Ο Χρυσοχοΐδης κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά μαζί με τον Μητσοτάκη επιβράβευσαν τους αξιωματικούς από το Μάτι

Ο Χρυσοχοΐδης κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά μαζί με τον Μητσοτάκη επιβράβευσαν τους αξιωματικούς από το Μάτι

Το Documento είχε αναδείξει ήδη την υποκρισία της κυβέρνησης Μητσοτάκη όσον αφορά την τραγωδία.

Στο φύλλο της εφημερίδας της 7ης Φεβρουαρίου είχε ήδη αποκαλύψει πως σύμφωνα με τις δικογραφίες που υπάρχουν μια σειρά ατόμων -αξιωματικών της Πυροσβεστικής- που εμπλέκονται στην τραγωδία και απομακρύνθηκαν από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιβραβεύτηκαν από τον Κυριάκο Μητσοτάκης και τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.

Τη στιγμή που ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης επαναλάμβανε για πολλοστή φορά το αφήγημα περί ευθυνών του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας μάλιστα στις 17 Φεβρουαρίου 2021 στον ANT1 «Αυτοί που το ρωτούν αυτό το πράγμα ας αναρωτηθούν τι έκαναν στο Μάτι που έκαψαν 100 ανθρώπους. Εμείς βάζουμε μπροστά την ανθρώπινη ζωή», γνώριζε πολύ καλά πως η κυβέρνησή του είχε επιβραβεύσει άτομα που εμπλέκονται.

Ο ανακριτής μάλιστα, όπως θα διαβάσετε έγραφε πως «οι αξιωματικοί αυτοί προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση στο μέλλον από τους αρμοδίους».

Όλοι τους αντί να κριθούν αρνητικά υπηρεσιακά, πήραν βαθμούς, φτάνοντας ακόμη και στον βαθμό του αρχηγού από όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης.

Και όμως για έντεκα αξιωματικούς της πυροσβεστικής ο ανακριτής ζητεί να ασκηθούν συμπληρωματικές ποινικές διώξεις σε βαθμό κακουργήματος. Ωστόσο οι εισαγγελείς απέρριψαν τρία διαδοχικά αιτήματά του.

Ακολουθούν τα δύο άρθρα του Documento, όπως είχαν δημοσιευθεί στις 7 Φεβρουαρίου του 2021 και αποκαλύπτουν τις πτυχές εκείνες που η Νέα Δημοκρατία και η ηγεσία της δεν θέλει να γνωρίζει ή κάνει πως δεν γνωρίζει…

Ανακριτής-πέλεκυς για αξιωματικούς που έραβαν γαλόνια στο Μάτι

(Documento #221 7 Φεβρουαρίου 2021)

Αντί να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σώσουν ζωές και περιουσίες, αναλώθηκαν στο να «στήνουν παγίδες στους εσωτερικούς τους στην υπηρεσία αντιπάλους» αναφορικά με τη διαδοχή. Η ανέλιξη και η «ευνοϊκή μεταχείριση από τους αρμοδίους» σε συνδυασμό με τα «ωφελήματα» που θα αποκόμιζαν, τα οποία και επήλθαν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είχαν αποτέλεσμα να ολιγωρήσουν στη διαχείριση της πυρκαγιάς.

Η ολιγωρία και το αλαλούμ οδήγησαν στην τραγωδία. Αξιωματικοί προτίμησαν να στέλνουν εναέρια μέσα στην πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει κοντά στις εγκαταστάσεις της Motor Oil και όχι στην Πεντέλη, από όπου και ξεκίνησε η φονική πυρκαγιά. Και αυτό παρότι η φωτιά κοντά στα διυλιστήρια δεν ενέπνεε καμία ανησυχία. Αλλος αξιωματικός δεν πήγε καν στο Μάτι αν και έλαβε εντολή, υψηλόβαθμος αξιωματικός ξεναγούσε νεαρή επισκέπτρια στους χώρους του εθνικού αερολιμένα την ώρα της πυρκαγιάς, ενώ οι ελληνικές αρχές ενημερώθηκαν από αντίστοιχες της Δανίας ότι άνθρωποι βρίσκονταν στο νερό.

Για έντεκα αξιωματικούς της πυροσβεστικής ο ανακριτής Μαρνέρης ζητεί να ασκηθούν συμπληρωματικές ποινικές διώξεις σε βαθμό κακουργήματος. Ωστόσο οι εισαγγελείς απέρριψαν τρία διαδοχικά αιτήματά του.

Κατά τον ανακριτή Αθ. Μαρνέρη οι αξιωματικοί αυτοί προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση στο μέλλον από τους αρμοδίους – και τα κατάφεραν. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επιβράβευσε και αναβάθμισε τους ανώτατους αξιωματικούς όπως φαίνεται από τις ετήσιες κρίσεις στην πυροσβεστική τόσο το 2020 όσο και το 2021. Δηλαδή όλοι τους αντί να κριθούν αρνητικά υπηρεσιακά, πήραν βαθμούς, φτάνοντας ακόμη και στον βαθμό του αρχηγού από όταν ανέλαβε πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης.

Γι’ αυτούς που ήδη διώκονταν σε βαθμό πλημμελήματος τώρα ο ανακριτής Μαρνέρης ζητεί να διωχτούν και για κακούργημα. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός αγνόησε ακόμη και τις εκκλήσεις συγγενών θυμάτων της τραγωδίας που ζητούσαν από τον ίδιο προσωπικά να πάρει πίσω τις προαγωγές. Δεν το έκανε όμως. Το ενδιαφέρον του για την τραγωδία στο Μάτι εξαντλήθηκε μόνο στην πολιτική εκμετάλλευση της υπόθεσης.

Η ανακριτική έρευνα εντόπισε κακούργημα

Στις 15 Ιανουαρίου και ενώ είχε προηγηθεί σχετικό αίτημα της Βαρβάρας Βουκάκη-Φύτρου –η οποία έχασε στην τραγωδία στο Μάτι τον σύζυγο και τα δύο της παιδιά– μέσω του δικηγόρου της Βασιλείου Καπερνάρου, ο ανακριτής Μαρνέρης με αίτημά του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών ζήτησε την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης σε βάρος 14 προσώπων.

Πρόκειται για έντεκα ανώτατους αξιωματικούς της πυροσβεστικής, δύο πρώην στελέχη της πολιτικής προστασίας και μία περιφερειακή σύμβουλο, για τους οποίους ζητούσε να διωχτούν ποινικά για το αδίκημα της θανατηφόρας έκθεσης κατά συρροή καθώς και της έκθεσης που είχε αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη με ενδεχόμενο δόλο, επικαλούμενος νέα στοιχεία που είχαν προκύψει από τη δική του έρευνα και από καταθέσεις εμπλεκομένων.

Στην ουσία ο ανακριτής ζητούσε την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου από πλημμέλημα σε κακούργημα, καθώς ήδη είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις στα πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι, αλλά σε βαθμό πλημμελήματος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο ανακριτής ο οποίος ερευνά την υπόθεση «Μάτι» ζητούσε την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης για μια σειρά από εμπλεκόμενα πρόσωπα.

Από το περασμένο καλοκαίρι είχε αποστείλει ακόμη δύο παρόμοια αιτήματα προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Κανένα όμως δεν έγινε δεκτό. Τρεις διαφορετικοί εισαγγελείς απέρριψαν τα αιτήματά του. Με το σκεπτικό «ότι δεν εντοπίζονται στοιχεία ικανά και πρόσφορα να θεμελιώσουν την έννοια του ενδεχόμενου δόλου…», όπως αναφέρει στην απάντησή του ο εισαγγελέας Γεώργιος Νούλης. Σύμφωνα με νομικές πηγές, είναι ίσως από τις λίγες φορές που εισαγγελέας απορρίπτει το αίτημα ανακριτή που έχει ερευνήσει σε βάθος μια υπόθεση και επικαλείται νέα στοιχεία. Επίσης η δικογραφία πήγε στον ανακριτή για περαιτέρω ενδελεχή έρευνα, διαφορετικά θα μπορούσε ίσως να πάει απευθείας στο ακροατήριο.

Έστηναν παγίδες για προσωπικό όφελος

Στις 41 σελίδες του αιτήματος Μαρνέρη περιγράφονται μια σειρά από πράξεις και «παραλείψεις των αρμοδίων κατά τη διαχείριση της κρίσης». Παραλείψεις που κατά τη νομική κρίση του στοιχειοθετούν ενδεχόμενο δόλο. Ο ανακριτής αξιολογώντας όλα τα ευρήματα καταλήγει σε ένα ανατριχιαστικό συμπέρασμα. Την ώρα που η πυρκαγιά μαινόταν στο Μάτι και τις γύρω περιοχές οι ανώτατοι αξιωματικοί της πυροσβεστικής έβαζαν πάνω από όλα το προσωπικό τους συμφέρον. Προτίμησαν δηλαδή είτε να στήνουν «παγίδες» στους «εσωτερικούς τους αντιπάλους στην υπηρεσία» είτε να στείλουν όλα τα εναέρια μέσα κυρίως για την πυρκαγιά στη Motor Oil και όχι στο Μάτι. Με λίγα λόγια, την ύστατη ώρα ανώτατοι αξιωματικοί είχαν στο μυαλό τους πώς θα εξασφαλίσουν «μελλοντικά ωφελήματα» ή «ευνοϊκή μεταχείριση από τους αρμοδίους», όπως αναφέρει ο ανακριτής και όχι να σωθούν οι ζωές και οι περιουσίες των κατοίκων της περιοχής. Ο ανακριτής μάλιστα είναι σαφής: δεν αναφέρεται στους απλούς πυροσβέστες που κυριολεκτικά έδιναν τη μάχη για την κατάσβεση της πυρκαγιάς με κίνδυνο ζωής, αλλά στην τότε «ηγεσία της πυροσβεστικής». Στους ανώτατους αξιωματικούς ο ανακριτής διαπιστώνει την ύπαρξη «κινήτρου» σε όσα συνέβησαν τη μοιραία ημέρα.

«…Η ηγεσία της πυροσβεστικής υπηρεσίας (και όχι οι πυροσβέστες οι οποίοι μάχονταν με τη φωτιά και έθεσαν πράγματι τη ζωή τους σε κίνδυνο για τους οποίους φυσικά και δεν ζητήσαμε την ποινική δίωξη) είχε κίνητρο να αφήσει τους παθόντες εκτεθειμένους σε κίνδυνο ζωής ή σωματικής ακεραιότητας αποδεχόμενη τελικά τον κίνδυνο αυτό, καθώς με αυτόν τον τρόπο και κυρίως με την εξασφάλιση των εναέριων μέσων κυρίως για τη Motor Oil και το στήσιμο “παγίδων” στους εσωτερικούς αντιπάλους τους στην υπηρεσία, ανταγωνιστές τους στην διαδοχή σε σημαντικές θέσεις που εξασφάλιζαν πέρα από κύρος και άλλου είδους (προφανώς) ωφελήματα προσδοκούσαν ευνοϊκή μεταχείριση των αρμοδίων στο μέλλον, ευνοϊκή μεταχείριση η οποία και επήλθε…» επισημαίνεται στο ανακριτικό αίτημα. Ωφελήματα που πράγματι έγιναν αργότερα πράξη, με την προαγωγή τους από την κυβέρνηση Μητσοτάκη σε υψηλές θέσεις κατά τις ετήσιες κρίσεις στην πυροσβεστική το 2020 και το 2021.

«Ειδικότερα ο Βασίλειος Ματθαιόπουλος έγινε αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος αμέσως μετά την πυρκαγιά στο Μάτι. Ο Στέφανος Κολοκούρης από αντιπύραρχος το 2018 πήρε δύο βαθμούς και έγινε αντιστράτηγος το 2019 και εν συνεχεία αρχηγός του ΠΣ το 2020. Ο Χρήστος Λάμπρος από αντιπύραρχος το 2018 έγινε υποστράτηγος το 2020. Ο Γεώργιος Πορτοζούδης από πύραρχος το 2018 έγινε αρχιπύραρχος το 2020. Ο Χαράλαμπος Χιώνης από αρχιπύραρχος το 2018 έγινε υποστράτηγος το 2020. Ο Δαμιανός Παπαδόπουλος από πύραρχος το 2018 έγινε αρχιπύραρχος το 2020. Ο Ιωάννης Σταμούλης από αρχιπύραρχος το 2018 έγινε υποστράτηγος το 2020. Ο Χρήστος Γκολφίνος αναβαθμίστηκε το 2020 σε διευθυντή Δασοπυρόσβεσης αλλά παρέμεινε αρχιπύραρχος» επισημαίνει ο ανακριτής στο αίτημά του.

Οι αξιωματικοί που «καίει» ο ανακριτής

Κατά τον ανακριτή, για τα συγκεκριμένα πρόσωπα «προκύπτουν χωρίς αμφιβολία επαρκείς ενδείξεις ότι… επέδειξαν αδιαφορία κατά την διαχείριση της κρίσης».

Πιο αναλυτικά, τρεις ανώτατοι αξιωματικοί για τους οποίους ζητά συμπληρωματική ποινική δίωξη είναι ο τότε αρχηγός της πυροσβεστικής Σωτήριος Τερζούδης, ο τότε υπαρχηγός επιχειρήσεων, αρμόδιος για την εποπτεία όλων των συμβάντων ανά τη χώρα και μετέπειτα αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΣ) Βασίλειος Ματθαιόπουλος και ο τότε υποστράτηγος και διοικητής του Ενιαίου Συντονιστικού Κέντρου Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ) Ιωάννης Φωστιέρης. Σύμφωνα με τον ανακριτή, οι τρεις αξιωματικοί «δεν εκμεταλλεύτηκαν τα αεροσκάφη και τις επίγειες δυνάμεις που είχαν στη διάθεσή τους. Αντίθετα μάλιστα χρησιμοποίησαν αεροδρόμια που αποδεδειγμένα ήταν κλειστά και στα οποία τα ελάχιστα αεροσκάφη που διέθεταν προς κατάσβεση της φωτιάς δεν μπορούσαν να προσγειωθούν/απογειωθούν».

Συμπληρωματική ποινική δίωξη ζητείται επίσης και για τον τότε διοικητή των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Νικόλαο Παναγιωτόπουλο, τον τότε διοικητή του Πυροσβεστικού Σταθμού Νέας Μάκρης Δαμιανό Παπαδόπουλο και τον τότε διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής Χαράλαμπο Χιώνη. Οπως αναφέρεται, οι τρεις αξιωματικοί «δεν εισηγήθηκαν την απομάκρυνση/εκκένωση της υπό κρίση περιοχής. Αντίθετα μάλιστα δεν μπορούσαν καν να βρεθούν όταν οι αρμόδιοι της ΕΛΑΣ τους αναζητούσαν». Μάλιστα ο Παπαδόπουλος φέρεται να έφυγε από τον τόπο της πυρκαγιάς, παρότι ήταν επικεφαλής τουλάχιστον από τις 17.15. Προτού φτάσει στο σημείο ο ανώτερός του στις 17.19.

Ακόμη ένα πρόσωπο που καίει ο ανακριτής είναι και ο τότε εναέριος συντονιστής, υποστράτηγος σήμερα στον βαθμό Χρήστος Λάμπρης. Ο συγκεκριμένος φέρεται να «έφυγε αδικαιολόγητα από τον τόπο της πυρκαγιάς, ενώ μπορούσε ακόμη να συντονίζει το μοναδικό εναέριο μέσο που επιχειρούσε στην περιοχή». Πιο αναλυτικά, αν και βρισκόταν σε ελικόπτερο (το «Φλόγα 11» που αναφέρεται στη συνέχεια) και μπορούσε να πραγματοποιήσει ρίψεις για ακόμη 30-40 λεπτά, εντούτοις έφυγε από το σημείο.

Συγκλονιστικά είναι όσα αναφέρει για τον σημερινό αρχηγό του ΠΣ και τότε διοικητή της 1ης ΕΜΑΚ Στέφ. Κολοκούρη. Οπως επισημαίνει, «αν και του δόθηκε σχετικά εντολή περί ώρα 17.00 δεν πήγε ποτέ στο Νταού Πεντέλης». Αντίθετα παρέμεινε με όλες τις δυνάμεις του στην παραλία της Κινέτας, όπου δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για τις ανθρώπινες ζωές, αφού η εκκένωση στην περιοχή είχε ήδη ολοκληρωθεί, μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή του ιδίου. Με το να μείνει στην Κινέτα, ο Κολοκούρης κατέστησε «ανενεργό τόσο το έμψυχο υλικό όσο και το διασωστικό εξοπλισμό της ΕΜΑΚ». Επίσης δεν έδωσε ποτέ εντολή στα πληρώματα των σωστικών λέμβων να μεταβούν από την Ελευσίνα στην πληγείσα περιοχή.

Ακόμη ένας αξιωματικός που «καίει» ο ανακριτής είναι ο τότε διοικητής της υπηρεσίας Εναέριων Μέσων της Πυροσβεστικής στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» Γ. Πορτοζούδης. Ο εν λόγω αξιωματικός «δεν έδωσε καμία εντολή απογείωσης στους αρμόδιους πιλότους της υπηρεσίας εναέριων μέσων του Πυροσβεστικού Σώματος». Ο Πορτοζούδης είναι το πρόσωπο που την ώρα της πυρκαγιάς ξεναγούσε στους χώρους του εθνικού αερολιμένα κάποια γυναίκα, ενώ σε φωτογραφίες φαίνεται ότι ήταν αυτός που εμφανίζεται να μεταφέρει με το ελικόπτερο τον Νίκο Χαρδαλιά επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ο σημερινός αρχιπύραρχος Χρ. Γκολφίνος το 2018 ήταν διευθυντής του 199 ΣΕΚΥΠΣ, αρμόδιος για τις κινήσεις των επίγειων οχημάτων. Κατά τον ανακριτή δεν διέθεσε τα επίγεια οχήματα. Ο Ι. Σταμούλης ήταν διοικητής των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών στον Πειραιά. Κατά τον ανακριτή ήταν μεταξύ των αξιωματικών που ευθύνονται για τη μη διάθεση των πλοιάριων προς διάσωση όσων βρίσκονταν στη θάλασσα.

Εκτός από τους αξιωματικούς της πυροσβεστικής ο ανακριτής ζητά την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου και για ακόμη δύο πρόσωπα. Τον τότε γενικό γραμματέα Πολιτικής Προστασίας Ιωάννη Καπάκη, επειδή δεν κήρυξε την Αττική σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπως επίσης και για την τότε περιφερειακή σύμβουλο Αττικής – υπεύθυνη για την Πολιτική Προστασία Ιωάννα Τσούπρα, η οποία φέρεται να «μετέβη καθυστερημένα στην περιοχή ήτοι μετά τις 18.00 και δεν έδωσε καμία εντολή για απομάκρυνση πολιτών».

Ευθύνες στην πρόληψη, την εκκένωση και τη διάσωση

Κατά τον ανακριτή, οι παραλείψεις των αρμοδίων έλαβαν χώρα σε τρία στάδια: στην «πρόληψη – κατάσβεση της πυρκαγιάς», την «εκκένωση» και τη «διάσωση». Οπως επισημαίνεται:

• Την ημέρα εκείνη «δεν υπήρχε εναέρια επιτήρηση από το ΓΕΑ μεταξύ του χρονικού διαστήματος 11.00 με 17.00». Παρά το γεγονός ότι οι αρμόδιοι γνώριζαν τις καιρικές συνθήκες στην περιοχή, όσο και το γεγονός ότι η περιοχή του Νταού Πεντέλης και του Νέου Βουτζά είχαν ιστορικό προηγούμενων πυρκαγιών και χαρακτηρίζονταν «περιοχές υψηλής επικινδυνότητας». Σύμφωνα με έκθεση πραγματογνώμονα της πυροσβεστικής, στην περιοχή έπνεαν θυελλώδεις άνεμοι οι οποίοι φέρουν την ονομασία «καταβάτες». Οι άνεμοι αυτοί «θεωρούνται παγκοσμίως ως ο πιο επικίνδυνος παράγοντας για την εξάπλωση της δασικής πυρκαγιάς». Επίσης, «οι ριπές ανέμου που καταγράφηκαν ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί τους καλοκαιρινούς μήνες» από το 2010.

• Η παράλειψη της μη εναέριας επιτήρησης συνδέεται άμεσα με τη μεγάλη καθυστέρηση στην κινητοποίηση για την έγκαιρη αντιμετώπιση της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης. Εάν υπήρχε εναέρια επιτήρηση, τότε η φωτιά θα είχε εντοπιστεί άμεσα και οι εναέριες μαζί με τις επίγειες δυνάμεις της πυροσβεστικής θα «επιχειρούσαν άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά». Το παράξενο είναι πως την ημέρα εκείνη υπήρχαν διαθέσιμα αεροσκάφη. Επρόκειτο για δύο αεροσκάφη τύπου Canadair CL 215 και CL 415 με χωρητικότητα νερού έξι τόνων τουλάχιστον, καθώς και αεροσκάφος τύπου PZL χωρητικότητας τουλάχιστον 500 λίτρων νερού, το οποίο βρισκόταν στο αεροδρόμιο της Δεκέλειας.

Προσγειώθηκαν σε λάθος… αεροδρόμιο

Εντυπωσιακά είναι και όσα αναφέρει ο ανακριτής αναφορικά με δύο από τα «καλύτερα» ελικόπτερα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Πρόκειται για τα S-64 N194 και S-64 N218, για τα οποία οι αρμόδιοι δεν φρόντισαν «για τη μεταστάθμευσή τους», με αποτέλεσμα «να μην μπορούν να απογειωθούν την κρίσιμη στιγμή και να επιχειρήσουν τις πρώτες ώρες έναρξης της πυρκαγιάς στο Νταού Πεντέλης».

Πιο αναλυτικά το S-64 N194 απογειώθηκε από την Ανδραβίδα στις 14.20 προκειμένου να επιχειρήσει στα Μεγάρεια Ορη. Στις 16.23 προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Παρά το γεγονός ότι για το αεροδρόμιο αυτό ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας είχε ενημερώσει το συντονιστικό κέντρο ΕΣΚΕ ότι θα είναι εκτός ενέργειας λόγω ανέμων. Ως αποτέλεσμα, όταν στις 16.50 δόθηκε εντολή να πετάξει το ελικόπτερο δεν κατάφερε να απογειωθεί.

Το ίδιο συνέβη και με το S-64 N218. Το ελικόπτερο απογειώθηκε από το αεροδρόμιο της Πάχης Μεγάρων στις 15.23 και προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας το οποίο από τις 14.27 είχε κλείσει. Κανείς δεν φρόντισε να δοθεί εντολή ώστε να προσγειωθεί είτε στο Τατόι είτε στην Πάχη Μεγάρων είτε στο ελικοδρόμιο της Νέας Μάκρης και στο «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Δεν έδωσαν εντολή για Πεντέλη, ενώ μπορούσαν

Ο ανακριτής διαπιστώνει επίσης μια σειρά από σημεία και τέρατα. Από τις 17.04 μέχρι τις 17.30 στην περιοχή της Πεντέλης, από όπου και ξεκίνησε η πυρκαγιά, επιχειρούσε μόλις ένα ελικόπτερο. Ωστόσο, όπως διαπιστώνει ο ανακριτής, από τις 16.41 όταν το ΕΣΚΕ ενημερώθηκε από εθελοντές πυροσβέστες και από τον Κρόνο Πεντέλης έως και τις 18.00 θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και άλλα εναέρια μέσα. Ενα από αυτά ήταν και το «Φλόγα 10», ένα ελικόπτερο με κάδο πυρόσβεσης τριών τόνων. Το «Φλόγα 10» επιχειρούσε στην Κινέτα έως και τις 17.20 που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Πάχης, παρότι «η πυρκαγιά στην περιοχή Καλαμακίου ήταν ελεγχόμενη και η φωτιά έρπουσα σε θάμνους». Οι αρμόδιοι αξιωματικοί δεν του έδωσαν «εντολή εκτροπής» ώστε από τις 16.53 να αρχίσει να επιχειρεί. Το ίδιο συνέβη και με το «Φλόγα 11» το οποίο επίσης επιχειρούσε στην περιοχή της Κινέτας ενώ θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ρίψεις νερού στην Πεντέλη από τις 16.53. Μάλιστα εάν προσγειωνόταν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και ανεφοδιαζόταν θα μπορούσε να επιχειρήσει ακόμη 20-25 λεπτά.

Επίσης αεροσκάφος Canadair CL 215 χωρητικότητας 6 τόνων νερού επιχειρούσε μέχρι τις 17.45 στην Κινέτα. Στις 18.51 συνέχισε με εντολή στην περιοχή Ισθμια – Καλαμάκι. Ωστόσο εκεί από τις 16.46 είχε υπάρξει ενημέρωση ότι η «φωτιά είναι έρπουσα και η κατάσταση ελεγχόμενη».

Επιχειρούσαν στη Motor Oil αντί στο Μάτι

Αξιοσημείωτα είναι επίσης όσα αναφέρει ο ανακριτής αναφορικά με τη Motor Oil. Αξιωματικοί της πυροσβεστικής φρόντισαν ώστε εναέρια μέσα να μεταβούν στις εγκαταστάσεις του διυλιστηρίου προκειμένου να εξακριβώσουν αν υπάρχει πυρκαγιά ή όχι αντί να δώσουν εντολή να μεταβούν στο Νταού Πεντέλης και να προλάβουν την πυρκαγιά προτού αυτή επεκταθεί. Ωστόσο από τις 16.46 το ελικόπτερο S-64 N189 ενημέρωσε το ΕΣΚΕ ότι η πυρκαγιά κοντά στις εγκαταστάσεις της Motor Oil ήταν «ελεγχόμενη και έρπουσα σε θάμνους». Κανείς όμως δεν έδωσε εντολή να συνεχίσει το συγκεκριμένο ελικόπτερο να επιχειρεί στην Πεντέλη όπου και θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τουλάχιστον δύο ρίψεις νερού.

Εντυπωσιακά είναι και όσα αναφέρονται για το ελικόπτερο S-64 N194. Αυτό που προσγειώθηκε στην Ελευσίνα και όταν έλαβε εντολή να απογειωθεί λόγω των ισχυρών ανέμων δεν μπορούσε. Οπως επισημαίνεται, όταν τελικά στις 17.46 κατάφερε να απογειωθεί και 10 λεπτά μετά είχε φτάσει κοντά στα 17.56, έλαβε εντολή να μεταβεί στα Ισθμια κοντά στις εγκαταστάσεις της Motor Oil. Αν και οι αξιωματικοί γνώριζαν από τις 16:46 ότι δεν συνέτρεχε σοβαρός κίνδυνος.

Έστελναν ελικόπτερα στη Motor Οil, ενώ η φωτιά είχε ελεγχθεί

(Documento #221 7 Φεβρουαρίου 2021)

Εκτροπές ελικοπτέρων στα διυλιστήρια της Μοtor Οil ενώ η φωτιά έφτανε στο Μάτι, ελικόπτερα Chinook που παρέµειναν καθηλωµένα ενώ θα µπορούσαν να είχαν βοηθήσει µε ρίψεις δεκάδων τόνων νερού, διοικητής που εγκατέλειψε το έργο της πυρόσβεσης για να πάει σε σηµείο όπου δεν υπήρχε ακόµη φωτιά και φέτος προάχθηκε, ένας άλλος που έπινε καφέ κι ενώ η ενηµέρωση ότι άνθρωποι βρίσκονται στη θάλασσα δόθηκε από το… δανέζικο κέντρο συντονισµού!

Οι αποκαλυπτικές καταθέσεις των πρωταγωνιστών της τραγικής 23ης Ιουλίου 2018, που οδήγησαν στο αίτηµα του ανακριτή για συµπληρωµατική δίωξη σε βαθµό κακουργήµατος, αναδεικνύουν τροµακτική έλλειψη οργάνωσης, διαχείρισης και ανευθυνότητας εκ µέρους ανώτατων στελεχών της πυροσβεστικής και της πολιτικής προστασίας τις κρίσιµες ώρες.

Κανένας κίνδυνος για τη Motor Oil

Οπως προκύπτει από τις καταθέσεις των πιλότων, την κρίσιµη ώρα που η φωτιά έφτανε στο Μάτι –ακόµη και πιο µετά– ελικόπτερα στέλνονταν στα διυλιστήρια της Motor Oil, παρότι η φωτιά που είχε ξεσπάσει εκεί είχε ελεγχθεί. Οπως κατέθεσε ο πιλότος ελικοπτέρου Σωτήριος Πάσχος, ενώ δόθηκε εντολή να επιχειρήσει στο Νταού Πεντέλης, τελικά έγινε εκτροπή του: «Την εντολή εκτροπής την πήραµε από το ΕΣΚΕ (σ.σ.: Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων). Μας είπαν να επιστρέψουµε προς το Καλαµάκι. Ούτε µέσα στη Motor Oil ούτε στον περιβάλλοντα χώρο ρίξαµε νερό. Φωτιά δεν είδα κατά τον χρόνο της άφιξής µου».

Από την πλευρά του ο αξιωµατικός του Πυροσβεστικού Σώµατος Ευστράτιος Αναστασόπουλος κατέθεσε σχετικά µε τη φωτιά στη Motor Oil ότι «είδαµε φωτιά στον χώρο των διυλιστηρίων ανάµεσα στις δύο δεξαµενές στο ύψος της εθνικής οδού. Είδαµε και εστία φωτιάς έξω από τον περίβολο των διυλιστηρίων, ήταν πιο δυτικά. Με το που πήγαµε ο κ. Λάµπρης (σ.σ.: πύραρχος) κάλεσε ελικόπτερο και ήρθε αµέσως και επιχείρησε αµέσως. Εριξε πρώτα πλησίον της δεξαµενής. ∆ιατηρώ µια επιφύλαξη µήπως χρειάστηκε και δεύτερη ρίψη για την πλήρη κατάσβεση της φωτιάς».

Ο πιλότος του ελικόπτερου Chinook Παναγιώτης Κόνιαρης κατέθεσε µεταξύ άλλων πως ενώ επιχειρούσε σε µια χαράδρα στα Γεράνεια Ορη, όπου υπήρχε φωτιά, «δεν διαπίστωσα ότι υπήρχε κίνδυνος να κατευθυνθεί η φωτιά προς τη Motor Oil».

Οι ανακριτές παρουσίασαν στον Σταύρο Μπάνο, τότε διευθυντή στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΘΚΕΠΙΧ), καταγεγραµµένη ηχητική συνοµιλία εκείνης της ηµέρας που πραγµατοποιήθηκε στις 19.08 –η φωτιά είχε ήδη φτάσει στο Μάτι–, στην οποία ο πύραρχος και ο εκ των συνδέσµων ΕΘΚΕΠΙΧ/ΓΕΕΘΑ Μιχάλης Αυγουλέας επικαλείται σχετική ενηµέρωση από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ ζητώντας να γίνει εκτροπή ελικοπτέρου στα διυλιστήρια. Σύµφωνα µε τον Μιχ. Αυγουλέα, η επίµαχη εντολή δόθηκε στις 19.00 –µέσω τηλεφώνου από κάποιον άγνωστο στον Αυγουλέα– όταν βρισκόταν στο γραφείο συντονιστή µε τον Στ. Μπάνο. Ο Στ. Μπάνος στην κατάθεσή του αρνήθηκε το γεγονός: «Εκείνη την ώρα δεν είχα τον χρόνο να κάθοµαι σε κανένα γραφείο κανενός συντονιστή και να συζητάω για πράγµατα τα οποία είχαν λήξει από τις 15.00 η ώρα», καθώς και ότι «η πραγµατική κατάσταση στα διυλιστήρια είχε οµαλοποιηθεί έως τις 17.00».

Ο τότε υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος διέψευσε ότι έδωσε εντολή «στον κ. Αυγουλέα προκειµένου να τηλεφωνήσει στο ΕΣΚΕ και να ζητήσει να πάει συγκεκριµένο εναέριο µέσο στη Motor Oil», συµπληρώνοντας ότι «ανέλαβα εγώ προσωπικά πρωτοβουλία να κινητοποιήσω δυνάµεις των ενόπλων δυνάµεων… µε σκοπό τη διάσωση των συµπολιτών µας». Σε αντίστοιχη διάψευση προέβη και ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ευάγγελος Αποστολάκης: «Ουδέποτε έδωσα εντολή ή πληροφόρηση στον κ. Αυγουλέα προκειµένου να επικοινωνήσει µε το ΕΣΚΕ και µάλιστα να ζητήσει εκτροπή µέσου προς τις εγκαταστάσεις της Motor Oil».

«Μπορούσαν να είχαν ρίξει 125 τόνους νερού»

Ο πιλότος Π. Κόνιαρης επιβεβαίωσε ότι εκείνη την ηµέρα ήταν διαθέσιµα προς επιχείρηση στο Νταού Πεντέλης πέντε Chinook, αλλά εντέλει µόνο το δικό του κατευθύνθηκε προς τη φωτιά. Γεγονός που είχε καταστροφικές συνέπειες: «Στον χρόνο από 17.15 έως τις 18.30 κάθε ελικόπτερο Chinook θα µπορούσε να κάνει τουλάχιστον πέντε ρίψεις κατά µέσο όρο στη συγκεκριµένη περιοχή (Νταού Πεντέλης, Βουτζά, Μάτι)». Συνεπώς, στο επίµαχο χρονικό διάστηµα τα επιπρόσθετα τέσσερα Chinook θα µπορούσαν να είχαν ρίξει 125 τόνους νερού, γεγονός που «σίγουρα θα βοηθούσε πάρα πολύ στην εξέλιξη της πυρκαγιάς».

Αξιοσηµείωτη σχετικά µε την ολιγωρία που σηµειώθηκε τις κρίσιµες εκείνες στιγµές είναι η κατάθεση του Στ. Μπάνου: «Η πρώτη ένδειξη σ’ εµάς ότι υπήρχε µεγάλος αριθµός ανθρώπων στη θάλασσα και µάλιστα σε µεγάλη απόσταση από την ακτή, έως και 2 ναυτικά µίλια, προήλθε από την πτήση του ελικοπτέρου του πολεµικού ναυτικού… το οποίο διετέθη σε αποστολή έρευνας – διάσωσης περίπου στις 18.00 κατόπιν αιτήµατος του ΕΚΣΕ∆ (σ.σ.: Ενιαίο Κέντρο Συντονισµού Ερευνας – ∆ιάσωσης), το οποίο ανταποκρίθηκε σε αντίστοιχο αίτηµα του ΕΚΣΕ∆ ∆ανίας για διάσωση δώδεκα ∆ανών υπηκόων που βρίσκονταν στη θάλασσα».

Ο πυρονόµος Ιωάννης Τσιλίκας κατέθεσε µεταξύ άλλων ότι δεν γνωρίζει τον λόγο που δεν πέταξαν εκείνη την ηµέρα τα Super Puma, τα οποία «για άγνωστους σε εµένα λόγους δεν δόθηκε εντολή να επιχειρήσουν. Πιστεύω ότι θα µπορούσαν να βρίσκονται ευχερώς περίπου στις 17.15 στην περιοχή Νταού Πεντέλης… Γνώριζαν ότι κινδύνευαν άνθρωποι και στη θάλασσα και συγκεκριµένα τουλάχιστον από τις 18.50 και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν και να µη ζητάνε βοήθεια από το λιµενικό και το πολεµικό ναυτικό και να χρησιµοποιούν τα παραπάνω ελικόπτερα».

Ο Κωνσταντίνος Χαµαλέτσος, που υπηρετούσε στο Κέντρο Επιχειρήσεων Πολιτικής Προστασίας, κατέθεσε: «Οσοι ήταν από νωρίς παρευρισκόµενοι στο ΕΣΚΕ γνώριζαν από τις 19.00 περίπου ότι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν χάσει τη ζωή τους από τη φωτιά, δεν ήξεραν όµως τον ακριβή αριθµό».

«Εγκατάλειψη θέσης κατ’ εξακολούθηση»

Ενδεικτική είναι και η κατάθεση του Κώστα Ιωάννη σχετικά µε τον διοικητή Νέας Μάκρης, πύραρχο ∆αµιανό Παπαδόπουλο, ο οποίος στις 17.04 «έφτασε στον τόπο του συµβάντος στο Νταού Πεντέλης όπως εγώ διαπίστωσα µε τα ίδια µου τα µάτια. Από τη στιγµή αυτή και µετά ανέλαβε αυτός επικεφαλής της πυρκαγιάς και εγώ τοµεάρχης µέσα στο Νταού Πεντέλης». Υστερα από περίπου πέντε λεπτά «κατέβηκα προς το σηµείο που είχα συναντήσει τον κ. Παπαδόπουλο ∆αµιανό και διαπίστωσα ότι είχε φύγει από εκεί… Συνεπώς ο κ. ∆αµιανός Παπαδόπουλος εγκατέλειψε το έργο της διάσωσης – πυρόσβεσης που όφειλε να πράξει ως επικεφαλής της κατάσβεσης της πυρκαγιάς… Αντιλήφθηκε ότι η πυρκαγιά θα πήγαινε στον Νέο Βουτζά που ανήκει στον τοµέα ευθύνης του και κατευθύνθηκε εκεί, χωρίς να υπάρχει πυρκαγιά µέχρι εκείνη την ώρα… Πήγαινε όπου δεν υπήρχε πυρκαγιά και δεν παρέµεινε να αναλάβει τις υποχρεώσεις του εκεί όπου υπήρχε πυρκαγιά… Ο εν λόγω αξιωµατικός προήχθη φέτος στον βαθµό του αρχιπυράρχου και τοποθετήθηκε διοικητής ανατολικής Αττικής».

«∆εν κινητοποιήθηκαν τα πυροσβεστικά πλοιάρια»

Ο Κ. Ιωάννης κατέθεσε επίσης ότι «τα πυροσβεστικά πλοιάρια έπρεπε να κινητοποιηθούν από ώρα 18.50 τουλάχιστον όπου οι πρώτοι άνθρωποι από το Μάτι είχαν καταφύγει στη θάλασσα… Οφειλε ο διοικητής του Κέντρου ΕΣΚΕ και δη ο υπαρχηγός Επιχειρήσεων κ. Ματθαιόπουλος στον οποίο υπάγονται τα πυροσβεστικά πλοιάρια και ο αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώµατος να τα ενεργοποιήσουν, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Τα ως άνω πλοιάρια εάν ειδοποιούνταν να συνδράµουν τη διάσωση θα βρίσκονταν εκεί περίπου στις 20.15, ενώ πολίτες βρίσκονταν στη θάλασσα ήδη από τις 18.50. Η ηγεσία του ΕΣΚΕ παρέλειψε να ζητήσει από τον σύνδεσµο της πυροσβεστικής στο ΓΕΕΘΑ τη συνδροµή του τελευταίου µε πλοία και δύτες. Επίσης παρέλειψαν να ζητήσουν τη βοήθεια και ελικοπτέρων και πάλι από το ΓΕΕΘΑ µε σκοπό το σωστικό έργο».

Αξίζει να σηµειωθεί πως στην κατάθεσή του ο αντισυνταγµατάρχης Ανδρέας Ασηµακόπουλος ανέφερε µεταξύ άλλων ότι εφόσον «τα τρία Chinook ήταν διαθέσιµα, θα µπορούσε το ΕΣΚΕ να υποβάλει αίτηµα και εφόσον εγκριθεί το αίτηµα από το ΓΕΕΘΑ, να επιχειρήσουν. Εγώ τέτοιο αίτηµα από το ΕΣΚΕ δεν έλαβα ούτε γραπτά ούτε προφορικά».

Ο τότε αρχηγός ΓΕΕΘΑ κατέθεσε ότι την κινητοποίηση των δυνάµεων για τη διάσωση πολιτών «την πήρα εγώ σε συνεργασία µε τον υπουργό κ. Καµµένο και τον κ. Φλώρο. ∆εν είχε µέχρι εκείνη τη στιγµή προηγηθεί αίτηµα του ΕΣΚΕ για κινητοποίηση των παραπάνω δυνάµεων».

Σχετικά µε το γιατί ελικόπτερα παρέµειναν καθηλωµένα στο αεροδρόµιο της Ελευσίνας ο πιλότος Σωτ. Πάσχος ήταν σαφής στην κατάθεσή του: «Την εντολή τη λάβαµε από το ΕΣΚΕ, το οποίο είναι και το µόνο αρµόδιο να µας δώσει εντολή για το πού θα προσγειωθούµε για ανεφοδιασµό». Η ελεγκτής ΠΕΑ (Πύργος Ελέγχου Αεροδροµίου) Αγγελική Λιάλιαρη κατέθεσε µεταξύ άλλων σχετικά µε το ότι τα ελικόπτερα δεν απογειώθηκαν λόγω καιρικών συνθηκών: «Ο ΕΕΚ (σ.σ.: Ελεγχος Εναέριας Κυκλοφορίας) δίνει τα στοιχεία ανέµου στον χειριστή του εναέριου µέσου και εν συνεχεία ο χειριστής του εναέριου µέσου αποφασίζει αν θα απογειωθεί ή προσγειωθεί στο αεροδρόµιο. Επίσης δεν ισχύει ότι το αεροδρόµιο είχε κλείσει εκείνη την ηµέρα. Ενα αεροδρόµιο δεν κλείνει».

«Ηπιαµε καφέ και βλέπαµε τους καπνούς»

Μεταξύ εκείνων για τους οποίους ο ανακριτής ζήτησε αναβάθµιση της κατηγορίας είναι και ο τότε διοικητής της υπηρεσίας Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώµατος Γιώργος Πορτοζούδης, ο οποίος δύο χρόνια µετά την τραγωδία στο Μάτι προάχθηκε στον βαθµό του αρχιπυράρχου. Ο ανακριτής θεωρεί τον Πορτοζούδη υπεύθυνο για τη µη διάθεση εναέριων µέσων, ενώ τον κατηγορεί ότι επέδειξε πλήρη αδιαφορία. Αναφέρει συγκεκριµένα ότι ο διοικητής γνώριζε ότι υπήρχαν διαθέσιµα δύο ελικόπτερα τα οποία θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν, αλλά δεν έδωσε καµία εντολή απογείωσης στους αρµόδιους πιλότους της υπηρεσίας της οποίας προΐστατο.

Ο Πορτοζούδης εµφανίζεται σύµφωνα µε τις καταθέσεις των εµπλεκοµένων, αλλά και από υπηρεσιακά έγγραφα τα οποία έχει στη διάθεσή της η ∆ικαιοσύνη, την ώρα της πυρκαγιάς να ξεναγεί στους χώρους του εθνικού αερολιµένα κάποια γυναίκα, έχοντας αµελήσει τα καθήκοντά του. Το περιστατικό έχουν επιβεβαιώσει τουλάχιστον τρεις πυροσβέστες και η ίδια η γυναίκα.

Η ∆.Α., σύµφωνα µε όσα η ίδια έχει καταθέσει στις αρµόδιες αρχές, ήταν εθελόντρια στην πυροσβεστική και επισκέφτηκε τον Πορτοζούδη προκειµένου να οργανώσουν κάποια εκδροµή για νεότερους εθελοντές. Οπως προκύπτει από την κατάθεσή της, µίλησε µε τον Πορτοζούδη την ηµέρα της τραγωδίας προκειµένου να τον επισκεφτεί στο αεροδρόµιο, πράγµα το οποίο συνέβη το απόγευµα της ίδιας ηµέρας. Η ∆.Α. κατέθεσε ότι ξεναγήθηκε από τον Πορτοζούδη στους χώρους του αεροδροµίου, ο οποίος της έδειξε τα πυροσβεστικά οχήµατα, ένα µικρό ελικόπτερο και έναν κάδο ρίψεων νερού. Παράλληλα παραδέχτηκε ότι ήπιαν µαζί καφέ και πως αποχώρησε προτού βραδιάσει, σίγουρα όµως µετά τις 19.00. Η γυναίκα προχώρησε παράλληλα στην παραδοχή ότι κατά την επίσκεψή της στο αεροδρόµιο έβλεπε µαζί µε τον Πορτοζούδη τον καπνό από τις φωτιές στο Νταού Πεντέλης. Την παρουσία της στους χώρους του «Ελ. Βενιζέλος» έχει επιβεβαιώσει µεταξύ άλλων και πυροσβέστης ο οποίος εξέδωσε την επίµαχη άδεια εισόδου κατόπιν εντολής του Πορτοζούδη.

Ετικέτες

Documento Newsletter