να σας πω και µια άλλη ιστορία;
Μου µιλήσατε για Μπέργκµαν, την ίδια συγκίνηση όµως αποπνέουν για σας και ο Μίκης Θεοδωράκης ή ο Στέλιος Καζαντζίδης. Πρόσωπα που δεν τα έχει φθείρει η νεοελληνική καθηµερινότητα.
Αν µε ρωτούσε κάποιος µε ποιους άλλους θα ήθελα να κάνω συνεντεύξεις, θα έλεγα µε µη αναγνωρίσιµους ανθρώπους, διότι πιστεύω πως κάθε άνθρωπος έχει πτυχές για τις οποίες εσύ µπορεί να ενδιαφέρεσαι. Μια γυναίκα που πηγαίνει στο εργοστάσιο µπορεί να έχει σπουδαία πράγµατα να πει κι ας µην είναι ο Κόπολα.
Κατάλαβα. Σας αρέσει να περιβάλλετε µε έναν µύθο κάθε άνθρωπο.
Κάθε άνθρωπος διαθέτει έναν τεράστιο θησαυρό, γι’ αυτό ο κόσµος αγαπά αυτές τις συνεντεύξεις. Μια φορά, όταν ήµασταν ακόµα στη Χρήστου Λαδά, θα συµµετείχα για πρώτη φορά σε ένα διοικητικό συµβούλιο του ∆ΟΛ. Για να τη σπάσω στους γέρους, τους καθ’ όλα αξιόλογους, Καραπαναγιώτη, Λαµπράκη κ.ά., πηγαίνω στον κουρέα και βάφω µπλε τα µαλλιά µου. Εκεί που κατεβαίνω τη Σταδίου, χοντρός µε µαλλί µπλε, ακούω µια φωνή να µε φωνάζει: «Κύριε Λάλα». Γυρνάω δεξιά κι αριστερά πιστεύοντας πως µου την είχε στηµένη ο Ψυχάρης. Μια γυναικούλα µαυροφορεµένη, σαν µάνα µας, µε πλησιάζει και µου κάνει: «Αγόρι µου, τι σηµαντικός άνθρωπος είσαι στη ζωή µου. Να ξέρεις, εγώ µεγάλωσα τα παιδιά µου µε τις συνεντεύξεις σου, που τις έκανα παραµύθια». Της ζήτησα να µου πει ποιες ακριβώς συνεντεύξεις εννοεί και µου απαντάει: «Για µένα ήταν σηµαντική η στιγµή που διάβασα τον Τζον Νας. Πήρα µεγάλη ελπίδα που αυτός ο άνθρωπος τα κατάφερε και επέστρεψε από τη σχιζοφρένεια. Πίστεψα ότι µπορεί το ίδιο να συµβεί και µε την αδερφή µου». Τρελάθηκα.
Μάλιστα. Να µια εµπειρία ισάξια µιας συνάντησης µε τον νοµπελίστα Τζον Νας.
Ίσως και σηµαντικότερη… ∆εν λέω όλα αυτά γιατί νιώθω κάποιος… Είµαι ένας κοινός άνθρωπος που κάνει κάτι µε πάθος.
Μήπως θέλετε να πείτε ότι είστε σηµαντικός µες στην απλότητά σας;
Τη σηµασία δεν τη δίνουµε εµείς στον εαυτό µας αλλά οι άλλοι. Προσωπικά µε ενδιαφέρουν πολύ οι άνθρωποι. Και δεν χρειάζεται να ’σαι κάτι για να σε ενδιαφέρουν οι άνθρωποι. Αυτό που κάνω δεν το κάνω για να βγάλω λεφτά. ∆εν το κάνω σαν επάγγελµα. Το ζητούµενο για µένα είναι ο άνθρωπος. Αγαπάω τους ανθρώπους. Με ενδιαφέρει να δω τι είναι ο άνθρωπος. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η σηµασία αυτού του βιβλίου που µόλις βγήκε. Περιέχει τριάντα χρόνια µου µε τον Καζαντζίδη. Ο Καζαντζίδης ήταν άνθρωπος µε έντονο θυµικό που έλεγε κατά καιρούς διάφορα. Αν κρατούσες µόνο τη µία στιγµή του, θα έλεγες «τι καλός άνθρωπος ήταν». Όπως κι αν κρατούσες µια άλλη, θα έλεγες «ο άτιµος, τι λέει εδώ τώρα;» ή και «τι τέρας είν’ αυτός;».
Όπως στη συνέντευξή του στην Ολγα Μπακοµάρου όταν αποκάλεσε βλάκα τον Μπιθικώτση.
Και ανοίγεις αυτό το βιβλίο, στη σελίδα 68, και διαβάζεις από τον ίδιο άνθρωπο να πλέκεται το εγκώµιο του Μπιθικώτση, ειδικά σε σχέση µε τη µοναδική ερµηνεία του στο «Αξιον εστί» του Ελύτη και του Μίκη. Καλά έκανε η Ολγα και τον κατέγραψε βέβαια, γι’ αυτό και οι συνεντεύξεις της είναι µοναδικές. Αλλά ο Καζαντζίδης ήταν άνθρωπος που σε διαφορετικές στιγµές είχε διαφορετικές αντιδράσεις. Ανάλογα πώς ένιωθε τη στιγµή που µιλούσε. Για να καταλάβεις τι εννοώ, τον ρώτησα κάποια στιγµή για την κόντρα του µε τον Νικολόπουλο. Είχα ακούσει ότι είχε πει για τον Νικολόπουλο πολύ σκληρά λόγια και κάτι δεν µπορούσα να χωνέψω. Του είπα: «Νοµίζω κι εσείς ξεφύγατε κάποια στιγµή, είπατε λόγια ανήκουστα για ένα παιδί που το πήρατε και το κάνατε άξιο δηµιουργό». Και άρχισε να µου εξιστορεί πως κάποτε που έπιανε ψάρια στον Αγιο Κωνσταντίνο έβαζε την κυρα-Βάσω να τηγανίζει τα µισά και τα άλλα µισά έπαιρνε το αµάξι και πεταγόταν στην Αθήνα στον Νικολόπουλο για “να φάει κι ο Χρηστάκης λίγα φρέσκα ψάρια, αυτός και η οικογένεια” και µετά επέστρεφε πίσω στο εξοχικό του. Για να καταλήξει: «Λάθος µου ήταν αυτά τα λόγια… ξέφυγα… ήταν κι η αρρώστια τότε… άσ’ τα τώρα, δεν θέλω να µιλάω γι’ αυτά». Ο ίδιος άνθρωπος θυµώνει, λέει λάθος, συγχωρεί.
Βιβλία για τον Καζαντζίδη έχουν κυκλοφορήσει πολλά. Θυµίζω εκείνο του Θωµά Κοροβίνη, που προλογίζει και τη δική σας έκδοση.Τι πιστεύετε ότι θα προσφέρει η δική σας καταγραφή στο φαινόµενο του σηµαντικότερου Έλληνα λαϊκού ερµηνευτή;
Στο βιβλίο βλέπεις την κόλαση της παιδικής του ηλικίας και τη διαµόρφωση του χαρακτήρα του… καταλαβαίνεις γιατί ήταν έτσι. Νιώθεις ότι ο µύθος Καζαντζίδη δεν φτιάχνεται µε τη φωνή του µόνο· έχει να κάνει και µε την προσωπικότητα, µε τη σοφία και µε τον τρόπο που διαχειρίζεσαι τον πόνο, τον φόβο, το βάσανο, τη χαρά.
Πόσο ρόλο έπαιξε στη ζωή σας η φιλοδοξία ή η µαταιοδοξία;
Για µένα όλα αυτά είναι µια πλάκα, ένα αστείο. Ενας τρόπος να ζω. Το ξαναλέω: δεν νιώθω κάτι σηµαντικό. Αν έχει µια σηµασία αυτό που έκανα, έχει να κάνει µε το πόσο επηρέασε τους άλλους ανθρώπους. Πιστεύω ότι το νόηµα αυτού του αστείου που είναι η ζωή είναι να καταφέρεις να µετατρέψεις αυτό που σε συγκινεί σε συγκίνηση για τους άλλους. Ξέρω ότι τίποτε δεν θα µείνει. Εντός ολίγου θα βαφτιστώ ανύπαρκτος και η ζωή θα συνεχίζεται.
Με το χέρι στην καρδιά, νιώθετε ευτυχισµένος άνθρωπος;
Ναι, είµαι ευτυχισµένος. Κατάφερα να ξεφύγω από το προγραµµατισµένο µέλλον που επιφυλάσσει η µικροαστική καταγωγή µου και να συναντηθώ µε αυτό που κάποτε για µένα ήταν µακρινό, σχεδόν άπιαστο. ∆ιασκέδασα πολύ αυτά τα άπιαστα που µου συνέβησαν, καλά και κακά. Γιατί και η καταστροφή γιορτή ενδιαφέροντος είναι για µένα. Είναι µεγάλη τύχη να πέφτεις ενώ πιστεύεις ότι θα είσαι για πάντα όρθιος και νικητής. Στην ευτυχία φτάνεις πατώντας σε βραχάκια ατυχίας.
INF0
Το βιβλίο «Στέλιος Καζαντζίδης – Θηρίο ανήμερο» του Θανάση Λάλα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός.