Στην πράξη αρχειοθέτησης της δικογραφίας του ∆. Αβραµόπουλου γίνεται εκτενής αναφορά στον µοριακό έλεγχο αίµατος των προϊόντων αιµοδοσίας. Στις 11 ∆εκεµβρίου 2018 οι επίκουροι εισαγγελείς κατά της διαφθοράς έδωσαν παραγγελία στον γενικό επιθεωρητή του Σώµατος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας (ΣΕΥΥΠ) για έλεγχο νοµιµότητας της προµήθειας και εν γένει της διαχείρισης των αντιδραστηρίων για την ανίχνευση του ιού HIV στις αιµοδοσίες.
Η υπόθεση ξεκινάει τον Σεπτέµβριο του 2005. Τότε µια ανήλικη 17 ετών που έπασχε από αναιµία και ήταν πολυµεταγγιζόµενη ασθενής µολύνθηκε από αιµοδότη ο οποίος ήταν θετικός φορέας του ιού HIV, έπειτα από µετάγγιση αίµατος που της έγινε στο Ιπποκράτειο νοσοκοµείο. Η µόλυνση διαπιστώθηκε µήνες µετά, ενώ από τον ίδιο ασκό αίµατος µολύνθηκε και ένας καρδιοπαθής 76 ετών.
Ως αποτέλεσµα ο διοικητής Α΄ ∆ΥΠΕ Κεντρικής Μακεδονίας διέταξε προκαταρκτική εξέταση, ενώ ο Τύπος ασχολήθηκε εκτενώς µε την υπόθεση. ∆ηµοσιεύµατα της εποχής ανέγραφαν ότι σε όλα τα νοσοκοµεία της χώρας τα αποτελέσµατα από τον έλεγχο του αίµατος βγαίνουν είκοσι ηµέρες µετά, ενώ µέσω της µεθόδου NAT ανιχνεύεται µέλος του νουκλεονικού οξέος του ιού του AIDS σε διάστηµα πέντε ηµερών από τη µόλυνση. Κι έτσι το υπουργείο Υγείας αποφάσισε στα τέλη Μαρτίου 2006 να καλέσει τις εταιρείες Safeblood Biotechnology Supplies SA, που εισήγαγε και αντιπροσώπευε στην Ελλάδα την εταιρεία Chiron, και την εταιρεία Bioanalytica, που ήταν αποκλειστικός διανοµέας της RocheDiagnosticsHellas ΑΕ. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «οι µοναδικές εταιρείες δηλαδή που διέθεταν εξοπλισµό για τον µοριακό έλεγχο του αίµατος ήταν η Roche και η Chiron».
Το πρώτο που αξίζει να σηµειωθεί είναι ότι στο σηµείο αυτό της πράξης αρχειοθέτησης που υπογράφει ο Π. Καψιµάλης αναφέρεται ότι «η εταιρία Νοβάρτις είχε ποσοστό συµµετοχής στη Roche 30% και η Chiron ήταν εταιρεία που ανήκε στον όµιλο Novartis». Κι όµως ο εισαγγελέας Καψιµάλης στην πράξη αρχειοθέτησης που υπέγραψε για τον Αδ. Γεωργιάδη χαρακτηρίζει τη Roche «ανταγωνίστρια εταιρεία της Novartis», προκειµένου να αποδείξει ότι η ελβετική πολυεθνική δεν έχει ευνοηθεί στην αποζηµίωση χρέους επί υπουργίας Αδ. Γεωργιάδη.
«50 ευρώ ανά ασκό αίµατος»
Το υπουργείο Υγείας στη συνέχεια αποφάσισε ο µοριακός έλεγχος του αίµατος να επεκταθεί σε όλα τα νοσοκοµεία. Παράλληλα, «υπεγράφη στις 17 Απριλίου 2006 µεταξύ του υπουργείου Υγείας και των δύο πιο πάνω εταιρειών µνηµόνιο συνεργασίας…». Επίσης, «αποφασίστηκε ο έλεγχος του αίµατος µε τη µέθοδο ΝΑΤ σε µονήρες δείγµα στην τιµή των 50 ευρώ ανά ασκό αίµατος».
Οπως όµως αναφέρεται, «τα µνηµόνια συνεργασίας δεν προβλέπονται από το νοµοθετικό πλαίσιο προµηθειών ενώ δεν προηγήθηκε ούτε έγκριση σκοπιµότητας συνοδευόµενη από οικονοµοτεχνική µελέτη (προϋπολογισµός και τεχνικές προδιαγραφές) κατά τη συνήθη διαδικασία των προµηθειών τέτοιου οικονοµικού µεγέθους. Τα µνηµόνια δεν φαίνεται να υλοποιήθηκαν (σύµφωνα µε τις καταθέσεις που έλαβε το ΣΕΥΥΠ)». Εξίσου σηµαντικό είναι ότι «η τιµή των 50 ευρώ ήταν µεγαλύτερη από την τιµή που προµηθεύονταν έως τότε το νοσοκοµείο (σ.σ.: ΑΧΕΠΑ) τα αντιδραστήρια». Βάσει της έκθεσης του ΣΕΥΥΠ, πολλά νοσοκοµεία που έκαναν µοριακό έλεγχο του αίµατος πριν από την υπογραφή του επίµαχου µνηµονίου προµηθεύονταν ακόµη και «τεστ ανίχνευσης δύο ιών µε κόστος 27,70 ευρώ ανά εξέταση».
Μετά την υπογραφή του µνηµονίου συνεργασίας εκδόθηκε στις 17 Απριλίου 2006 υπουργική απόφαση βάσει της οποίας εγκρίθηκε η σκοπιµότητα της προµήθειας αντιδραστηρίων για τον µοριακό έλεγχο του αίµατος για όλη την επικράτεια. ∆ύο περίπου µήνες µετά συγκροτήθηκε και η Συµβουλευτική Επιτροπή Αιµοδοσίας (ΣΕΑ), βάσει έκδοσης σχετικής υπουργικής απόφασης, ενώ µε απόφαση του υπουργού συγκροτήθηκε και εξειδικευµένη γνωµοδοτική επιτροπή για τον σχεδιασµό και την εφαρµογή ελέγχου αίµατος µε µοριακές τεχνικές. Ακόµη συστάθηκε επιτροπή για την προµήθεια αγαθών σηµαντικής οικονοµικής ή τεχνολογικής αξίας, της οποίας πρόεδρος ήταν ο υπουργός Υγείας ∆. Αβραµόπουλος.
«Υπερβολικά υψηλός ο προϋπολογισµός»
Τελικά τον Οκτώβριο του 2006 πραγµατοποιήθηκε «η διακήρυξη του διαγωνισµού που αφορούσε τη διαµόρφωση χώρων-προµήθεια εγκατάσταση και συντήρηση του εξοπλισµού, εκπαίδευση προσωπικού για τον έλεγχο µε τη µοριακή τεχνική οξέων (NAT) και διακίνηση δειγµάτων αίµατος µε διάρκεια σύµβασης 5 έτη, προϋπολογισµού 208.500.000 ευρώ µε ΦΠΑ µε κριτήριο κατακύρωσης την πλέον συµφέρουσα προσφορά». Βάσει όµως των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν, αλλά και από «τον διαγωνισµό που ακολούθησε µετά τη λήξη των συµβάσεων 27/08 και 28/08 που συνήφθησαν στα πλαίσια της 10/06 διακήρυξης προκύπτει πως ο προϋπολογισµός της προµήθειας ήταν υπερβολικά υψηλός, ενώ έγινε µε βάση τιµή ανά µονάδα αίµατος στο υπερβολικό τίµηµα των 50 ευρώ περίπου». Αυτή η υπερβολική τιµή της διακήρυξης «έδινε τη δυνατότητα στους ελάχιστους συµµετέχοντες να κρατήσουν τις προσφορές τους πολύ υψηλά».
Στην πράξη αρχειοθέτησης αναγράφεται επίσης ότι προτού υπογραφεί το µνηµόνιο συνεργασίας το υπουργείο Υγείας είχε ζητήσει από τις εταιρείες «να δώσουν ένα Budget ώστε να γίνει το µνηµόνιο συνεργασίας µε ανώτατη τιµή. Οι εταιρείες απέφυγαν να δώσουν συγκεκριµένη τιµή, γνωρίζοντας ότι θα ακολουθήσει διαγωνισµός και θα ακολουθήσουν κλειστές προσφορές».
«Κοµβικής σηµασίας οι επαφές µε το υπουργείο»
Η Roche κατήγγειλε στη συνέχεια τη σύµβασή της µε την εταιρεία όµιλος Κατόπης ΑΕ, αφού διέβλεψε «το µεγάλο περιθώριο κέρδους από την προκήρυξη του διαγωνισµού µε προϋπολογισµό 208.500.000 ευρώ και τιµή ανά ασκό αίµατος…». Σε δικόγραφο της Roche, όπου σκιαγραφούνται οι λόγοι σύµπραξής της µε την επίµαχη ελληνική εταιρεία, αναφέρεται ότι ήθελε ελληνική επιχείρηση ως «συνεργάτη που θα αναλάµβανε το κοµµάτι της συµµετοχής στην προετοιµασία της προσφοράς και κυρίως των επαφών µε το υπουργείο Υγείας που ήταν κοµβικής σηµασίας…».
Αυτή η αναφορά της Roche, βάσει όσων αναγράφονται στην πράξη αρχειοθέτησης, «άφηνε να εννοηθεί ότι ήταν σε θέση να “τινάξει στον αέρα” τη σύµβαση προµήθειας µε το υπουργείο Υγείας και να µας εκθέσει σε ανυπολόγιστους ηθικούς και υλικούς κινδύνους». Εφόσον λοιπόν η Roche «απέβλεπε πράγµατι στις επαφές αυτές, τότε µάλλον θα πρόκειται για επαφές ή µε την τότε πολιτική εξουσία ή µε τους αρµόδιους δηµόσιους υπαλλήλους ή κρατικούς λειτουργούς που θα εισηγούνταν ή θα αποφάσιζαν σε ποια εταιρεία θα κατακυρωθεί ο διαγωνισµός… Παραµένει λοιπόν ως η µόνη λογική εξήγηση ότι η Roche, προσέλαβε ως εταίρο, την Κατόπης ΑΕ, έναντι ποσοστού 34% επί των εισπράξεων, χάρις των πραγµατικών ή προβαλλόµενων διασυνδέσεων της τελευταίας µε πρόσωπα δυνάµενα να επηρεάσουν την απόφαση κατακυρώσεως του διαγωνισµού».
«Το υπουργείο έβαλε το “ταβάνι”»
Παράλληλα, στην πράξη αρχειοθέτησης υπάρχει αναφορά σε αντίστοιχες συµβάσεις που συνάφθηκαν το 2012, το συνολικό κόστος των οποίων «ανέρχεται στο ποσό των 10.882.395 ευρώ, πολύ µικρότερο από το ποσό των 23.733.129 ευρώ που στοίχισαν στο δηµόσιο οι συµβάσεις 27 και 28/08». Σε υπόµνηµα που υπέβαλε η Roche στο ΣΕΥΥΠ ανέφερε ότι αυτή η διαφορά της τιµής προέκυψε επειδή στη διακήρυξη του 2012 «δεν περιλαµβανόταν ούτε µεταφορά-διακίνηση δειγµάτων ούτε κατασκευαστικές εργασίες, ούτε προβλεπόταν νέος εξοπλισµός».
Τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια της πράξης αρχειοθέτησης σκιαγραφούν σαφείς ευθύνες για την τότε διοίκηση του υπουργείου Υγείας και συγκεκριµένα για τον ∆. Αβραµόπουλο, αφού «καθίσταται προφανές ότι ο λόγος που κινήθηκαν τόσο υψηλά οι προσφορές των εταιρειών στη διαγωνιστική διαδικασία, είναι το ιδιαίτερα υψηλό “ταβάνι” που έβαλε το ίδιο το υπουργείο Υγείας διά των υπηρεσιακών του παραγόντων που εισηγήθηκαν σχετικά και εν τέλει διά τις υπογραφής του ∆ηµήτρη Αβραµόπουλου στη διακήρυξη 10/2006».
«Προκύπτουν ενδείξεις υπερτιµολόγησης»
Ως αποτέλεσµα, οι επιθεωρητές του ΣΕΥΥΠ είναι σαφείς: «Με βάση τα διαθέσιµα στοιχεία συνεπώς προκύπτουν ενδείξεις υπερτιµολόγησης των συµβάσεων 27 και 28/2008 χωρίς να έχει προσδιοριστεί µέχρι και σήµερα η ζηµία του ελληνικού δηµοσίου».
Ο Π. Καψιµάλης δεν κάνει κάποια κρίση επί των συµπερασµάτων του ΣΕΥΥΠ, παρά αρκείται να σχολιάσει ότι η κατάθεση της προστατευόµενης µάρτυρα «Αικατερίνης Κελέση» πως ο ∆. Αβραµόπουλος για την προµήθεια των αντιδραστηρίων πήρε 4 εκατ. ευρώ «είναι αόριστη και δεν περιλαµβάνει συγκεκριµένα περιστατικά χρηµατισµού του ∆ηµήτρη Αβραµόπουλου».
Η σπουδή για τα εμβόλια της H1N1
Ενδεικτικά είναι όσα αναφέρονται και αναφορικά με την προμήθεια εκατομμυρίων εμβολίων για την Η1Ν1 το 2009 επί υπουργίας Δ. Αβραμόπουλου. Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, το ΚΕΕΛΠΝΟ προχώρησε το καλοκαίρι του 2009 στην παραγγελία εκατομμυρίων εμβολίων, αφού πρώτα χρειάστηκε να γνωμοδοτήσει σχετικά με μελέτη που συνέταξε ο καθηγητής Νίκος Μανιαδάκης (βλέπε σελίδα 13). Είναι χαρακτηριστικό ότι η τότε κυβέρνηση προχώρησε στην παραγγελία εμβολίων πολύ προτού ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) προτείνει στην Κομισιόν την αδειοδότηση δύο εμβολίων για την πανδημία της γρίπης: του Forcertia της Novartis και του Pandemrix της GlaxoSmithKline.
Ειδικότερα ο EMA πρότεινε την αδειοδότηση των δύο εμβολίων στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, ενώ στις 20 Νοεμβρίου 2009 με δελτίο Τύπου που εξέδωσε «επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των ανωτέρω εμβολίων και τη συμβατότητά τους με το εμβόλιο της εποχικής γρίπης». Τον ίδιο μήνα, συγκεκριμένα στις 14 Σεπτεμβρίου, είχε εκδώσει ανακοίνωση και η Κομισιόν με την οποία συνιστούσε τον εμβολιασμό συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση είχε κινήσει διαδικασίες για την προμήθεια των εμβολίων πολύ πριν από τις ευρωπαϊκές αρχές.
Στις 5 Μαΐου 2009 το ΚΕΕΛΠΝΟ υπέγραψε συμφωνία εμπιστευτικότητας με την GlaxoSmithKline. Δύο μέρες μετά ο ΕΟΦ υπέγραψε προσύμφωνο αγοράς εμβολίων από τις εταιρείες Novartis και GlaxoSmithKline.
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους έγινε εισήγηση προς τον τότε υπουργό Υγείας Δ. Αβραμόπουλο από ΚΕΕΛΠΝΟ και ΕΚΕΠΥ για τον εμβολιασμό 4 εκατ. πολιτών και επομένως να γίνει προμήθεια 8 εκατ. δόσεων, καθώς τα εμβόλια χορηγούνταν σε δύο δόσεις. Οι εταιρείες κατέθεσαν προσφορές. Στις 9 Ιουλίου και αφού είχε προηγηθεί απόφαση του υπουργείου «περί έγκρισης σκοπιμότητας» για την προμήθεια των εμβολίων, το ΚΕΕΛΠΝΟ αποφάσισε την αγορά τους. Στις 23 Ιουλίου 2009 υπογράφτηκαν συμβάσεις με τρεις εταιρείες: τη Sanofi Pasteur για 3 εκατ. δόσεις, την GlaxoSmithKline για 2 εκατ. δόσεις, και τη Novartis για 3 εκατ. δόσεις. Το συνολικό κόστος ανήλθε σε σχεδόν 60 εκατ. ευρώ.
Δεν ήταν όμως τα μοναδικά εμβόλια που παρήγγειλε η χώρα μας. Λίγο μετά ο ΕΟΦ «υιοθέτησε την άποψη περί ανάγκης εμβολιασμού του συνόλου του πληθυσμού, επικαλούμενος αναφορά του ΠΟΥ».
«Χρησιμοποιήθηκε μόλις το 20% των εμβολίων»
Λίγες εβδομάδες μετά το ΚΕΕΛΠΝΟ σύναψε νέα σύμβαση με την GlaxoSmithKline για ακόμη 8 εκατ. δόσεις εμβολίων, με τον συνολικό αριθμό να ανέρχεται μέχρι εκείνη τη στιγμή σε 16 εκατομμύρια.
Στη συνέχεια όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τον Οκτώβριο του 2009 αποφασίστηκε η ακύρωση της συμπληρωματικής παραγγελίας από την GlaxoSmithKline. Τον Νοέμβριο του 2009 μετά την ανακοίνωση του EMA «ότι σε κάποιες ηλικίες επιτυγχάνεται ανοσολογική απάντηση με μία δόση εμβολίου» αποφασίστηκε ότι 4 εκατ. δόσεις αρκούσαν για την πανδημία. Είναι ερώτημα γιατί βιάστηκε η τότε ελληνική κυβέρνηση να παραγγείλει τόσα εκατομμύρια δόσεις εμβολίων προτού αποφανθεί ο ΕΟΦ.
Οπως προέκυψε από την εισαγγελική έρευνα, μόλις το 20% των παραληφθέντων εμβολίων χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας, ενώ το ελληνικό δημόσιο ζημιώθηκε.
Τελικά ο Π. Καψιμάλης έκρινε ότι η κατάθεση του προστατευόμενου μάρτυρα «Μάξιμου Σαράφη» αναφορικά με φερόμενη δωροδοκία του Δ. Αβραμόπουλου από τον αντιπρόεδρο και γενικό διευθυντή της Novartis Hellas Κωνσταντίνο Φρουζή για την παραγγελία υπερβολικά υψηλού αριθμού εμβολίων «είναι αόριστη και δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που είτε υπέπεσαν στην αντίληψή του είτε έγινε περιγραφή τους από άλλον σχετικά με τον τόπο και χρόνο τέλεσης της πράξης της δωροληψίας και κυρίως το ύψους του δώρου, παρά μόνο προσωπικές εκτιμήσεις και εικασίες…».