Ο Νίκος Ξανθόπουλος αγαπούσε τα βιβλία. Παρ’ ό,τι ο ίδιος δεν το φώναζε ήταν γνωστό. Όπως γνωστό ήταν ότι είχε μία σπουδαία και ενημερωμένη βιβλιοθήκη. Από την Κυριακή που μαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του πλημμύρισαν τα social media με σχόλια που αναφέρονται στη βιβλιοφιλία του. Κάποια από αυτά γραμμένα από ανθρώπους που θα απαξίωναν την καλλιτεχνική του πορεία, διότι ποιος νοιάζεται για την «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» του Απόστολου Τεγόπουλου όταν εκείνη την εποχή υπήρχαν ο Φελίνι, ο Αντονιόνι και ο Γκοντάρ;
Πιο εύκολο βέβαια είναι να απορρίπτεις ένα έργο τέχνης και κάπως πιο απαιτητική διαδικασία να προσπαθείς να το εντάξεις στο ιστορικό του πλαίσιο. Εν ολίγοις κάποια ανάγκη ωθεί στη δημιουργία ενός έργου, ακόμη κι αν δεν είναι δική μας – ο κόσμος άλλωστε δεν μας ζητάει την άδεια για να περιστρέφεται.
Από την άλλη, έχει ενδιαφέρον πώς ακόμη και εκείνοι που απαξιώνουν τις ταινίες της Κλακ Φιλμς, ένιωσαν την ανάγκη να συνδεθούν με το λαϊκό είδωλο, ακόμη κι αν το έκαναν μέσω της βιβλιοφιλίας του. Αυτή ακριβώς η ανάγκη είναι που αποδεικνύει ότι όντως υπήρξε λαϊκό είδωλο. Διότι πολύς κόσμος είναι βιβλιόφιλος, αρκετοί διαθέτουν βιβλιοθήκες χιλιάδων ή σπάνιων βιβλίων, αλλά η ανάγκη να γράψει κάποιος κάτι για εκείνους μετά θάνατον δεν είναι μαζική.
Να ξεκαθαρίσουμε όμως ένα πράγμα. Το πάθος για το διάβασμα δεν κάνει τον αναγνώστη ούτε καλύτερο ούτε πιο ενδιαφέροντα άνθρωπο, παρότι μπορεί να βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό. Πολύ συχνά μοιάζει με εθισμό, που σχεδόν κανείς φανατικός του είδους δεν ξέρει πώς του έχει προκύψει και από τον οποίο δεν θέλει να απαλλαγεί. Δεν είναι λοιπόν παράσημο η φιλομάθεια και η φιλαναγνωσία, παράσημο θα μπορούσε ίσως να είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όσα έμαθε. Ούτε διακρίνει τους έξυπνους από τους κουτούς, τους διανοούμενους από τους λαϊκούς, τους πλούσιους από τους φτωχούς. Η φιλαναγνωσία απλώς είναι. Και με έναν περίεργο τρόπο δημιουργεί συγγένειες και συχνά άρρηκτους δεσμούς.