Ο χώρος του σκυλάδικου είναι γενναιόδωρος στα αισθήματα

Ο χώρος του σκυλάδικου είναι γενναιόδωρος στα αισθήματα

Ο συγγραφέας του βιβλίου «Αυτή η νύχτα μένει» μιλάει για τη διαδρομή του αλλά και για τη σειρά που ετοιμάζεται στον Alpha

Όταν πρωτοήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει θέατρο, στις αρχές του 1970, ο Θάνος Αλεξανδρής δεν αναζήτησε το τηλέφωνο της Αλίκης Βουγιουκλάκη αλλά της Λούλας Αναγνωστάκη. Της χτύπησε μια ωραία μέρα την πόρτα, εκείνη του άνοιξε, έπαιξε μπροστά της ένα δικό της μονόλογο και μετά τη χαιρέτησε κι έφυγε. Το πώς αυτός ο νέος έμπλεξε με τα σκυλάδικα β΄ διαλογής της επαρχίας, κάνοντας τον «αρχηγό» στα μπαλέτα και ενίοτε τον τραγουδιστή, είναι κάτι που ανάγεται στη σφαίρα του σουρεαλισμού. Ή όχι και τόσο. Ο ίδιος κατέγραψε τις εμπειρίες του από τη νύχτα στο βιβλίο «Αυτή η νύχτα μένει», το οποίο έγινε ταινία, μετά θεατρικό έργο και τώρα ετοιμάζεται να κάνει πρεμιέρα ως τηλεοπτική σειρά στον Alpha τον Οκτώβριο. Ηταν μια καλή αφορμή να συναντηθώ και να συνομιλήσω με έναν άνθρωπο χειμαρρώδη στον λόγο του που δεν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα, μα και που θέλει να αναγνωρίζεται το όνομά του εφόσον έχει δουλέψει και σκληρά μάλιστα.

Θάνος Αλεξανδρής: Πρoτού αρχίσουμε θέλω να σου πω ότι είμαι πολύ συγκινημένος γιατί έχω να έρθω πάνω από 30 τόσα χρόνια στην ευλογημένη πλατεία Βικτωρίας. Εδώ, επειδή ήταν κοντά τα καλλιτεχνικά γραφεία, δίναμε ραντεβού οι χορευτές και οι τραγουδίστριες και ήταν πολύ εύκολο για τους μαγαζάτορες να προσλαμβάνουν κόσμο. Ερχονταν οι τραγουδίστριες με σούπερ μίνι, πάντα μεσημέρι, κι αυτοί είχαν έτοιμες τις προκαταβολές. Καθόμασταν, πίναμε καφέδες και ουίσκια, εγώ έπαιρνα τις προκαταβολές και φεύγαμε. Ημουν υπεύθυνος του μπαλέτου, αφού όμως μας είχε κλείσει τη δουλειά ο ατζέντης. Δεν χόρευα, τραγουδούσα και μη νομίζεις ότι ήταν εύκολη δουλειά.

Μόλις μου μεταφέρατε μια ωραία εικόνα όχι μόνο για την πλατεία που καθόμαστε αλλά και για ό,τι γινόταν τότε στη νύχτα.

Μιλάω για τη δεκαετία του ’80, όταν είχα τελειώσει με την παράσταση «Οιδίπους τύραννος» από Χατζίσκο – Νικηφοράκη. Ηταν η τελευταία μου δουλειά στο θέατρο, κάναμε μια περιοδεία αλλά δεν ήταν καλά τα πράγματα. Ετσι άρχισα τα μπουζούκια.

Το περιμένατε ότι το βιβλίο σας θα γινόταν σίριαλ;

Θυμάμαι να είμαι σε ένα βαρύ εντεχνοσκυλάδικο στη Θεσσαλονίκη και να πηγαίνω στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου όπου θα βραβευόταν ο Γιώργος Νινιός στο ξεκίνημά του. Είχα πάει μόνος μου, στα χαμένα, και θαμπώθηκα από τη μαγεία του φεστιβάλ. Τότε είπα: «Θα ξανάρθω, το βιβλίο μου θα έχει γίνει ταινία και θα βραβευτεί». Επειδή δούλευα με τη Μαλβίνα και της έδινα ανταποκρίσεις είχα ενθουσιαστεί και το έλεγα στους φίλους μου. Τους φαινόταν περίεργο. Δύο πράγματα έλεγα: «Θεέ μου, κάνε να γίνει ταινία που θα τη σκηνοθετήσει ο Αλμοδόβαρ και θα γράψει τη μουσική ο Κραουνάκης». Από τότε μέχρι σήμερα με το σίριαλ πιστεύω ότι δικαιώνομαι. Υπάρχει έντονη αποδοχή που δεν υπήρχε τότε με την ταινία.

Η ταινία δηλαδή ήταν εντός ενός πιο κλειστού αρτίστικου κυκλώματος;

Οχι, αναφέρομαι στην τάση που υπήρχε να οικειοποιηθούν οι άλλοι τη δουλειά σου. Η Μαξίμου και ο Κουρής, ας πούμε, οι πρωταγωνιστές, ποτέ δεν ανέφεραν το όνομά μου. Οι δημοσιογράφοι, αντιθέτως, με τιμούσαν και μου έκαναν αφιερώματα. Ηθελα να τους πιάσω και να τους πω: «Συγγνώμη, ξέρετε πού βασίστηκε αυτή η ταινία και κάνατε μεγάλη καριέρα; Εάν δεν είχα κάνει εγώ την κονσομασιόν ή δεν είχα μείνει δώδεκα χρόνια στα σκυλάδικα, ναι μεν είστε αξιόλογοι και ταλαντούχοι εσείς, η ταινία όμως “Αυτή η νύχτα μένει” δεν θα γινόταν ποτέ. Θα μπορούσατε να είχατε κάνει μεγάλη καριέρα, όπως θα μπορούσατε να μην είχατε κάνει και τίποτε».

Την ταινία την καρπώθηκε αποκλειστικά ο auteur Νίκος Παναγιωτόπουλος;

Εγώ ήξερα ότι εν αρχή ην ο λόγος. Αυτό το «η ταινία είναι του Παναγιωτόπουλου» μπορεί να με σκοτώσει. Τέλος πάντων… Εγώ υπέγραφα και ως σεναριογράφος είχα υποχρεωθεί σε φίλες μου τραγουδίστριες για τα κοστούμια κι επίσης είχα βρει τον χώρο στην Τρούμπα. Ο Κραουνάκης είχε φέρει μόνο τη Χαρά Πομώνη και τη Δήμητρα Παπίου, τους άλλους όμως, από την Αννα Βασιλείου και την Παλόμα μέχρι τον χορευτή οριεντάλ, εγώ τους είχα κλείσει. Αν αυτό δεν ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό από μεριάς μου, τι ήταν; Είναι η εποχή που έχει πάθει αλτσχάιμερ ο πατέρας μου και έχω παρατήσει τα πάντα. Αποφάσισα να αφήσω το Μαρούσι και να εγκατασταθώ στην Αρτάκη. Μου τηλεφωνεί ο Παναγιωτόπουλος για να ανέβω στο φεστιβάλ με τα έξοδα όλα καλυμμένα. Η απονομή θα γινόταν σε ζωντανή μετάδοση. Η μάνα μου περίμενε όλο αγωνία. Μου λέει η γυναίκα του Παναγιωτόπουλου: «Επειδή δεν είναι εδώ ο Νίκος, να είσαι έτοιμος να ανέβεις να παραλάβεις το βραβείο σεναρίου και να μιλήσεις». Πράγματι, έχω γράψει λόγο, που θα τον αφιέρωνα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στη μάνα μου, η οποία με ήθελε δικηγόρο κι εγώ αναζήτησα αλλού το όνειρο. Τελικά παίρνουν όλοι βραβείο, ανέβηκε ο καθένας για να το παραλάβει και καμία αναφορά στον Θάνο Αλεξανδρή. Ανεβαίνει και η Μαριάννα Σπανουδάκη, η γυναίκα του Παναγιωτόπουλου, η οποία επίσης δεν κάνει καμία αναφορά. Το είδε η μάνα

μου από την τηλεόραση και μου τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο: «Πάλι, ρε αγόρι μου, σε κορόιδεψαν;». Βγήκα κλαμένος από την αίθουσα, ξέσπασα σε λυγμούς ενώ έβρεχε κιόλας και ένιωσα μια περίεργη απομόνωση. Έξω ήταν ένας πλανόδιος βιβλιοπώλης και θυμάμαι να παίρνω το βιβλίο του Νικόλα Ασιμου. Μετά πήγα σε ένα σκυλάδικο, σούρωσα κι ενώ ήταν να φύγω την επομένη το απόγευμα, τηλεφώνησα στο ταξιδιωτικό γραφείο κι άλλαξα σε πρωινή την πτήση. Φεύγοντας είπα: «Ρε πούστηδες, θα ξανάρθω εγώ εδώ, όχι ως συγγραφέας ούτε ως ηθοποιός». Κάτι ετοιμάζω τέλος πάντων.

Αρα σωστά λέτε ότι τώρα με το σίριαλ δικαιώνεστε.

Υπάρχει και μια αγαπησιάρικη διάθεση από τον Alpha. Όταν πήγα με αγκάλιασαν του στιλ «Θάνο, σ’ αγαπάμε, σε ξέρουμε χρόνια και αγαπάμε το βιβλίο σου». Πέραν του ότι με προωθούν, που αυτό δεν είναι το πρόβλημά μου, λένε ότι «το έργο είναι του Θάνου Αλεξανδρή». Κάποιοι χαρακτήρισαν «λεύκωμα» το βιβλίο μου, δεν είναι όμως λεύκωμα. Πρόκειται για λογοτεχνικό έργο, το οποίο, σύμφωνα με την κριτική της Μαλβίνας, είναι η πιο εμπεριστατωμένη κοινωνιολογική έρευνα στον ευρύ χώρο που λέγεται σκυλάδικο.

Πώς σας ηχεί η λέξη σκυλάδικο;

Αν ξανάκανα κάτι, σκυλάδικο θα το χαρακτήριζα. Μου αρέσει αυτή η λέξη. Είναι υπέροχο το σκυλάδικο.

Ο Δημήτρης Πουλικάκος πάντως λέει πως μεγαλύτερη αξία έχουν τα ορίτζιναλ «σκυλιά» παρά οι έντεχνοι «κλαψομούνηδες».

Τον αγαπώ τον Πουλικάκο κι ένας από τους πρώτους δίσκους που αγόρασα φοιτητής ήταν το «Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος». Όταν πρωτοδούλεψα με τον Γιώργο Μαρίνο με είχε στείλει να αγοράσω τάχα μου σατιρικούς δίσκους. Τα «σκυλιά» δεν είναι μόνο πιο ορίτζιναλ απλώς. Γνώρισα γκαρσόνια και προστάτες που με εκτίμησαν και πέρασα υπέροχα κοντά τους. Υπήρχαν οργάνωση, ιεραρχία και ντομπροσύνη. Το σοκ το έπαθα όταν τελείωσα με τα σκυλάδικα και η Μαλβίνα με έβαλε στα μίντια. Φτήνια, μιζέρια, ημιμάθεια, τσιγκουνιά… Ο χώρος του σκυλάδικου, ξέρεις, είναι πολύ γενναιόδωρος στα αισθήματα, στην αγάπη, στον έρωτα. Παρόλο που τα κορίτσια έχουν υποστεί κανιβαλισμό, έχουν γευτεί την ηδονή και τον έρωτα για δέκα ζωές. Νομίζω πως για τα κορίτσια της νύχτας ισχύει η ατάκα που έχει πει ο θεός ο Ηλίας Πετρόπουλος: «Την ηδονή τη γεύεσαι, δεν την αντιγράφεις σαν τα τσιτάτα του Μαρξ».

Είναι εύκολη η μεταφορά του βιβλίου σας στην τηλεόραση;

Νομίζω πως είναι εύκολη, γιατί το τιμ των σεναριογράφων είναι δυναμικό και πολύ έμπειρο. Θα υπάρχει βέβαια μυθοπλασία, θα γραφτούν ίντριγκες. Εγώ κρατώ τα δικαιώματά μου και θα έχω συμβουλευτικό χαρακτήρα. Η Κανελλοπούλου και ο Μακρής είναι καταπληκτικοί σεναριογράφοι, ενώ η σκηνοθέτρια Κατερίνα Φιλιώτου είναι καταπληκτική. Να μην ξεχάσω να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος και με τη νέα έκδοση του βιβλίου από τον Κάκτο. Βγαίνει εμπλουτισμένο με νέες ιστορίες. Απ’ όσο ξέρω, θα γυριστούν πάνω από 100 επεισόδια, άρα θα χρειαστεί και άλλη μυθοπλασία. Μέχρι στιγμής όλα είναι πολύ αρμονικά.

Η αλήθεια είναι πως το όνομά σας στο τρέιλερ είναι πρώτο πρώτο.

Δεν θέλω δόξες, δεν θέλω συνεντεύξεις, θέλω απλώς να αναφέρεται το όνομά μου. Σαν να έχω περάσει εφετείο και δικαιώνομαι.

Πόσο σας ανέβασε ψυχολογικά όλη αυτή η ιστορία;

Πάρα πολύ. Για 14 χρόνια απομονώθηκα συνειδητά. Χάνω τον πατέρα μου, χάνω τον αδερφό μου, χάνω τη μητέρα μου το ’14 κι εκεί τρελαίνομαι. Ελεγα: «Παναγία μου, ας γίνει κάτι να φύγω κι εγώ». Ευτυχώς έχω κι έναν αδερφό που με υπεραγαπά. Εγώ πιστεύω πως έπρεπε να υπάρχει νόμος που να θεωρούνται αδικήματα η αμέλεια και η αδιαφορία απέναντι στη μάνα. Ξέρεις πόσο ζηλεύω όταν βλέπω αγόρια να κρατάνε το χέρι της μάνας τους; Τη δικιά μου την έχασα στα 91, αλλά για μένα ήταν εικοσάχρονη. Ηξερε απέξω τα κινητά μας και τα ΦΠΑ μας. Ολα τα ήξερε. «Λωξάντρα» Μικρασιάτισσα… Οταν την έχασα άρχισα να νιώθω ενοχές, ότι την αφήσαμε και έφυγε. Μισούσα πάντα το καλοκαίρι, αλλά ύστερα από αυτό που μας βρήκε Αύγουστο το μίσησα πιο πολύ. Ακολούθησε μια μεγάλη καταθλιψάρα, ώσπου το ’16 μου τηλεφώνησε η Κίρκη Καραλή: «Ασε τις μαλακίες και πάμε να κάνουμε θέατρο το “Αυτή η νύχτα μένει”». Το κάναμε στα τέλη του ’16 αρχές του ’17 και μετά ξαναγύρισα στο χωριό. Από τότε μέχρι αυτήν τη στιγμή δεν έχω πάει ούτε σε ταβέρνα ούτε σε καφέ ούτε καν στο κέντρο. Πρώτη φορά είμαι έξω τώρα για να σε συναντήσω και να κάνουμε αυτή την κουβέντα.

Ωστόσο από δω και πέρα θα χτυπάει συνεχώς το τηλέφωνό σας. Δίνετε συνεντεύξεις στα Μέσα.

Εχω τρομερή αγοραφοβία. Ντρέπομαι και φοβάμαι.

Το βλέπω έτσι όπως σας έχω απέναντί μου.

Υπάρχει όρος στο συμβόλαιο να εμφανίζομαι για να διαφημιστεί η σειρά. Είναι από τις ελαχιστότατες περιπτώσεις που συναντώ δημοσιογράφο. Συνήθως νιώθω πιο ασφαλής να μου στέλνουν ερωτήσεις ή να μιλάμε μέσω Skype. Αρχισα να φοβάμαι πολύ μετά την απώλεια της μητέρας μου. Εβλεπα τις μανάδες και ζήλευα, έλεγα: «Γιατί να ζουν αυτές και να μη ζει η δικιά μου;». Και στο θέατρο βέβαια που έβγαινα έπρεπε να είχα πιει κάνα κονιάκ πριν.

Πάνε αυτά. Τώρα περνάτε την αναγέννηση, σαν τον φοίνικα μέσα από τις στάχτες.

Χαίρομαι που το λέτε. Πέρασα πολλά μετά την ταινία και θέλω να πω το εξής: πάντα πίστευα και πιστεύω ότι ο Κραουνάκης είναι μεγάλος συνθέτης. Οταν υπογράψαμε με τον Παναγιωτόπουλο με ρώτησε τι μουσική να βάλουμε. Για μένα ήταν ονειρικό να έγραφε μουσική ο Σταμάτης. «Πού θα τον βρούμε αυτόν;» με ρωτάει ο Παναγιωτόπουλος. Τηλεφωνώ στη Μαλβίνα και μου δίνει το νούμερό του. Τότε δούλευε στο Zoom με Ζαχαράτο και Ελένη Δήμου. Μιλήσαμε αλλά ψιλοχάθηκε κι εκεί μου πρότεινε ο Παναγιωτόπουλος να χρησιμοποιήσουμε παλιά τραγούδια. «Οχι, όχι, μόνο Κραουνάκης» επέμενα. Αρχισα να πηγαίνω σπίτι του και μια φορά λέγαμε να πάμε απ’ του Γιώργου Μαρίνου στο Μάτι. Μια χαρά ήταν όλα. Εκ των υστέρων, έδινε συνεντεύξεις και ευχαριστούσε τη Μαλβίνα, επειδή εκείνη τάχα μου τον είχε προτείνει. Εκεί νευρίασα εγώ, δεν είχα κανέναν άλλο λόγο.

Στο σίριαλ ποιος θα γράψει τη μουσική τώρα;

Θα υπάρχει φυσικά το τραγούδι του Σταμάτη, αλλά με άλλη τραγουδίστρια, τη Γιώτα Νέγκα, όχι την Παπίου. Μια σκέψη ήταν να χρησιμοποιήσουμε τα τραγούδια του 1980, του Μουσαφίρη, της Πίτσας Παπαδοπούλου, αλλά τα πνευματικά δικαιώματα ήταν πολλά. Τελικά θα μπουν τραγούδια του Τάκη Σούκα. Δεν τα πολυξέρω αυτά. Να γράψεις ότι θεωρώ τον Κραουνάκη εμπνευσμένο και ευλογημένο δημιουργό. Κι ας με έβριζε σε όλη την Αθήνα. Δεν είναι δυνατόν το «Αυτή η νύχτα μένει» να είναι του Παναγιωτόπουλου και του Κραουνάκη. Οχι, είναι του Αλεξανδρή σε υπέροχη σκηνοθεσία του Παναγιωτόπουλου και σε υπέροχη μουσική του Κραουνάκη.

Να υποθέσω ότι με το που δείτε το πρώτο επεισόδιο του σίριαλ αμέσως θα τρέξετε να μάθετε πώς πήγε από τηλεθέαση.

Εννοείται, πάντα ήμουν της τηλεθέασης. Το ίδιο και στα βιβλία μου, αφού τώρα μαθαίνω ότι πάει τρελά η επανέκδοση. Το περιμένουν πώς και πώς στον Alpha.

Τι περιμένετε από τη σειρά και από την επανέκδοση του βιβλίου;

Να αγαπηθούν από τον κόσμο. Να μάθουν οι νέοι εκτός από μια περίοδο του τραγουδιού και έναν τρόπο διασκέδασης που πέρασε ανεπιστρεπτί.

Documento Newsletter