Ο Χανς Χολμπάιν ο νεότερος, ένας από τους σημαντικότερους προσωπογράφους του 16ου αιώνα, γεννήθηκε στην Αυγούστα της νότιας Γερμανίας τον χειμώνα του 1497-98 και μυήθηκε στον κόσμο της ζωγραφικής από τον πατέρα του, Χανς Χολμπάιν. Η καλλιτεχνική ζωή του μοιράστηκε κυρίως μεταξύ της Βασιλείας και του Λονδίνου όπου έζησε δύο περιόδους (1526-1528 και 1532-1543) και πέθανε σε ηλικία 46 ετών σε επιδημία πανώλης.
Η προσωπογραφία του Ερασμου το 1523 τον έκανε ευρέως γνωστό και βρέθηκε στην Αγγλία μεταξύ σπουδαίων ανθρώπων της εποχής όπως ο αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι και ο σερ Τόμας Μορ. Στην αυλή του Ερρίκου Η΄ δημιούργησε τα πορτρέτα Αγγλων αριστοκρατών αλλά και ευκατάστατων εμπόρων. Το 1533 φιλοτέχνησε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τους «Πρεσβευτές», στο οποίο απεικονίζονται σε φυσικό μέγεθος ο Γάλλος πρεσβευτής του Φραγκίσκου Α΄ της Γαλλίας Ζαν ντε Ντιντεβίγ και ο επίσκοπος του Λαβόρ, Ζορζ ντε Σελβ – διπλωμάτες που βρέθηκαν στην αυλή του Ερρίκου Η΄ για να τον πείσουν να μη λύσει τον γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγωνίας.
Μέχρι το 1900 κανένας δεν γνώριζε ποιοι απεικονίζονται στην ελαιογραφία. Την ταυτότητα των δύο αντρών αποκάλυψε εκείνη τη χρονιά η ιστορικός τέχνης Μέρι Χέρβι στο βιβλίο της «Holbein’s ambassadors: The picture and the men». Oπως σημειώνει ο Τζον Μπέργκερ στο βιβλίο «Η εικόνα και το βλέμμα», ο πίνακας τοποθετείται στις αρχές της παράδοσης της ελαιογραφίας, της οποίας η ψευδαισθητική δυνατότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη της γλυπτικής «εξαιτίας του ότι μπορεί να υποδηλώσει αντικείμενα που διαθέτουν χρώμα, υφή και θερμοκρασία, που γεμίζουν ένα χώρο και συνεκδοχικά όλο τον κόσμο».
Ο Ζαν ντε Ντιντεβίγ είναι ντυμένος με πολυτελή υφάσματα και γούνα, ενώ το εκκλησιαστικό ένδυμα του επισκόπου είναι σκουρόχρωμο και λιτό και το κρατάει κλειστό, δηλώνοντας έτσι την εσωστρέφειά του. Η στάση του είναι λιγότερο δυναμική από εκείνη του Ντιντεβίγ και καταλαμβάνει λιγότερο χώρο στον πίνακα. Το δάπεδο στο οποίο πατούν οι δύο άντρες είναι ακριβής αναπαράσταση του μωσαϊκού του αβαείου του Ουεστμίνστερ στο Λονδίνο, ενώ ακουμπούν σε ένα έπιπλο όπου υπάρχουν αντιπροσωπευτικά αντικείμενα της περιόδου. Οι υδρόγειες σφαίρες, το ηλιακό ρολόι και τα άλλα όργανα μέτρησης δηλώνουν το πέρασμα στην εποχή της επιστήμης, καθώς και την απαρχή των υπερπόντιων ανακαλύψεων, ενώ το λαούτο πέρα από την κοσμικότητα δηλώ νει τη σύνδεση της μουσικής με τα μαθηματικά. Στο ίδιο περιβάλλον βρίσκoνται το βιβλίο του μαθηματικού, αστρονόμου και χαρτογράφου Πέτρου Απιανού και οι ύμνοι του Μαρτίνου Λούθηρου – βρισκόμαστε μόλις 16 χρόνια από τη μέρα που θυροκόλλησε στην εξώπορτα του μητροπολιτικού ναού της Βιτεμβέργης τις 95 θέσεις του εναντίον του παπισμού.
Το πιο γοητευτικό ίσως μέρος του πίνακα είναι η άποψη του ζωγράφου η οποία δηλώνεται με την κεκλιμένη οβάλ μορφή στο κέντρο, ένα ανθρώπινο κρανίο ζωγραφισμένο με οπτική παραμόρφωση (ονομάζεται «αναμόρφωση» και χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι). Ο Χανς Χολμπάιν ο νεότερος παίζοντας με τη μεσαιωνική ιδέα του memento mori υπενθυμίζει το φθαρτό της ανθρώπινης φύσης, που ακόμη κι αν ενδυθεί τα ακριβότερα υφάσματα, ακόμη κι αν αποκτήσει όλη τη γνώση του κόσμου, θα παραμείνει αιωνίως θνητή.