O χαρακτήρας της ψήφου και άλλες διαστάσεις των αμερικανικών εκλογών

O χαρακτήρας της ψήφου και άλλες διαστάσεις των αμερικανικών εκλογών

Αποκωδικοποιώντας_x000D_
το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Παρά τις δικαστικές διαμάχες και όλο το δράμα και τα παρατράγουδα που έχουν συμβεί, ο Τζο Μπάιντεν είναι ο επόμενος, 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Η Κάμαλα Χάρις θα είναι η πρώτη γυναίκα και η πρώτη μαύρη αντιπρόεδρος.

Η λαϊκή συμμετοχή

Η διαφορά του Μπάιντεν από τον Ντόναλντ Τραμπ, με καταμετρημένο το 98% των ψήφων, είναι σήμερα στο 3,9% και αναμένεται να αυξηθεί με την καταμέτρηση των ψήφων που υπολείπονται και αφορούν κυρίως στις μεγάλες πολιτείες της Καλιφόρνιας και της Νέας Υόρκης, τα προπύργια των Δημοκρατικών. Η τελική διαφορά μπορεί να είναι πάνω από 6 εκατομμύρια και ένα ποσοστό περίπου 4%. Ο Μπάιντεν έχει ήδη λάβει περίπου 80 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερους από κάθε άλλο υποψήφιο στην ιστορία των ΗΠΑ και περίπου 6 εκατομμύρια περισσότερες από τον απερχόμενο πρόεδρο Τραμπ. Όλα αυτά σε μια άκρως πολωτική αναμέτρηση, στην οποία η λαϊκή συμμετοχή έχει υπολογιστεί από το NBC ότι θα αγγίξει τα 160 εκατομμύρια ψήφους. Εάν η πρόβλεψη αυτή τελικά επιβεβαιωθεί, σημαίνει ένα περίπου 67% συμμετοχής, το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών από το 1900 και παραπάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες συμμετοχής σε σχέση με τις εκλογές του 2016.

Οι αριθμοί ζαλίζουν αλλά είναι απαραίτητοι για να γίνουν ακριβείς συγκρίσεις ώστε να κατανοηθεί η σημασία της λαϊκής συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία. Σε τέτοιες συνθήκες συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία δεν είναι άσχετο ότι οι δημοσκοπήσεις πάλι έπεσαν έξω σε ένα ποσοστό περίπου 4% σε σύγκριση με τον μέσο όρο των τελευταίων προεκλογικών δημοσκοπήσεων που έδιναν μια διαφορά περίπου 7,5-8% υπέρ του Μπάιντεν. Ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ είχε δίκιο όταν προειδοποιούσε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές ότι η ψήφος υπέρ του Τραμπ έχει υποτιμηθεί στις δημοσκοπήσεις, παρά τις προσαρμογές που είχαν γίνει για να υπολογιστεί καλύτερα το επίπεδο εκπαίδευσης. Μάλιστα ο Μουρ είχε προβλέψει με σχετική ακρίβεια ένα περιθώριο σφάλματος τεσσάρων μονάδων υπέρ του Τραμπ. Οι δημοσκόποι απέτυχαν ακόμη μια φορά να πιάσουν μερίδα ψηφοφόρων του Τραμπ που είναι πολύ καχύποπτοι για το «βαθύ κράτος», όπως το αντιλαμβάνονται, το οποίο τους καλεί και τους ρωτάει για ποιον ψηφίζουν.

Το φαινόμενο όμως της πρωτοφανούς λαϊκής συμμετοχής μπορεί πιο ολοκληρωμένα να εξηγηθεί από μια «διπλή κίνηση» που έφερε στις κάλπες και στο προσκήνιο της ιστορίας νέες μάζες και για τις δύο αντιπαρατιθέμενες πλευρές, τραμπικούς και αντιτραμπικούς, όπως συμβαίνει συχνά σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Τραμπ έχει ήδη πάρει 74 εκατομμύρια ψήφους, 11 εκατομμύρια παραπάνω από ό,τι το 2016, ενώ ο Μπάιντεν περίπου 14 εκατομμύρια παραπάνω ψήφους από ό,τι η Χίλαρι Κλίντον. Η «διπλή κίνηση», μια έννοια που χρησιμοποίησε ο Καρλ Πολάνυι, έχει όμως μια ευρύτερη σημασία. Όταν οι αγορές θεριεύουν, αυτονομούνται από την κοινωνία και θέλουν να καταπιούν τις κοινωνικές ανάγκες σε παιδεία, υγεία, εργασία, κοινωνική προστασία, τότε οι άνθρωποι αντιστέκονται και επιλέγουν αντίρροπες πολιτικές, όχι κατά ανάγκη προοδευτικές.(1)

Ο χαρακτήρας της ψήφου και το φαινόμενο Τραμπ

Η μεγάλη ειρωνεία των εκλογών είναι ότι ο «νυσταγμένος Τζο» («sleepy Joe»), όπως άρεσε στον Ντόναλντ Τραμπ να τον αποκαλεί συχνά, κέρδισε τον άνθρωπο που δεν του άρεσε να χάνει. Έναν άνθρωπο που κατά δήλωσή του απεχθάνεται τους χαμένους (losers) της ιστορίας.

Είναι αλήθεια ότι λίγοι άνθρωποι τον περασμένο Μάρτιο πίστευαν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να χάσει τις εκλογές από έναν άνθρωπο που μπόρεσε να ενώσει τους διχασμένους Δημοκρατικούς, αλλά θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σκορπούσε ρίγη συγκίνησης στους εν δυνάμει ψηφοφόρους του. Και εκεί που ο Μπάιντεν διέθετε ένα χλωμό προφίλ, ως διαχρονικό και αναπόσπαστο μέρος ενός «κουρασμένου πολιτικού κατεστημένου», εμφανίστηκε ο κορονοϊός σαν από μηχανής θεός σε αρχαία ελληνική τραγωδία. Αν και σίγουρα πιο δημοφιλής από τη Χίλαρι Κλίντον, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να χάσει με μεγάλη διαφορά σε εκλέκτορες τις εκλογές από τον Τραμπ εάν δεν είχε εμφανιστεί μια τεράστια υγειονομική κρίση και η οικονομία δεν γύριζε ξαφνικά σε ύφεση με εκτόξευση της ανεργίας.

Σε αυτές τις συνθήκες, όπου η ανεργία είδε από ιστορικά χαμηλά ιστορικά υψηλά, ήρθε ο αποτρόπαιος φόνος του Τζορτζ Φλόιντ μπροστά στις κάμερες, σε δημόσια και παγκόσμια θέα. Ο κόσμος πάγωσε στη θέα του αστυνομικού που έπνιγε τον Τζορτζ Φλόιντ με το γόνατο στον λαιμό του, που αβοήθητος με το πρόσωπό του κολλημένο στο δρόμο παρακαλούσε μάταια για τη ζωή του. Ένα δεύτερο μεγάλο «τυχαίο» γεγονός τυχαίο ως προς τη στιγμή, αλλά καθόλου τυχαίο ως προς την κατάσταση του συστημικού ρατσισμού, το οποίο ξεσήκωσε μαζικές και εκτεταμένες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις και πολλά ημιαστικά κέντρα, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο το κίνημα των Black Lives Matter και ένα μαχητικό πολυεθνοτικό αντιρατσιστικό κίνημα.

Ο αστάθμητος παράγοντας της πανδημίας και το μαζικότερο αντιρατσιστικό κίνημα από το 1968 άλλαξαν αίφνης και άρδην το πολιτικό σκηνικό. Η δε αντιεπιστημονική διαχείριση της πανδημίας από τον πρόεδρο Τραμπ, που έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο (π.χ. υποβάθμιση της απειλής του κορονοϊού, έκκληση για αμφιλεγόμενες θεραπείες όπως η υδροξυχλωροκίνη, η γκάφα με την ενέσιμη χλωρίνη, οι δημόσιες εμφανίσεις δίχως μάσκα), καθώς και οι καταστροφικές επιπτώσεις της πανδημίας με τις δεκάδες χιλιάδες νεκρούς έσβησαν ουσιαστικά τις ελπίδες νίκης για τους Ρεπουμπλικάνους, που έχουν οδηγηθεί προς τα βαθιά νερά μιας εναλλακτικής δεξιάς (alt-right) κατεύθυνσης. Παρόλα τα λάθη και τις αστοχίες, ο πρόεδρος Τραμπ μπόρεσε και «πούλησε» σε ένα σημαντικό μέρος των περίπου 74 εκατομμύριων ψηφοφόρων του ότι η απόκρισή του στην πανδημία δεν ήταν καταστροφική.

Στις προκριματικές εκλογές, ο Μπάιντεν είχε κερδίσει καθαρά τη μάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών, παίρνοντας σαφές προβάδισμα μετά τις επεισοδιακές προκριματικές στη Νότια Καρολίνα απέναντι στη διχασμένη αριστερή εσωκομματική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος (Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Ουόρεν). Ο Μπάιντεν ευνοήθηκε για συγκυριακούς λόγους, όπως η εμφάνιση του κορονοϊού ταυτόχρονα με τις εκλογές της «Μεγάλης Τρίτης». Ο Μπέρνι Σάντερς δεν θα μπορούσε να γυρίσει το αρνητικό αποτέλεσμα των εκλογών, εν μέσω πανδημίας, στερούμενος τις ενθουσιώδεις συγκεντρώσεις που έδιναν παλμό στο αριστερό πολιτικό κίνημα που ηγείται. Κυρίως όμως ο Μπάιντεν κέρδισε τις προκριματικές των Δημοκρατικών επειδή φάνηκε στη βάση του κόμματος να είναι ο πιο ασφαλής υποψήφιος για να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ.

Εν συνεχεία, ο Μπάιντεν φάνηκε να είναι δεκτικός να συνενώσει τη δεξιά και αριστερή πτέρυγα του κόμματος, ενσωματώνοντας την επιλογή για δημόσια υγειονομική ασφάλιση ως επέκταση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Ομπάμα στον χώρο της υγείας («Obamacare»), τον περιορισμό εκπομπών άνθρακα στους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, τη στροφή στη πράσινη ενέργεια, την αύξηση του κατώτατου μεροκάματου σε 15 δολάρια την ώρα, δηλαδή διπλασιασμό του, την ενίσχυση των συνδικάτων, ένα μεγάλο πρόγραμμα για δημόσια έργα υποδομών, την ακύρωση δισεκατομμυρίων δολαρίων από το χρέος των φοιτητικών δανείων, τη μεταρρύθμιση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για τη μείωση των φυλετικών ανισοτήτων, το σταμάτημα της κατασκευής τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, την αύξηση φόρων σε νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 400.000 δολαρίων κ.ά. Αυτή η δεκτικότητά του προς τα αριστερά έπαιξε σημαντικό πολιτικό και οργανωτικό ρόλο για την παγίωση του αντιτραμπικού πόλου στις εκλογές. Ο βαθμός φυσικά στον οποίο θα εφαρμόσει αυτή την ατζέντα είναι ανοιχτό ζήτημα ενός ρευστού συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Θα ήταν μεγάλη υπερβολή να πούμε ότι τις εκλογές τις πήρε απλώς ο Μπάιντεν ή η ατζέντα του ή ακόμα και το δημοκρατικό αντιρατσιστικό κίνημα ή οι απεργίες (π.χ. εκπαιδευτικοί, αυτοκινητοβιομηχανία) οι οποίες προηγήθηκαν. Για παράδειγμα, η ατζέντα Μπάιντεν έπαιξε ρόλο στη συσπείρωση της κοινωνικής βάσης του Δημοκρατικού Κόμματος αλλά τις εκλογές τις έχασε κυρίως ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό πρέπει να είναι καθαρό. Πολλοί, ανάμεσά τους και μορφωμένοι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι, δεν ψήφισαν κυρίως υπέρ του Τζο Μπάιντεν, ψήφισαν κατά του Τραμπ. Επειδή ίσως –με βάση και τη διαχείριση της επιδημίας– αντιλήφθηκαν την απειλή που εκπροσωπεί για τη λειτουργία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.

Χαρακτηριστικά σε μια δημοσκόπηση που παρουσίασε το CNBC στις 2 Νοέμβρη, την προηγούμενη της καταληκτικής ημέρας των εκλογών, το 54% όσων ψήφιζαν Μπάιντεν δήλωνε ότι ψήφιζε κυρίως ενάντια στον Τραμπ και μόνο το 46% υπέρ του ίδιου του Μπάιντεν. Αντιθέτως, στη ρεπουμπλικανική ψήφο μόνο το 16% ψήφιζε ενάντια στον Μπάιντεν ενώ το 84% δήλωνε ότι ψήφιζε υπέρ του Τραμπ. Με άλλα λόγια, η ρεπουμπλικανική ψήφος ήταν συντριπτικά μια εκλογική έκφραση του τραμπικού φαινομένου. Η ψήφος υπέρ του Μπάιντεν ήταν μια εκλογική έκφραση κυρίως του αντιτραμπικού φαινομένου. Συνολικά, οι εκλογές αποτέλεσαν ένα άτυπο δημοψήφισμα για το φαινόμενο Τραμπ.

Όχι λοιπόν τυχαία, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι πάνω από το 53% των νέων ηλικίας 18 έως 29 ετών συμμετείχαν στις εκλογές, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά προσέλευσης νέων στην αμερικανική ιστορία. Ο Τζο Μπάιντεν, ή καλύτερα η αντιτραμπική ψήφος κέρδισε περίπου 60% της ηλικιακής αυτής ομάδας. Σε κρίσιμες πολιτείες όπως το Μίσιγκαν και η Τζόρτζια, οι νέοι ψηφοφόροι υποστήριξαν με διαφορά τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Δεν είναι επίσης τυχαία τα ενθουσιώδη νεανικά πανηγύρια που ακολούθησαν σε μεγάλες πόλεις όπως η Φιλαδέλφεια, η Νέα Υόρκη, η Ατλάντα κ.ά.

Διαστάσεις των αμερικανικών εκλογών

Οι αμερικανικές εκλογές μπορεί να ιδωθούν με διάφορους τρόπους γιατί υπάρχουν αρκετές διαστάσεις. Λόγω πεπερασμένου χώρου ας δούμε τρεις βασικές για τις οποίες έχει γίνει αρκετός λόγος.

α. Η κοινωνική διάσταση

Τα exit polls των εκλογών του 2020 σε παναμερικανικό επίπεδο δείχνουν ότι οι χαμηλόμισθοι ψηφοφόροι με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα κάτω των 50.000 δολαρίων ψήφισαν Μπάιντεν με μια διαφορά περίπου 8 μονάδων. H μετατόπιση της οικονομικής ατζέντας (π.χ. μεροκάματο στα 15 δολάρια) την οποία ανέδειξε η αριστερή πτέρυγα αλλά και προηγούμενοι αγώνες των εργαζομένων ίσως ήταν ένας παράγοντας προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο Μπάιντεν κέρδισε πέντε από τις επτά βιομηχανικές, μεσοδυτικές πολιτείες, παίρνοντας πίσω τρεις αμφίρροπες πολιτείες (Μίσιγκαν, Πενσιλβάνια και Ουισκόνσιν) από εκείνες που είχε κερδίσει ο Τραμπ το 2016. Αυτήν τη φορά η νέα άνοδος του Τραμπ δεν προήλθε από τη λευκή βιομηχανική εργατική τάξη των μεσοδυτικών πολιτειών, όπως ήταν γεγονός το 2016. Μια τέτοια ανάλυση θα ήταν τέσσερα χρόνια καθυστερημένη. Ο Τραμπ έχασε πανηγυρικά το Ντιτρόιτ, το Πίτσμπουργκ και τη Φιλαδέλφεια με μεικτές τάσεις στη μεταβολή της ψήφου σε σχέση με το 2016 (μικρή άνοδο στη Φιλαδέλφεια, μικρή πτώση στο Πίτσμπουργκ). Στην ουσία από την αποβιομηχανοποιημένη «ζώνη της σκουριάς» πήρε μόνο το Οχάιο και τις ιστορικά συντηρητικές πολιτείες της Ιντιάνας και Δυτικής Βιρτζίνιας.

Από ποια κυρίως κοινωνικά στρώματα προήλθε η νέα άνοδος του Τραμπ σε ψήφους; Ίσως από δύο νέες πηγές. Πρώτον, από τμήματα της μεσαίας τάξης, κυρίως της ανώτερης μεσαίας τάξης, που επωφελήθηκαν από την εκρηκτική άνοδο του χρηματιστηρίου, με μια άνοδο του Dow Jones από τις 19.000 μονάδες τον Νοέμβριο του 2016 στις 28.500 μονάδες τον Δεκέμβριο του 2019 οπότε έγινε γνωστή η κρίση του κορονοϊού στην Κίνα. Είναι απίθανο να ωφελήθηκε από αυτή την άνοδο η λευκή εργατική τάξη. Το πιο πιθανόν είναι ότι ωφελήθηκαν οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ως ένα βαθμό οι λεγόμενες επαγγελματικές ομάδες κ.λπ. Ένα περίπου 50% που εξασφαλίζει σημαντικό εισόδημα από το χρηματιστήριο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ ιεραρχούσαν ως «πρώτο κριτήριο την οικονομία» σε ποσοστό πάνω από 80%. Επίσης, μια ανάλυση των «Financial Times» δείχνει ότι υπήρχε σημαντική μετατόπιση στα νοικοκυριά που είχαν μεικτό ετήσιο μισθό άνω των 100.000 από τους Δημοκρατικούς προς τον
Τραμπ.(2)

Δεύτερον, η ίδια ανάλυση των «Financial Times» δείχνει καθαρά ότι η απόλυτη και ποσοστιαία άνοδος του Τραμπ μπορεί να εξηγηθεί από τους παφλασμούς του κύματος του 2016 μεταξύ των ισπανόφωνων ανδρών και γυναικών, των ασιατικής καταγωγής καθώς και των μαύρων ανδρών.

Τα exit polls με μικροδιαφορές μεταξύ τους δείχνουν ότι το 2020 έχουμε επαναπατρισμό ψηφοφόρων της λευκής εργατικής τάξης των μεσοδυτικών πολιτειών στο Δημοκρατικό Κόμμα. Σε πανεθνικό επίπεδο, ένα 28% των λευκών ανδρών και 36% των λευκών γυναικών χωρίς πτυχίο φέρεται να ψήφισε αυτήν τη φορά Μπάιντεν.(3) Και παρά την κυριαρχία του Τραμπ (70% και 63% σε άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα) σε αυτήν τη δημογραφική ομάδα, υπενθυμίζεται ότι ο 2016 η Κλίντον είχε πάρει μόλις 26% μεταξύ λευκών ανδρών και γυναικών (μαζί) χωρίς πτυχίο. Ωστόσο ένα προβληματικό σημείο σε αυτές τις αναλύσεις είναι ότι ως «λευκή εργατική τάξη» θεωρούνται οι «λευκοί χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο» που συσκοτίζει το γεγονός ότι σε πολλές πολιτείες σε αυτή την ομάδα συμπεριλαμβάνονται αγρότες και μικροεπαγγελματίες. Ακόμη παραγνωρίζεται το εισοδηματικό κριτήριο και η κατοχή πλούτου. Πάντως στην πιο βιομηχανική πολιτεία από όλες, το Μίσιγκαν, που περιλαμβάνει το Ντιτρόιτ, το κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, στις εκλογές του 2020 η υπεροχή του Τραμπ στους λευκούς (άνδρες και γυναίκες) χωρίς πτυχίο ήταν πολύ πιο ασθενής (59% υπέρ Τραμπ έναντι 39% για Μπάιντεν) που είναι ένας ακόμη δείκτης για μια ήπια αναστροφή της λευκής εργατικής ψήφου.(4)

Μέρος της ρητορικής του Τραμπ τόσο στις εκλογές του 2016 όσο και του 20020 ήταν έναντι της παγκοσμιοποίησης. Τον Ιούνιο του 2016, στην Πενσιλβάνια, ο Τραμπ δήλωνε: «Οι πολιτικοί μας ακολουθούν επιθετικά μια πολιτική παγκοσμιοποίησης, μεταφέροντας τις θέσεις εργασίας, τον πλούτο μας και τα εργοστάσιά μας στο Μεξικό και στο εξωτερικό». «Η παγκοσμιοποίηση έχει κάνει την οικονομική ελίτ, η οποία σπονσοράρει τους πολιτικούς, πολύ, πολύ πλούσια. Αλλά άφησε εκατομμύρια εργάτες μας με τίποτε άλλο εκτός από τη φτώχεια και τον πόνο της καρδιάς». Ο Τραμπ κατήγγειλε τον Μπιλ και τη Χίλαρι Κλίντον για την υποστήριξη των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (NAFTA, TTP, TTIP). Ο Τραμπ πήρε το 2016 τις τρεις πολιτείες (Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν και Ουισκόνσιν) με 71.000 διαφορά συνολικά. Πάνω από 60% των εργατών σε αυτές τις πολιτείες το 2016 είχαν ψηφίσει Τραμπ, αν και οι οργανωμένοι στα συνδικάτα σε ένα παρόμοιο ποσοστό 60% είχαν ψηφίσει Δημοκρατικούς. Τον Μάρτιο του 2018, ο Τραμπ επέβαλε δασμούς 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο. Η αμερικανική βιομηχανία χάλυβα πήρε ένα ριμπάουντ. Τέσσερις μήνες μετά την εφαρμογή των δασμών, ο Τραμπ ταξίδεψε στην Granite City του Ιλινόις για να γιορτάσει την επανέναρξη λειτουργίας ενός εργοστασίου χάλυβα που είχε κλείσει για τρία χρόνια. «Έπειτα από χρόνια διακοπής λειτουργίας και περικοπών, σήμερα η υψικάμινος εδώ στη Γρανιτένια Πόλη είναι πολύ φωτεινή» είπε. «Οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στη δουλειά και για άλλη μια φορά ρίχνουμε νέο αμερικανικό ατσάλι στη σπονδυλική στήλη της χώρας μας». Αλλά τελικά ο Τραμπ εξαίρεσε το Μεξικό, τον Καναδά και την Αυστραλία από τους δασμούς, και μερικές άλλες χώρες εξαιρέθηκαν με αντάλλαγμα την αποδοχή ποσόστωσης στις εξαγωγές τους. Τον Ιούνιο του 2019, μόνο το 17% του εισαγόμενου χάλυβα από τις ΗΠΑ υπόκειται στην εμπορική πολιτική. Ο ενθουσιασμός άρχιζε να εξανεμίζεται. Το Μίσιγκαν έχασε 50.000 θέσεις εργασίας από την αρχή της προεδρίας του Τραμπ, περίπου οι μισές από αυτές στην αυτοκινητοβιομηχανία. Tα όποια δειλά βήματα προστασίας της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής σκεπάστηκαν από το τσουνάμι του κορονοϊού που άλλαξε δραματικά το τοπίο, ιδιαίτερα με την υψηλή ανεργία στο λιανικό εμπόριο και την εστίαση.

Από την άλλη, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ουόλ Στριτ συνεισέφερε πάνω από 74 εκατομμύρια δολάρια για να υποστηρίξει τον Τζο Μπάιντεν, πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έλαβε ο πρόεδρος Τραμπ από το χρηματιστηριακό κεφάλαιο.(5)

β. Η εθνοτική διάσταση

Η διάσταση αυτή έχει σημαντική αλληλοεπικάλυψη με την προηγούμενη καθότι ο ταξικός και εθνοτικός χαρακτήρας της κοινωνίας των ΗΠΑ συμπλέκεται. Είναι μια κοινωνία που σε αντίθεση με την Ευρώπη δεν γνώρισε φεουδαρχία αλλά ξεπήδησε από τον αποικισμό και στηρίχθηκε αρχικά σε σημαντικό βαθμό στη δουλεία και αργότερα από τα τέλη του 19ου αιώνα στη μαζική μετανάστευση.

Υπάρχουν αναλύσεις που εμφανίζουν τη «λευκή Αμερική» ως τρομοκρατημένη απέναντι στην αλλαγή των δημογραφικών και το γεγονός ότι μέχρι το 2050 είναι πιθανόν οι λευκοί να είναι μειοψηφία στον πληθυσμό και στο εκλογικό σώμα. Παρά το ότι η ρητορική Τραμπ έχει υπόρρητο τέτοιο στόχο, στη μόνη ομάδα που είχε σημαντική απήχηση ήταν η αγροτική Αμερική και οι διασκορπισμένες μικρές πόλεις, μακριά από μητροπόλεις, που σε ποσοστό 65% και 55% ψήφισαν Τραμπ, σύμφωνα με μια έρευνα της AP VoteCast με ένα μεγάλο δείγμα 110.000 ατόμων. Η ρητορική αυτή εμφανίζει σημαντικά μειωμένη απήχηση στα αστικά κέντρα (33% Τραμπ) και στα περιαστικά κέντρα των μητροπόλεων (44% Τραμπ).

Όχι, δεν υπάρχει πόλεμος πολιτισμικών ταυτοτήτων στον βαθμό που έχουν κάποιοι ισχυρίζονται. Βεβαίως υπάρχει χάσμα μεταξύ της λευκής και της μειονοτικής ψήφου που διαμεσολαβείται από πλήθος παραγόντων (εκπαίδευση, θρησκεία, εισόδημα κ.ά.). Αλλά εάν η «λευκή Αμερική» της υπαίθρου και των μικρών πόλεων ανησυχεί ιδιαίτερα για κάτι είναι κυρίως η παραμέλησή της από τις «μορφωμένες ελίτ» (με τα περιφρονητικά rednecks κ.ά. επίθετα) και όχι τόσο ένα ταυτοτικό άγχος ότι θα χάσει την υποτιθέμενη επικυρίαρχη λευκότητά της, όπως έχουν αναλύσει στα βιβλία τους ο Μάικλ Λιντ (2020) και η Τζόαν Ουίλιαμς (2017).(6) Τα εμπειρικά δεδομένα συνηγορούν σε τέτοια εκτίμηση. Το 51% των λευκών με πανεπιστημιακό πτυχίο, που αποτελούσε το 32% του εκλογικού σώματος το 2020, φέρεται να ψήφισε υπέρ του Μπάιντεν (έναντι 48% υπέρ του Τραμπ). Αντίστροφη, βέβαια, ήταν η τάση στους λευκούς χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο που φέρεται σε ποσοστό 67% να ψήφισε Τραμπ έναντι 32% Μπάιντεν.(7) Εάν συνυπολογιστούν η αποβιομηχανοποίηση περιοχών στη «ζώνη της σκουριάς» και οι γηρασμένες υποδομές στην ύπαιθρο, όπου δηλαδή συγκεντρώνονται οι λευκοί χωρίς πτυχίο, μάλλον άλλα είδους άγχη αναδεικνύονται και όχι το χάσιμο μιας «λευκής Αμερικής». Μια τέτοια ερμηνεία μάλλον συσκοτίζει τα έντονα προβλήματα υποβάθμισης και ανεργίας καθώς και αυτών των λεγόμενων «θανάτων της απελπισίας» από κατάχρηση οπιοειδών και αλκοόλ. Μια ερμηνεία που θα είχε τους συνοπτικούς τίτλους «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» και «οι χαμένοι της χρηματιστικοποίησης (financialization) της αμερικανικής οικονομίας» θα ήταν εδώ πιο κοντά στις πραγματικές εκλογικές και πολιτικές συμπεριφορές.

γ. H δημοκρατική διάσταση

Όπως εύστοχα δήλωσε ο Μπέρνι Σάντερς, αυτή η εκλογή δεν ήταν Μπάιντεν εναντίον Τραμπ. Ήταν δημοκρατία εναντίον Τραμπ. Η διακυβέρνηση των τελευταίων χρόνων είχε στοιχεία καισαρισμού με μια συνύπαρξη δημοκρατίας και αυταρχικού τρόπου και ήθους στη διακυβέρνηση. Ο εθνικισμός, ο έμμεσος υπόρρητος ρατσισμός, η δημαγωγία ήταν συστατικά στοιχεία καθόλη τη διάρκεια της ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό τον πρόεδρο Τραμπ. Χαρακτηριστική εδώ η μη σαφής καταδίκη της ακροδεξιάς και νεοναζιστικής βίας στη Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνιας τον Αύγουστο του 2017. Σε μια κρίσιμη στιγμή τον Μάιο του 2020 απευθύνθηκε στη «λαϊκή υποστήριξη» για το άνοιγμα της οικονομίας όταν ένοπλοι διαδήλωσαν στο Καπιτώλιο του Μίσιγκαν κατά των μέτρων περιορισμού στο πλαίσιο της προσπάθειας να αποτραπεί η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού.

Το αποκορύφωμα όμως ίσως είναι η συνύπαρξη αντιπροσωπευτικών θεσμών όπως οι εκλογές με την ταυτόχρονη υπονόμευση του αποτελέσματος της λαϊκής ψήφου, όταν αυτή δεν είναι αρεστή. Αρχικά είχαμε το κάλεσμα για μη καταμέτρηση ψήφων στην Πενσιλβάνια αλλά και την αυθαίρετη πρόωρη ανακήρυξη νίκης στις αμφίρροπες μεσοδυτικές πολιτείες, που τελικά ο πρόεδρος Τραμπ έχασε. Ψευδείς ή παραπλανητικοί ισχυρισμοί για εκλογική απάτη έγιναν viral στο Twitter και το Facebook, παρά τα ειδικά μέτρα με στόχο τη μείωση της εξάπλωσης παραπληροφόρησης γύρω από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Μια σωρεία δικαστικών αγωγών ακολουθεί. Όλα τα παραπάνω επεισόδια έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της λαϊκής ψήφου.

Ο Μπραντ Ράφενσπεργκερ, υπουργός Εσωτερικών της Τζόρτζια, μόλις επικύρωσε τη νίκη του Μπάιντεν στην πολιτεία μετά την επανακαταμέτρηση των ψήφων με το χέρι. Ακόμη μία μεγάλη ήττα για τον Ντόναλντ Τραμπ σε μια πολιτεία που ελέγχεται από Ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη. Η επανακαταμέτρηση έγινε από τις προεδρικές πιέσεις προς τις ρεπουμπλικανικές αρχές της πολιτείας. Η κίνηση είχε σκοπιμότητα, καθότι υπάρχουν δύο επαναληπτικές εκλογές για δύο θέσεις στη Γερουσία στις 5 Ιανουαρίου που θα κρίνουν και τον έλεγχο του συνολικού σώματος. Ωστόσο το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η φημισμένη δημοκρατία των ΗΠΑ με ελέγχους και ισορροπίες (checks and balances) μεταξύ των αρχών της εξουσίας νοσεί καθότι δεν υπάρχει κοινή βάση για κοινές αλήθειες και παραδοχές σε ένα διχασμένο εκλογικά σώμα σε πολιτικά και πολιτισμικά ζητήματα (π.χ. αμβλώσεις, όπλα, γάμοι ομοφυλόφιλων).

Κανονικά, ο ηττημένος των εκλογών θα έδινε μια ομιλία παραδοχής της ήττας και θα έδινε συγχαρητήρια στον αντίπαλό του. Αυτό δεν έγινε ακόμη. Και είναι άγνωστο εάν γίνει στο άμεσο μέλλον. Η ήττα δεν είναι στο λήμμα του λεξικού του Ντόναλντ Τραμπ. Βεβαίως δεν υπάρχει νομική απαίτηση ο χαμένος υποψήφιος να παραδεχτεί επίσημα την ήττα του. Είναι απλώς ακόμα μια δημοκρατική παράδοση που ο Τραμπ θα επιλέξει να αγνοήσει.(8) Ασφαλώς αυτό επιτείνει την υπονόμευση της αρχής της ανεκτικότητας ως όρο πολιτικής συνύπαρξης. Το «δικαίωμα στη μη ανεκτικότητα» είναι το δίκιο της τίγρης έγραφε ο Βολταίρος το 1763 στην περίφημη «Πραγματεία περί Ανεκτικότητας». Η δυσανεξία απέναντι σε οποιουσδήποτε δημοκρατικούς κανόνες και τα τραύματα στην πολιτική συνύπαρξη θα είναι πολύ δύσκολο να επουλωθούν στο άμεσο μέλλον χωρίς βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που θα συνάπτουν οικονομική συμμαχία με στρώματα στα οποία απευθύνεται η διχαστική ρητορεία και δημαγωγία.

Παρόλες τις αμφισβητήσεις, το αμερικανικό Σύνταγμα και οι ομοσπονδιακοί νόμοι καθορίζουν ένα σαφές χρονοδιάγραμμα για τον τρόπο επεξεργασίας των εκλογικών ψήφων, και πότε αναλαμβάνει ο νέος πρόεδρος, όπως πρόσφατα ανέλυσε ο Ρόμπερτ Ράιχ, καθηγητής δημόσιας πολιτικής στο Μπέρκλεϊ. Στις 8 Δεκεμβρίου, οι πολιτείες πρέπει να έχουν επιλύσει τις εκλογικές διαφορές. Στις 14 Δεκεμβρίου, οι εκλέκτορες ψηφίζουν για πρόεδρο και αντιπρόεδρο στις πολιτείες τους και οι κυβερνήτες πιστοποιούν τις ψήφους τους που τις στέλνει στο Κογκρέσο στις 23 Δεκεμβρίου. Στις 6 Ιανουαρίου 2021, το Κογκρέσο σε κοινή σύνοδο και σε ένα τελετουργικό επισημοποιεί το αποτέλεσμα. Εκεί τελειώνει επίσημα ο προεδρικός αγώνας.(8)

Διαβάζοντας το μέλλον

Οι παραπάνω διαστάσεις των αμερικανικών εκλογών δεν είναι αναγκαστικά συγκλίνουσες. Για σκεπτόμενους ανθρώπους ο υπερ-αναγωγισμός σε μία και μόνο διάσταση μπορεί να είναι πολύ κακός σύμβουλος. Μερικές φορές δείχνει ελιτισμό ή απλά στρεβλή κατανόηση του κόσμου μας.

Είναι δύσκολο να διαβάσουμε το μέλλον. Ωστόσο η μετα-πανδημική οικονομία και η κλιματική αλλαγή απαιτούν βαθιές ριζοσπαστικές τομές από έναν μετριοπαθή ηγέτη. H καπιταλιστική οικονομία μετά την πανδημία θα είναι αρκετά διαφορετική, από το εμπόριο μέχρι τον τρόπο που οι άνθρωποι θα ζουν και θα εργάζονται τα επόμενα χρόνια. Η προφανής φιλοδοξία της Κίνας να κυριαρχήσει σε κρίσιμες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και επενδυτικές πρακτικές του Πεκίνου έχουν οδηγήσει σε εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, ιδιαίτερα εμφανή μετά το 2018. Πολλά think tanks στις ΗΠΑ καλοβλέπουν την ενίσχυση της τάσης της απο-παγκοσμιοποίησης για να περιοριστεί η εξάρτηση σε κρίσιμες τεχνολογίες πληροφοριών, επικοινωνιών και υγείας. Η επιτάχυνση της αυτοματοποίησης και της ψηφιοποίησης με την αύξηση της τηλεργασίας από το σπίτι, στη μετά Covid εποχή, είναι ήδη ευδιάκριτες αλλαγές, όπως και οι αλλαγές στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την τηλεϊατρική, η άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου. Είναι επίσης πιθανόν να δούμε μια αντίστροφη τάση αστικοποίησης, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, καθώς και περιορισμού των μετακινήσεων.

Νέα χάσματα θα δημιουργηθούν και οι εργαζόμενοι με χαμηλή ειδίκευση σε καταστήματα λιανικής πώλησης, εστίαση, ξενοδοχεία και υπηρεσίες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν νέο ρεύμα αυτοματοποίησης και ρομποτοποίησης που θα σημάνει ίσως νέα κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά ρήγματα.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι αμφίβολο εάν ο Μπάιντεν θα μπορούσε να επιχειρήσει σοβαρές προοδευτικές αλλαγές όπως έκανε στην εποχή του ο Φράνκλιν Ντελέινο Ρούσβελτ. Θα μπορούσε όμως να γίνει ένας «Λίντον Τζόνσον» που έκανε τομές στα ζητήματα της φτώχειας και της φυλετικής δικαιοσύνης, όπως το έθεσε ο Άναντ Τζιριντχαράντας στους «New York Times»;(9) Εάν όχι, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια χειρότερη προεδρία από αυτή του Ντόναλντ Τραμπ σε τέσσερα χρόνια από σήμερα.

Ο Δημήτρης Αναστασίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Νότιου Ιλινόις, ΗΠΑ

Αναφορές

(1) Polanyi, K. (2001). The Great Transformation: The Political and Economic Origins of Our Time (2nd ed. Foreword by Joseph E. Stiglitz). Boston: Beacon Press.

(2) Zhang C. & Burn-Murdoch J. (2020, 7 November). «By numbers: How the US voted in 2020». Financial Times 

(3) New York Times. «2020, National Exit Polls: How Different Groups Voted» 

(4) CNN Michigan Exit Polls (2020) 

(5) Schwartz, B. (2020, 28 October) «Wall Street spent over $74 million to back Joe Biden’s run for president, topping Trump’s haul». CNBC 

(6) Lind, M. (2020). The new class war: Saving democracy from the managerial elite. Penguin; Williams, J. C. (2017). White Working Class: Overcoming class cluelessness. Harvard Business Review Press

(7) CNN National Exit Polls (2020) 

(8) Reich R. (2020, 10 November). Recognize What This Is: A Final Attempt of a Desperate, Bitter Man to Cling to Power. Common Dreams

(9) Giridharadas, A. (2020, 6 November). «Biden Can’t Be F.D.R. He Could Still Be L.B.J.» The New York Times 

Documento Newsletter