Ο υπαρξιακός τρόμος του Οσάμου Νταζάι

Ο υπαρξιακός τρόμος του Οσάμου Νταζάι

Η ζωή για τον Οσάμου Νταζάι ήταν αφόρητη. Γι’ αυτό προσπάθησε αρκετές φορές να πεθάνει. Η πρώτη φορά ήταν το 1929 όταν σε ηλικία είκοσι ετών πήρε υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Προς μεγάλη του απογοήτευση έζησε. Ακολούθησαν άλλες τρεις αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας εκ των οποίων η μία το 1930 μαζί με μια νέα γυναίκα την οποία γνώριζε ελάχιστα (εκείνη πέθανε, εκείνος έζησε και κατηγορήθηκε από τις αστυνομικές αρχές για τον θάνατό της).

Η τελευταία φορά που επιχείρησε να κόψει το νήμα της ζωής του ήταν στις 13 Ιουνίου 1948 όταν έπεσε μαζί με τη σύντροφό του σε ένα ποτάμι του Τόκιο το οποίο είχε φουσκώσει από τις βροχές. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, δηλαδή ένα μήνα μετά τον θάνατό του, δημοσιεύτηκε το ημι-αυτοβιογραφικό «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» (εκδ. Gutenberg, μετάφραση από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος), το οποίο έκτοτε θεωρείται το δεύτερο πιο δημοφιλές ιαπωνικό μυθιστόρημα μετά το «Kokoro» του Νατσούμε Σοσέκι.

Ο Νταζάι (το αληθινό του όνομα ήταν Σούτζι Τσουσίμα) γεννήθηκε το 1909 στην επαρχία Αομόρι του Τοοχόκου της Βόρειας Ιαπωνίας. Ήταν το έκτο παιδί μιας εύπορης οικογένειας γαιοκτημόνων και έμαθε από μικρός να ζει σαν παρείσακτος. Η μητέρα του λόγω της εύθραυστης υγείας της αδυνατούσε να ασχοληθεί μαζί του ενώ ο πατέρας του, που ήταν πολιτικός, δεν σκεφτόταν καν να του αφιερώσει χρόνο διότι στην ιαπωνική παράδοση η πιο δυνατή πατρική σχέση για κάθε άντρα είναι εκείνη με τον πρωτότοκο γιο. Έτσι ο Νταζάι μεγάλωσε στα χέρια των υπηρετών του σπιτιού. Το ίδιο συμβαίνει και στον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου του, τον Γιόζο, ο οποίος παιδί ακόμη θα γνωρίσει μέσα από τη σχέση του με τους υπηρέτες τη φροντίδα αλλά και την πιο σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου.

Το βιβλίο ακολουθεί την πορεία του Γιόζο από την παιδική ηλικία μέχρι τα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, μέσα από σημειωματάρια και φωτογραφίες που βρέθηκαν σε ένα μπαρ όπου ζούσε ως εραστής μιας μαντάμ – μέσα από αυτό το αφηγηματικό εύρημα ο Νταζάι μιλάει για τον εαυτό του σαν να πρόκειται για άλλον άνθρωπο. «Ποτέ, ούτε μια φορά, δεν αντιγύρισα λόγο σε οτιδήποτε μου έλεγαν οι δικοί μου. Η παραμικρή αποδοκιμασία από μέρους τους μ’ έκανε να αισθάνομαι σαν να με χτύπησε κεραυνός, σαν να επρόκειτο να τρελαθώ. Ν’ αντιμιλήσω! Είχα την έμμονη βεβαιότητα πως οι ίδιες οι επιτιμήσεις τους ήταν κάτι σαν τις παραδομένες, όπως λένε, από τα βάθη των αιώνων “αλήθειες” των ανθρώπων» εξομολογείται ο Γιόζο ο οποίος σε όλη τη ζωή του κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να ενταχθεί στον κόσμο των ανθρώπων, αλλά αποτυγχάνει παταγωδώς.

Επιχειρώντας να βρει στην οικογένεια μια θέση για τον εαυτό του ανακαλύπτει πως ο ρόλος που κανείς δεν έχει πάρει μέχρι τότε είναι εκείνος του γελωτοποιού. Έτσι, με νύχια και με δόντια προσπαθεί να τυποποιηθεί ως ο κλόουν του σπιτιού. Ο ρόλος αυτός είναι βολικός και για το σχολείο. Γελούν μαζί του, άρα υπάρχει. Μέχρι τη στιγμή που θα τον αμφισβητήσει ένας συμμαθητής του. Τότε νιώθει πως πρέπει να γίνει κάποιος άλλος προκειμένου να κερδίσει εκ νέου το ενδιαφέρον του περιβάλλοντός του. Όσο ο ίδιος βουλιάζει στην υποκρισία τόσο πιο εύκολο του είναι να παρατηρήσει πως όλοι γύρω του κάνουν το ίδιο. Όλοι υπηρετούν ρόλους. Κάποιοι το κάνουν με σχετική επιτυχία καταφέρνοντας να πείσουν ακόμη και τον εαυτό τους πως είναι αυτό που δείχνουν. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον Γιόζο.

Ο Νταζάι, μέγας θαυμαστής του Ριονόσουκε Ακουταγκάουα (σοκάρεται βαθιά όταν εκείνος αυτοκτονεί το 1927), του Ντοστογιέφσκι και του Φρανσουά Βιγιόν, τολμά να φτάσει εκεί που ελάχιστοι επιχειρούν. Όχι μόνο παραδέχεται στον εαυτό του πως νιώθει αποσυνάγωγος, αλλά έχει το θάρρος να το κάνει δημόσια. Το βιβλίο αποτελεί τη βαθιά του εξομολόγηση σχετικά με το πόσο λάθος αισθάνεται πως κάνει τα πάντα σε έναν κόσμο που προσπαθεί να καλύψει τα συντρίμμια του πίσω από προσόψεις επιτυχίας. Η ιαπωνική κοινωνία στην οποία ζει ο Νταζάι ήδη έχει καταστραφεί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσπαθεί να επανακάμψει με όσα μέσα διαθέτει. Η βαθιά ανησυχία του για όσα βλέπει γύρω του έρχεται να προστεθεί στο ήδη βεβαρυμένο ιστορικό του.

«Εγώ, από παλιά, ήμουν ένα παιδί που δεν είχα τα προσόντα για άνθρωπος», λέει ο Γιόζο, το alter ego του, υποστηρίζοντας πως δεν καταλαβαίνει πώς σκέφτονται οι άνθρωποι γύρω του, ενώ το πρόβλημά του είναι ακριβώς το αντίθετο. Κατανοεί τι συμβαίνει πολύ περισσότερο απ’ όσο αντέχει. Εξού και ο υπαρξιακός τρόμος του τον οδηγεί στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και στην ακραία αυτοκαταστροφή προκειμένου να μουδιάσει για πάντα το μυαλό του. Κι έτσι έρχεται αντιμέτωπος με μια από τις πιο βλαβερές συνέπειες της αυτογνωσίας, καθώς φτάνει στην ουσία της ύπαρξής του όταν πλέον έχει διαλύσει τον εαυτό του.

Διαβάστε επίσης

Θα φάμε και πάλι… ακρίβεια με το τσουβάλι – Νέες ανατιμήσεις αναμένονται από Σεπτέμβριο

Ασφυξία από φόρους και πληθωρισμό της απληστίας

Γάζα: Στο Τελ Αβίβ σπεύδει ο Μπλίνκεν, με τη συμφωνία εκεχειρίας να είναι ακόμα μακριά

Τουρκία: Mαίνεται η μεγάλη φωτιά στη Σμύρνη – Ζημιές σε κτίρια, δεκάδες τραυματίες (Videos)

ΣΥΡΙΖΑ για ΕΣΥ: Ο Γεωργιάδης να παραδεχτεί την αποτυχία του και να παραιτηθεί

Ετικέτες

Documento Newsletter