Ο βραβευμένος με Booker Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Ντέιμον Γκάλγκουτ στο Docville | «Από παιδιά μαθαίνουμε ότι οι μαύροι δεν νιώθουν όπως οι λευκοί»

Ο βραβευμένος με Booker Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Ντέιμον Γκάλγκουτ στο Docville | «Από παιδιά μαθαίνουμε  ότι οι μαύροι δεν νιώθουν όπως οι λευκοί»
(© Σωτήρης Δημητρόπουλος/Eurokinissi)

Ο συγγραφέας που το 2021 βραβεύτηκε με το Booker μιλάει για την «Υπόσχεσή» του και τη Νότια Αφρική στη διάρκεια και μετά το απαρτχάιντ.

Συναντιόµαστε µε τον Ντέιµον Γκάλγκουτ στο καφέ του ξενοδοχείου Athens Plaza µε αφορµή την επίσκεψή του στην Ελλάδα για την παρουσίαση του βιβλίου του «Η υπόσχεση», µε το οποίο κέρδισε πέρυσι το βραβείο Booker. «Ξέρετε πόσο περίεργο µου φαίνεται να σας βλέπω µε φόντο τη Βουκουρεστίου;» του λέω και συζητάµε πόσο άλλαξε τη ζωή του η βράβευσή του. Εσωστρεφής και χαµηλών τόνων, εξηγεί πόσο δύσκολη του είναι η πολλή συνάφεια µε τον κόσµο: «Κάποιοι γινόµαστε συγγραφείς και για ιδιοσυγκρασιακούς λόγους· έχουµε ανάγκη να µένουµε µόνοι για µεγάλα χρονικά διαστήµατα και δεν διαθέτουµε την κοινωνική δεξιότητα να συνοµιλούµε µε πολύ κόσµο, ωστόσο η εποχή µάς θέλει πιο κοινωνικούς. Θα έλεγα πάντως ότι το βιώνω πολύ έντονα. Σκεφτείτε ότι έχω να δω τρεις µήνες το σπίτι µου».

Το βιβλίο του είναι η σάγκα µιας οικογένειας στην Πρετόρια· από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 και για τρεις δεκαετίες τα µέλη της συγκεντρώνονται µε αφορµή οικογενειακές κηδείες. Σε αυτή την ακραία συναισθηµατική συνθήκη αναδεικνύονται οι διαφορές τους όπως και ένα θέµα που παραµένει άλυτο: η υπόσχεση που αθέτησαν στη µαύρη υπηρέτρια, τη Σαλοµέ, η οποία έχει περάσει όλη της τη ζωή δουλεύοντας γι’ αυτούς. Η οικογένεια υποσχέθηκε να της δώσει το σπίτι και τη γη όπου ζει, όµως τα χρόνια περνούν και η υπόσχεση δεν εκπληρώνεται.

Μέσα από τη ζωή της οικογένειας καταγράφεται η διαδροµή µιας ολόκληρης χώρας η οποία βίωσε το απαρτχάιντ και ακόµη µέχρι σήµερα παλεύει για να κερδίσει τις ισορροπίες της. Η «Υπόσχεση» ανοίγει µια µεγάλη συζήτηση για τις φυλετικές και κοινωνικές ανισότητες, την ιδιοκτησία και το πέρασµα του χρόνου. Αλήθεια, ποιος κατέχει τη γη όταν στο τέλος όλοι καταλήγουµε εντός της και τι σηµαίνει ιδιοκτησία όταν η ύπαρξη είναι τόσο φθαρτή;

Θα ήθελα να σας πω ότι µου έκανε εντύπωση πόσο αισθητή είναι η απουσία της Σαλοµέ από το βιβλίο – η φωνή της ακούγεται ελάχιστα.

Αυτό που λέτε µου το έχουν επισηµάνει αρκετοί αναγνώστες. Ωστόσο κανένας από αυτούς δεν προέρχεται από τη Νότια Αφρική. Στη χώρα µου είναι σχεδόν αυτονόητο ότι άνθρωποι όπως η Σαλοµέ στερούνται τη φωνή τους. Προέρχεται από αγροτική περιοχή, είναι χαµηλού µορφωτικού επιπέδου και ζει δουλεύοντας στο σπίτι µιας οικογένειας λευκών. Στη Νότια Αφρική υπάρχουν εκατοµµύρια γυναίκες όπως εκείνη, σχεδόν κάθε σπίτι λευκών απασχολεί τουλάχιστον µία. Οι περισσότεροι λευκοί Νοτιοαφρικανοί δεν γνωρίζουν καν πώς ζουν οι µαύροι που δουλεύουν γι’ αυτούς. Η σκέψη του µέσου λευκού δεν ξεπερνά το όριο που χωρίζει τους µεν από τους δε. Θέλησα λοιπόν αυτός ο κενός χώρος στον χάρτη να αποτελεί το κέντρο του βιβλίου µου και να γίνει έναυσµα για περαιτέρω σκέψεις. Είναι εύκολο κάποιος να ενδιαφερθεί για τη Σαλοµέ ως χαρακτήρα βιβλίου. Το δύσκολο είναι να νοιαστεί για εκείνη στην πραγµατική ζωή.

Στην πραγµατική ζωή εσείς ενδιαφέρεστε να µάθετε πώς ζουν άνθρωποι όπως η Σαλοµέ;

Και στο δικό µας σπίτι δούλευαν µαύροι για πολλά χρόνια. Μάλλον ήµουν ο µόνος από την οικογένειά µου που ενδιαφερόταν να µάθει για τη ζωή τους. Κατά βάση βέβαια τους έκανα βασικές ερωτήσεις τις οποίες οι περισσότεροι λευκοί Νοτιοαφρικανοί δεν ρωτούν. ∆εν προσπαθώ να δείξω ότι είµαι κάποιου τύπου ήρωας – απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον ήταν. ∆εν καταλάβαινα για ποιο λόγο όλα αυτά που ρωτούσα τους λευκούς δεν θα έπρεπε να τα ρωτάω σε όσους ήταν όλη µέρα στο σπίτι µας, έπλεναν τα ρούχα µας και έστρωναν το κρεβάτι µας. Πώς γίνεται να µη σε ενδιαφέρει ένα τέτοιο άτοµο; Πιστεύω ότι συνέβαινε κάτι άλλο. Οτι κατά κάποιον τρόπο η έλλειψη ενδιαφέροντος είναι απαραίτητη για να διατηρηθεί η ευρυθµία ενός συστήµατος. Αν έχεις δεθεί συναισθηµατικά µε τον άλλο, θα πρέπει να σκεφτείς ποιος είναι ο ρόλος του στο σύστηµα στο οποίο ζεις κι εσύ. Είναι λοιπόν πιο εύκολο να µην τον βλέπεις σαν άνθρωπο. Από νωρίς στη ζωή µαθαίνεις να µη βλέπεις τους µαύρους µε τον ίδιο τρόπο που θα έβλεπες ένα λευκό. Από παιδιά µαθαίνουµε ότι οι µαύροι δεν νιώθουν όπως οι λευκοί, δεν υποφέρουν όπως εµείς.

Τι ρόλο έχει παίξει ο καλβινισµός σε αυτό τον διαχωρισµό;

Αυτό που για πολλά χρόνια ακούγαµε από τους πολιτικούς, τους δασκάλους στα σχολεία και στην τηλεόραση είναι ότι βρισκόµαστε σε ιερό πόλεµο. Βασικά παλεύαµε να διατηρήσουµε τη λευκή διακυβέρνηση διότι, σύµφωνα µε το αφήγηµα, αν κυβερνούσαν οι µαύροι, θα έφερναν και τον κοµµουνισµό, δηλαδή την αθεΐα. Οπότε αν θέλαµε να σώσουµε τον χριστιανισµό, µία ήταν η επιλογή. Ο κόσµος πίστευε ότι εάν οι µαύροι καταλάµβαναν την εξουσία στη Νότια Αφρική, θα ακολουθούσε η επέλαση του κοµµουνισµού στην Αµερική. Νιώθαµε ότι ήµασταν στο κέντρο µιας ψυχροπολεµικής πραγµατικότητας. Από τη µια ο κοµµουνισµός και από την άλλη η ∆ύση. Νιώθαµε το ανάχωµα της ∆ύσης. Σήµερα ακούγεται γελοίο· και είναι. Εκείνη την εποχή όµως ο κόσµος το πίστευε. Ο καλβινισµός λοιπόν δεν λειτούργησε σαν στοργική εκδοχή του χριστιανισµού, αλλά υπήρξε ένα σύστηµα πρωτόγονο, ιδιαιτέρως επικριτικό και περιορισµένο σε θέµατα ηθικής. Από πολλές απόψεις όταν άλλαξαν τα πράγµατα δεν είχαµε µόνο πολιτική αλλά και πνευµατική αλλαγή. Εν µια νυκτί επιτρέπονταν πράγµατα που µέχρι τότε ήταν αόρατα: ο ελεύθερος έρωτας, οι οµοερωτικές σχέσεις. ∆εν ήταν µόνο νοµικής φύσης η αλλαγή – κυρίως ήταν ψυχική.

(© Σωτήρης Δημητρόπουλος/Eurokinissi)

Ηταν η πολιτική αλλαγή –η διακυβέρνηση του Νέλσον Μαντέλα– που οδήγησε και στην αλλαγή της νοοτροπίας;

Τα πρώτα χρόνια της ζωής µου δεν θυµάµαι ποτέ να υπήρξε πολιτική αλλαγή. Ηταν σαν να ζούσαµε σε µια φούσκα, όπου τα πάντα ήταν κάπως ανεσταλµένα και ήµασταν αποµονωµένοι από τον υπόλοιπο κόσµο εξαιτίας των µποϊκοτάζ κατά της Νότιας Αφρικής. Αυτό σηµαίνει ότι δεν είχαµε επισκέπτες, δεν υπήρχε ανταλλαγή ιδεών, άρα τα πάντα ήταν πολύ µικρής κλίµακας και στάσιµα. Οταν ήρθε η αλλαγή υπήρχε ένα είδος αθωότητας, αφέλειας θα έλεγα πιο σωστά. ∆εν είχαµε ιδέα τι σήµαινε πολιτική σε ευρύτερη κλίµακα. Πόσο βάναυσα δηλαδή ήταν τα παιχνίδια εξουσίας. Ετσι ήταν εύκολο να πιστέψουµε µε έναν ιδεαλιστικό τρόπο ότι επιτέλους αποκτήσαµε δηµοκρατία, πως θα αλλάζαµε το µέλλον, ότι γίναµε µια εντελώς διαφορετική χώρα. Η περίοδος Μαντέλα ήταν το απόγειο του ιδεαλισµού. Επικρατούσε η πεποίθηση ότι τα πάντα θα ήταν διαφορετικά. Πήρε πολύ καιρό ώστε να διαµορφωθεί η πραγµατικότητα, να γίνει δηλαδή εµφανές ότι η πολιτική σκηνή της Νότιας Αφρικής –όπως ακριβώς και σε όλο τον κόσµο– είναι διεφθαρµένη και αυτοεξυπηρετούµενη. Οτι οι ήρωες δεν είναι πραγµατικοί ήρωες αλλά απατεώνες κι αυτό µας επαναφέρει σε βαθύ χάος για το οποίο κανείς δεν έχει πραγµατικά λύση.

Ποια ήταν η στιγµή που καταλάβατε ότι ίσως τα πράγµατα να είναι διαφορετικά από αυτά που είχατε µάθει να πιστεύετε;

Οταν ήµουν παιδί στην Πρετόρια ήταν συνηθισµένο φαινόµενο να βλέπεις µαύρους να τρέχουν να κρυφτούν από την αστυνοµία επειδή δεν είχαν το ειδικό βιβλιάριο πρόσβασης σε κάποιες περιοχές. Οσοι δεν είχαν βιβλιάριο κινδύνευαν να συλληφθούν και να φυλακιστούν. Την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα σε τι σύστηµα ζούσα ένιωσα χάλια. Είχαµε οικογενειακό τραπέζι στην πίσω αυλή του σπιτιού µας και από το πουθενά εµφανίστηκε ένας µαύρος ο οποίος έτρεχε για να ξεφύγει από τους αστυνοµικούς. Τελικά τον έπιασαν και τον έσυραν για να τον συλλάβουν. Μέχρι εκείνη τη στιγµή δεν είχα σκεφτεί περί κοινωνικής ανισότητας.

Μετά τη συνειδητοποίηση όµως τι ακολουθεί;

Η πολιτική συνειδητοποίησή µου ήρθε όταν πήγα στο πανεπιστήµιο. Τότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή µε τον µαρξισµό. Πήρα µέρος σε πολιτικές συγκεντρώσεις και συναντήσεις· πολλοί φίλοι µου συνελήφθησαν λόγω της πολιτικής τους δράσης. Εκεί αντιλήφθηκα ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης ενάντια στο σύστηµα και ήθελα να είµαι µέρος ενός µαζικού κινήµατος. Η κατάσταση έγινε πιο σύνθετη όταν όλο αυτό τελείωσε και είχαµε κυβέρνηση µαύρων η οποία δεν ήταν κοµµουνιστική – σε αυτή την περίπτωση η συνεισφορά σου ή η αίσθηση του συνανήκειν δεν είναι δεµένα µε την αντίσταση. Φτάνει η στιγµή που αναρωτιέσαι ποια θα είναι από δω και πέρα η συνεισφορά σου. Τότε έχασαν πολλοί τα πατήµατά τους. Αυτή την κατάσταση αποτύπωσα µέσα από τον χαρακτήρα της Αµόρ (σ.σ.: η µικρή κόρη της οικογένειας στο βιβλίο), η οποία δεν θέλει να έχει τα προνόµια των λευκών, από την άλλη όµως δεν ξέρει πώς να τα παραχωρήσει στους µαύρους. Αυτές οι σκέψεις στριφογυρνούν συνεχώς στο µυαλό µου. Τι κάνεις αν δεν θέλεις να είσαι σε αυτήν τη θέση, ειδικά όταν γνωρίζεις ότι σου έχει δοθεί επειδή είσαι λευκός; ∆εν έχω να προτείνω κάποια λύση. Πιστεύω ότι αυτή θα έπρεπε να έρθει από το κράτος. Χρειαζόµαστε µια κυβέρνηση µε όραµα. Οµως δεν υπάρχει όραµα, συνεχίζουµε στο ίδιο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό µοντέλο.

(© Σωτήρης Δημητρόπουλος/Eurokinissi)

Είναι πάντως πιο εύκολο να παλεύει κάποιος ενάντια στην κοινωνική ανισότητα από το να παραχωρήσει πραγµατικά µέρος των προνοµίων του σε όσους διεκδικούν µερίδιο εξουσίας και πιθανότατα έχουν τη δική τους ατζέντα.

Οι µαύροι πολιτικοί στη Νότια Αφρική πιστεύουν ότι η λύση δεν βρίσκεται στη συµπόρευσή τους µε τους λευκούς. Εδώ και καιρό υπάρχει ένα δραστήριο ρεύµα της µαύρης πολιτικής που θέλει να αποκλείσει εντελώς τους λευκούς.

INF0

Το βιβλίο «Η υπόσχεση» του Ντέιμον Γκάλγκουτ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ

Documento Newsletter