Το πορτρέτο του Βέλγου συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Ο ωρολογοποιός του Εβερτον» στα ελληνικά.
Ο Αντρέ Ζιντ θεωρούσε τον Ζορζ Σιμενόν τον πιο σημαντικό γαλλόφωνο μυθιστοριογράφο της εποχής του, ενώ ο Θόρντον Ουάλντερ πίστευε πως ήταν από τους σημαντικότερους αφηγητές του περασμένου αιώνα. Ο ίδιος ο Σιμενόν αυτοχαρακτηριζόταν ιμπρεσιονιστής, καθώς όπως έλεγε δούλευε με μικρές πινελιές αναδεικνύοντας ανεπαίσθητες λεπτομέρειες. Σε όλη του τη ζωή ανέφερε την καθοριστική του συνάντηση με την Κολέτ, την οποία γνώρισε το 1923 σε ηλικία είκοσι ετών στην παριζιάνικη «Le Matin» (είχε φύγει από το Βέλγιο και είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία) όπου δημοσίευε τα πρώτα διηγήματά του.
Εκεί η Γαλλίδα συγγραφέας εργαζόταν ως επιμελήτρια. Οταν της έδωσε δύο κείμενά του του τα επέστρεψε λέγοντάς του πως ήταν «πολύ λογοτεχνικά». Ετσι ο Σιμενόν άρχισε να κόβει τα επίθετα και τα επιρρήματα και να κρατά το κείμενο καθαρό αλλά όχι στεγνό, καθώς μέσα από το αφηγηματικό στιλ το οποίο ανέπτυξε κατάφερνε να εκφραστεί απλά και άμεσα. Εξού και τα βιβλία του διαβάστηκαν από ευρύτατο κοινό, αρχικά γαλλόφωνο και στη συνέχεια παγκόσμιο, καθώς μεταφράστηκαν σε δεκάδες γλώσσες.
Το γράψιμο είναι δυστυχία
«Το γράψιμο θεωρείται επάγγελμα, αλλά δεν νομίζω πως είναι. Οποιοσδήποτε δεν έχει την ανάγκη να είναι συγγραφέας, όποιος πιστεύει πως μπορεί να κάνει κάτι άλλο, πρέπει να το κάνει. Το γράψιμο δεν είναι επάγγελμα αλλά κλίση προς τη δυστυχία. Δεν νομίζω πως ένας καλλιτέχνης μπορεί να ευτυχήσει» είχε πει σε συνέντευξή του στο «Paris Review» το 1955.
Ο Σιμενόν, ο οποίος παράλληλα εργαζόταν ως δημοσιογράφος, είχε πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη γραφή. Οταν δεν έγραφε δεν ένιωθε καλά, έχανε τη συναισθηματική του ισορροπία. Ετσι, σύμφωνα με τους μελετητές του έγραφε πάντα πολύ· λέγεται πως σε κάποιες φάσεις δακτυλογραφούσε έως 80 σελίδες τη μέρα. Εξού και μέσα σε μόλις δέκα χρόνια, από το 1923 έως το 1933, βγήκαν από τα χέρια του πάνω από 200 αστυνομικά μυθιστορήματα (συνολικά υπολογίζεται πως τα έργα του αγγίζουν τα 400), τα οποία υπέγραφε με δεκαεπτά διαφορετικά ψευδώνυμα – αυτά του εξασφάλισαν μια υπέρ το δέον οικονομικά άνετη ζωή. Υπάρχει μάλιστα μια ανεκδοτολογική ιστορία σχετικά με την ταχύτητα με την οποία έγραφε. Λέγεται πως μια μέρα του τηλεφώνησε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. Στο τηλεφώνημα απάντησε η γραμματέας του Σιμενόν, η οποία του είπε πως δεν μπορούσε να του μιλήσει καθώς έγραφε το νέο του βιβλίο. Ο Χίτσκοκ τότε απάντησε: «Εντάξει, θα περιμένω στη γραμμή».
Ο Βέλγος συγγραφέας βάσιζε σε μεγάλο βαθμό τα μυθιστορήματά του στα προσωπικά του βιώματα. Πηγή έμπνευσης ήταν συχνά τα χρόνια που πέρασε με τις μποέμ παρέες από τις οποίες μυήθηκε στην κοκαΐνη και τη μορφίνη, η θυελλώδης ερωτική του ζωή και οι δύο ταραγμένοι γάμοι του, ενώ στο έργο του συναντώνται γυναικείοι χαρακτήρες που θυμίζουν την αυταρχική μητέρα του, η οποία φρόντιζε να του κάνει σαφές πως αγαπούσε περισσότερο τον μικρότερο γιο της.
Οταν σύστησε τον Μεγκρέ
Η μεγάλη επιτυχία ήρθε για εκείνον το 1931 με την επινόηση ενός χαρακτήρα που θα σφράγιζε τη συγγραφική του πορεία. Πρόκειται για τον περίφημο επιθεωρητή Μεγκρέ, τον οποίο σύστησε στο αναγνωστικό κοινό με το βιβλίο «Πιετρ ο Λετονός». Ο Παριζιάνος επιθεωρητής είναι ένας μέσος άνθρωπος που απολαμβάνει τη δουλειά του και τις μικρές χαρές της συζυγικής ζωής, σε μια εποχή που οι υπόλοιποι μυθιστορηματικοί ντετέκτιβ είναι κατά βάση «καταραμένοι» και υποφέρουν από γυναίκες-αράχνες (όχι ότι δεν έχει και τέτοιες το έργο του Σιμενόν, το οποίο κάποιοι σήμερα χαρακτηρίζουν μισογυνικό).
Σε αντίθεση με αυτούς, ο Μεγκρέ δεν διαλευκαίνει τις υποθέσεις μέσα από την αστυνομική έρευνα αλλά εμπιστευόμενος τη διαίσθησή του. Ζυγίζει τα λόγια και τις εκφράσεις των υπόπτων και συνδέοντας τα γεγονότα καταλαβαίνει πώς κατέληξαν να εγκληματήσουν. Σχεδόν τους συμπονά, καθώς θεωρεί πως οι εγκληματίες είναι θύματα των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο επιθεωρητής Μεγκρέ πρωταγωνίστησε σε συνολικά 84 ιστορίες, ενώ οι περιπέτειές του μεταφέρονται έως σήμερα στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Εκτός από τα βιβλία με τον Μεγκρέ ο Σιμενόν έγραψε μερικά σημαντικά αυτοβιογραφικά έργα, όπως το «Πεντιγκρί», αλλά και μια σειρά ιστοριών, τα «σκληρά μυθιστορήματα», που αποτελούσαν κοινωνικά ψυχογραφήματα. Ο βιογράφος τού Σιμενόν Φέντον Μπέσλερ περιέγραψε τα μυθιστορήματα αυτά ως ψυχολογικά θρίλερ στα οποία ο συγγραφέας εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου μυαλού. Σε αυτά εντάσσεται και ο «Ωρολογοποιός του Εβερτον» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.
Η υπόθεση του βιβλίου
Το έργο «Ο ωρολογοποιός του Εβερτον» είναι μια ιστορία την οποία ο Ζορζ Σιμενόν εξέδωσε το 1954, την περίοδο που ζούσε στις ΗΠΑ. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί ζει ο ωρολογοποιός Ντέιβ Γκάλογουεϊ ο οποίος έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του από τη μέρα που τους εγκατέλειψε η γυναίκα του. Μια μέρα ο Ντέιβ πληροφορείται πως ο έφηβος γιος του καταζητείται για φόνο. Παρά τον πόνο που του προκαλεί η είδηση και παρά την περιφρόνηση που εισπράττει από τον γιο του, ο οποίος φυλακίζεται, θα κάνει τα πάντα για να του σταθεί. Ο «Ωρολογοποιός του Εβερτον», το βιβλίο του Σιμενόν που ενθουσίασε τον Τ.Σ. Ελιοτ, θεωρείται από τα πιο συγκινητικά μυθιστορήματα πάνω στη δύσκολη σχέση πατέρα – γιου και έχει επιπλέον ενδιαφέρον καθώς είναι γραμμένο σε μια εποχή κατά την οποία άτυπος κανόνας ήταν οι άνθρωποι να βιώνουν εσωτερικά τα συναισθήματά τους.
INF0
Το μυθιστόρημα «Ο ωρολογοποιός του Εβερτον» του Ζορζ Σιμενόν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγρα σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ