Ο ερευνητής παράνομων αρχαιοτήτων θέτει μια σειρά από ζητήματα που αφορούν τον «επαναπατρισμό» της περιώνυμης συλλογής Στερν.
Για την υπόθεση της συλλογής Στερν και την πολιτική του υπουργείου Πολιτισµού αναζητήσαµε και βρήκαµε στο Κέιµπριτζ τον Χρήστο Τσιρογιάννη, αρχαιολόγο και αναπληρωτή καθηγητή στο Ινστιτούτο Προηγµένων Σπουδών στο Πανεπιστήµιο Ααρχους.
Ο κ. Τσιρογιάννης υπήρξε µέλος της οµάδας που επαναπάτρισε αρχαιότητες από το J. Paul Getty Museum, τη συλλογή Shelby White/Leon Levy, την γκαλερί Jean-David Cahn AG. Επίσης έχει συνεργαστεί στενά µε την εισαγγελική αρχή της Νέας Υόρκης –µε πιο χαρακτηριστική υπόθεση τις 180 κατασχεµένες αρχαιότητες της συλλογής του Αµερικανού µεγιστάνα και συλλέκτη αρχαιοτήτων Μάικλ Στάινχαρντ.
«Η υπόθεση της συλλογής Στερν εµφανίζει πολλά κενά και άλλες τόσες περίεργες συµπτώσεις. Το βασικό είναι ότι δεν έχουµε δει αναλυτικά την προέλευση (provenance) για καθένα από αυτά τα 161 κοµµάτια, συνθήκη απαραίτητη και απαιτητή στην αγορά. ∆εν έχει δηµοσιευτεί τίποτε εκτός από τις φωτογραφίες για κανένα από αυτά τα αντικείµενα από το υπουργείο Πολιτισµού. ∆εν µπορεί να βγαίνει µια τόσο σηµαντική ιδιωτική συλλογή του εξωτερικού προκειµένου να δοθεί στις αρχές και το ίδιο το ΥΠΠΟΑ να µη δίνει δηµοσίως την προέλευση των αντικειµένων αυτών. Το δεύτερο που µου προξενεί µεγάλη κατάπληξη και αισθάνοµαι και αφόρητη ντροπή είναι ότι εµφανίζονται δυο ιδιωτικά µουσεία –αφήνω στην άκρη ότι είναι ιδιωτικά– τα οποία στο παρελθόν έχουν συνδεθεί µε αρχαιοκαπηλικές δραστηριότητες· ειδικά το Μet, για το οποίο εγώ ο ίδιος αποκάλυψα πολλές υποθέσεις ήδη από το 2013.
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν η ηγεσία του ΥΠΠΟΑ να κλείνει συµφωνίες µε αυτό το µουσείο; Πώς είναι δυνατόν το υπουργείο, το οποίο µάλιστα διαφηµίζει ότι κόπτεται για τον αγώνα εναντίον της αρχαιοκαπηλίας, να αποδέχεται τους όρους ενός συλλέκτη, η συλλογή του οποίου δεν έχει ελεγχθεί δηµοσίως; Πώς είναι δυνατόν να δίνουµε αρχαιότητες εφάµιλλης ποιότητας και αξίας για περιοδική έκθεση στα ίδια µουσεία; Είναι πραγµατικά ανεπίτρεπτο και ντροπιαστικό για την πατρίδα µας. ∆εν µπορεί από τη µια να διεκδικούµε τον επαναπατρισµό κλεµµένων αρχαιοτήτων από µουσεία, ιδιωτικές συλλογές, ντίλερ, οίκους δηµοπρασιών –και πολύ σωστά το κάνουµε– και από την άλλη να συνεργαζόµαστε µε µια από τις πιο χτυπητές περιπτώσεις µουσείων στον κόσµο που έχουν πιαστεί κατ’ επανάληψη µε παράνοµες αρχαιότητες.
Αν είναι να δίνουν γη και ύδωρ, ας τυλίξουν ολόκληρο το Αρχαιολογικό Μουσείο και ας το στείλουν στο Βρετανικό Μουσείο ως µακροχρόνιο δάνειο προκειµένου να επαναπατριστούν τα γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι βέβαιο ότι οι Βρετανοί θα µείνουν απόλυτα ικανοποιηµένοι µε τέτοιου είδους εξέλιξη.
∆εν θα έπρεπε να δεχτούµε τέτοιους όρους. Πρωτίστως είναι θέµα ηθικής τάξης για ένα υπουργείο, ειδικά της Ελλάδας. Εχει τροµακτική βαρύτητα αυτό που γίνεται. Ενα άλλο θέµα που δεν έχει θιγεί ιδιαιτέρως: όταν µια συλλογή ή ένα έργο τέχνης δωρίζεται από έναν ιδιώτη σε κάποιο ίδρυµα αυτή η δωρεά αποτιµάται σε χρήµα αναλόγως της αξίας του αντικειµένου ή της συλλογής. Και ο ιδιώτης µε βάση τον αµερικανικό νόµο λαµβάνει έκπτωση στον φόρο του ισόποση µε την αξία των αντικειµένων που δωρίζει. Αν αυτά τα αντικείµενα ή κάποια από αυτά τα αντικείµενα είναι παράνοµα ή µπορεί να αποδειχτεί ότι είναι παράνοµα, η έκπτωση του φόρου σηµαίνει ότι ο Αµερικανός φορολογούµενος πολίτης ουσιαστικά πληρώνει την αξία αυτών των αντικειµένων.
Εάν αυτό συµβαίνει, τότε το ελληνικό υπουργείο Πολιτισµού έχει εµµέσως τεράστια ηθική ευθύνη – επιπλέον αυτό θα κληροδοτήσει ένα ανεξίτηλο στίγµα στις επόµενες γενιές. Αναρωτιέµαι αν προτού ξεκινήσουν οι διαπραγµατεύσεις είχαν ενηµερωθεί οι αµερικανικές εισαγγελικές αρχές προκειµένου να διαπιστώσουν αν υπάρχει κάποιο αντικείµενο, προϊόν αρχαιοκαπηλίας. Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να απαντηθεί. ∆υστυχώς όµως µέχρι τώρα τα ερωτήµατα είναι πολλά αλλά οι απαντήσεις από το υπουργείο Πολιτισµού λιγοστές».