Ο ξανθός Πετράκης, ο Αράπης και η όμορφη παιδόπολη

Το καλοκαίρι μέσα από τις σελίδες των αναγνωστικών του δημοτικού από το 1932 έως το 1977

Τι είναι το ελληνικό καλοκαίρι και τι μαθαίναμε γι’ αυτό πριν από δεκαετίες; Αναζητήσαμε την ερμηνεία στις εικόνες που καταγράψαμε μέσα από τη σχολική εκπαίδευση και συγκεκριμένα μέσα από τα αναγνωστικά του δημοτικού από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως τα τέλη των 70s. Πρώτο αναγνωστικό της αναζήτησης είναι «Το χρυσό μου βιβλίο» (Επ. Παπαμιχαήλ – Δ. Βουτυρά, 1932) της Β΄ δημοτικού. Στο εξώφυλλό του απεικονίζεται ένας βοσκός με τα πρόβατά του και σαφέστατα απευθύνεται σε μια κατά βάση αγροτική κοινωνία. Το βιβλίο δεν αποτελεί ανθολογία, τα κείμενα έχουν συνοχή και περιγράφουν την καθημερινότητα ενός αγοριού. Στην ουσία μαθαίνουμε τα πάντα για τη ζωή του Δήμου, ο οποίος στις τελευταίες σελίδες περνά το καλοκαίρι στο νησί του παππού – εντύπωση κάνει η λέξη «διακοπές» σε μια εποχή που δεν συνηθιζόταν.

Ο παππούς που βρίσκεται για λίγο καιρό στην Αθήνα, την οποία δεν αντέχει, ζητάει από τη μητέρα του μικρού να τον πάρει μαζί του: «“Κυρα νύφη”, είπε στη μητέρα μου ο παππούς, ο πατέρας του πατέρα μου, “είναι η σειρά μου. Θα πάρω κι εγώ το Δήμο, να μου κρατήση συντροφιά το φετεινό καλοκαίρι”. “Να έρθη, πεθερέ μου, να έρθη” είπε γελαστή η μητέρα μου, κι έτσι που να μην καταλάβει πως δεν το ήθελε. Πρωί πρωί την άλλη μέρα φύγαμε. Μπήκαμε σ’ ένα βαποράκι, στο ίδιο που είχε έρθει ο παππούς, και τραβήξαμε για το νησάκι του. Ο καιρός ήταν καλός, δροσερό αεράκι φυσούσε, ο ουρανός καταγάλανος και η θάλασσα τραγουδούσε γλυκό τραγούδι ταξιδιού».

Ο Δήμος εντυπωσιάζεται από το σπίτι του παππού με το μαρμαρένιο μπαλκόνι απ’ όπου βλέπεις τη θάλασσα πέρα ως πέρα. Περνά μαζί του τους θερινούς μήνες μαθαίνοντας για τα ταξίδια που είχε κάνει στα νιάτα του ως ναυτικός και για ένα ναυάγιο από το οποίο γλίτωσε παρά τρίχα.

Της θάλασσας τα κυματάκια κάνουν φλυ φλυ

Δεκατέσσερα χρόνια μετά, την περίοδο του Εμφυλίου, στο εξώφυλλο του αναγνωστικού της Ε΄ δημοτικού (Δημ. Κοντογιάννη, Γεωργίου Μέγα, Παύλου Νιρβάνα, Δημ. Γ. Ζήση κ.ά.) φιγουράρουν δύο αγόρια· το ένα κρατά την ελληνική σημαία και το άλλο μια σάλπιγγα. Τα κείμενα, σε δημοτική και καθαρεύουσα, έχουν θέμα την ελληνική ύπαιθρο, τη ζωή των βασιλέων, την καθημερινότητα στα βυζαντινά ανάκτορα, τη θυσία των Σουλιωτισσών, την Αγια-Σοφιά κ.λπ. Εκτός από ένα κείμενο με τίτλο «Τα καλά του ήλιου», που αναφέρεται στις «μεγάλες χάρες» που του χρωστάμε ως ανθρωπότητα, η μόνη αναφορά στο καλοκαίρι είναι το ποίημα «Ο θέρος» του Γ. Δροσίνη: «Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει/ Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τα βαριά τα στάχυα,/ νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστρες./ Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντιλα, σφιγμένα με τα δόντια,/ φυλαχτικά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν/ και δείχνουν τα ματόφρυδα, κοράκια μες στο χιόνι./ Πίσω απ’ το διάβα τους στρωτά χειρόβολα τα στάχυα/ χαράζουν στράτα απάτητη στον ήλιο και στ’ αγέρι».

Tο αναγνωστικό της Β΄ Δημοτικού «Κρινολούλουδα» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1934 με κείμενα της Αρσινόης Ταμπακοπούλου. Το 1939 αποτελούσε ένα από τα τροποποιημένα και εγκεκριμένα μεταξικά αναγνωστικά με την προσθήκη κειμένων που υμνούσαν την ΕΟΝ. Στα κείμενα που κρατήθηκαν και μετά τον πόλεμο (τα σχολικά βιβλία ως γνωστόν δεν αλλάζουν συχνά) ήταν κι εκείνο στο οποίο απλώνεται μια αμμουδιά όπου παίζει ο Πετράκης. «Είχε το κουβαδάκι του και το φτυαράκι του κι έχτιζε έναν πύργο από άμμο. Και τι όμορφος που ήταν ο πύργος του! Ο ήλιος δεν έκαιγε καθόλου και το δροσερό αεράκι έπαιζε με τα ξανθά μαλλάκια του Πετράκη». Ολα ειδυλλιακά δηλαδή. Και για του λόγου το αληθές: «Τα κυματάκια, καθώς έφταναν στην απαλή αμμουδιά, μουρμούριζαν ένα σιγανό φλυ φλυ και χάνονταν. Ο Πετράκης ήταν ευχαριστημένος. Μάζευε άμμο με το φτυαράκι του, γέμιζε το κουβαδάκι, τοφερνε γεμάτο λίγο παραπάνω και το άδειαζε. Αν τον ρωτούσε κανείς γιατί ήταν χαρούμενος, δε θάξερε κι αυτός τι να πη. Λίγο πιο πέρα, επάνω σ’ ένα βραχάκι καθόταν η θείτσα του Πετράκη και κεντούσε».

Ωστόσο ο νόμος του Μέρφι ισχύει για όλους. Και ο ξανθός Πετράκης δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ο σκύλος ενός κυρίου πηδάει πάνω στο κάστρο και του το διαλύει. Με αυτό τον άκομψο τρόπο ο ξανθός Πετράκης μαθαίνει ότι είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια και χάνει την καλή του διάθεση μονομιάς. Η θεία αφήνει το κέντημα και του προσφέρει ένα κουλούρι, συμβάλλοντας έτσι στην πεποίθηση μιας ολόκληρης γενιάς ότι το φαγητό διώχνει τον πόνο.

Η περιπέτεια δεν τελειώνει εδώ. Το αγόρι συνεχίζει το παιχνίδι του αλλά του πέφτει το φτυάρι στη θάλασσα. Μια φωνή ακούγεται από πίσω: «Ισα, Αράπη! Πιασ’ το Αράπη και φερ’ το! Ο Αράπης –έτσι ήταν το όνομα του σκύλου– δεν είχε ανάγκη να του το πουν δυο φορές. Εδωσε μια βουτιά στο νερό, άρπαξε το φτυαράκι με το στόμα του και το έβγαλε έξω». Αν σε εκείνη την παραλία μπορούσε να διακτινιστεί η σημερινή πολιτική ορθότητα, θα φορούσε το Τζάκι Ο’ γυαλί της και θα εγκατέλειπε με απαξίωση. Κι έτσι δεν θα μάθαινε ότι ο ξανθός Πετράκης και ο Αράπης στο τέλος γίνονται αχώριστοι.

Η πατρίδα, η σημαία και ο Εσταυρωμένος

Το αναγνωστικό της Δ΄ δημοτικού του 1952 (Δ. Ζήση – Κ. Ρωμαίου) ξεκινά με το all time classic ποίημα του Ι. Πολέμη «Τι είναι η πατρίδα μας», για να μαθαίνουν οι νέοι για τους κάμπους, τα άσπαρτα ψηλά βουνά και τον ήλιο της που χρυσολάμπει, ενώ περιλαμβάνει κείμενα για τη θρησκεία, τη ζωή στην αρχαία Ελλάδα, τη μετανάστευση, τα παιδιά του πολέμου. Σχεδόν μοναδική αναφορά στο θέρος είναι το ποίημα «Το καλοκαίρι» του Κ. Παλαμά. «Ο κόσμος λάμπει σαν ένα αστέρι,/ βουνά και κάμποι, δένδρα, νερά,/ γιορτάζουν πάλι, καθώς προβάλει/ το καλοκαίρι. Θεού χαρά!/ Φωνούλες γέλια φέρνει τ’ αγέρι/ μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια τα καρπερά./ Παιδιά αγγελούδια ψέλνουν τραγούδια/ στο καλοκαίρι. Θεού χαρά!».

Στο αναγνωστικό της Β΄ δημοτικού του 1963 (Βασιλ. Γ. Οικονομίδου) βρίσκουμε κείμενο με τίτλο «Τα παιδιά στην κατασκήνωση», όπου διαβάζουμε: «Η κατασκήνωσι ήτο σε μια πλαγιά του βουνού. Ητο γεμάτη δένδρα. Τα παιδιά επήγαν εκεί με φορτηγά αυτοκίνητα. Τι μέρος θαυμάσιο! Δεν εχόρταινες να το βλέπης. Σκηνές εδώ, σκηνές εκεί, παντού σκηνές. Αλλες μεγάλες, άλλες μικρές. Οσα παιδιά επήγαιναν για πρώτη φορά, έτριβαν τα μάτια τους. Αλλιώς εφαντάζονταν την κατασκήνωσι και αλλοιώς την εύρισκαν. Αντί ερημιά, έβλεπαν μια μικρή όμορφη παιδόπολι». Ομορφη παιδόπολη; Εντυπωσιακό είναι πώς μερικές λέξεις κατάφεραν τελικά να περάσουν ως κανονικότητα και να καταγραφούν ακόμη και σε σχολικά βιβλία.

Το επόμενο κείμενο του αναγνωστικού έχει θέμα ένα τριζόνι που με τον ήχο του τρομάζει τα παιδιά της πόλης –η εσωτερική μετανάστευση εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς– που βρέθηκαν στην κατασκήνωση για το καλοκαίρι. Η εμπειρία αυτή κλείνει με την παρέα να αποχαιρετά τη φύση. Στη συνέχεια προσκυνούν «την εικόνα του Εσταυρωμένου». Στο τέλος της εορτής ο αρχηγός κρατώντας τη σημαία λέει «με ωραία δυνατή φωνή» ένα πατριωτικό ποίημα: «Πατρίδα μου Ελλάδα,/ γλυκειά μου πατρίδα,/ σαν εσένα δεν είδα/ πατρίδα καμμιά./ Αιώνια η δόξα/ μαζί σου βαδίζει/ και δάφνης κλωνάρια/ σκορπίζει παντού./ Χριστέ μου, το Φως Σου/ ας μένη κοντά της,/ πιστός παραστάτης/ σε κάθε στιγμή./ Αιώνια ν’ απλώνης,/ Πατρίδα μου Ελλάδα,/ της Δόξας τη δάδα/ σε όλη τη γη!». Για την ιστορία, αυτό το ποίημα (συχνά μελοποιημένο) το μάθαιναν οι δάσκαλοι στους μαθητές του δημοτικού τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Το καλοκαίρι μπαίνει από το παράθυρο

Ανατρέχοντας στα αναγνωστικά του δημοτικού κατά τη διάρκεια της χούντας ξανασυναντά κανείς τις θεματικές των προηγούμενων χρόνων: θέματα θρησκείας, η κοινωνική ζωή, η αρχαία Ελλάδα. Αν δεν υπήρχε το πουλί της 21ης Απριλίου στο εσώφυλλο, δεν θα έκαναν τόση εντύπωση. Στο κείμενο «Το καλοκαίρι» στο αναγνωστικό της Γ΄ δημοτικού του 1969 (Β. Πετρούνια, Φ. Κολοβού, Σ. Σπεράντζα, Α. Μεταλλινού) διαβάζουμε ότι: «Οι ασθενικοί και οι κουρασμένοι άνθρωποι πρέπει να πηγαίνουν το καλοκαίρι στα ψηλά βουνά, για να ξεκουρασθούν και να αποκτήσουν νέες δυνάμεις. […] Κατά το καλοκαίρι είναι ευχάριστες οι εκδρομές στα παραθαλάσσια μέρη και στα ψηλά βουνά. Κοντά στη θάλασσα θα χαρή ο άνθρωπος και θα απολαύση τις ομορφιές της». Κάπως έτσι γέμισε η Γυάρος με αντιφρονούντες.

Το 1977 «το καλοκαίρι μπαίνει συνήθως από το ανοιχτό παράθυρο!» στο αναγνωστικό Γ΄ δημοτικού (Αγγελική Βαρελλά). «Πριν προλάβεις να το καταλάβεις, αρχίζει μια ζέστη, μα τι ζέστη! Σήμερα στο σχολείο είχαμε αφήσει ανοιχτό το παράθυρο. Στην αυλή ακουγόταν η φωνή της δασκάλας της έκτης, που έκανε γυμναστική στα παιδιά: “Μεσολαβή! Ενα – δύο! Επίκυψη! Ενα – δύο!”. Εκείνη τη στιγμή μπήκε από το παράθυρο το δικό μου καλοκαίρι. Νάτο! Καβάλα πάνω σ’ ένα στάχυ. Οπ! Οπ! Ψάχνει να με βρει και μου κάνει νοήματα με μια κατακόκκινη παπαρούνα. Με αρπάζει, με βάζει πάνω στο αχυρένιο του άλογο και πηδούμε μαζί στον αέρα».

Ακολουθούν περιγραφές για μαγιό, βατραχοπέδιλα, πύργους στην άμμο, καρπούζια, αχιβάδες, πεταλίδες και τη θάλασσα που «νανουρίζει τα χαλίκια». Κανονικός παραθερισμός δηλαδή, αυτόν που απολάμβαναν οι άνθρωποι μέχρι τη στιγμή που η βιομηχανία του τουρισμού τούς έπεισε ότι όλο αυτό είναι τρε μπανάλ και ότι θα έπρεπε να εξελιχθούν σε ταξιδιώτες. Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, τα διακοποδάνεια, η κρίση και ο κορονοϊός.

Ετικέτες