Ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και ιδρυτής της Ομάδας Νεανικού Θεάτρου Συντεχνία του Γέλιου Βασίλης Κουκαλάνι σταχυολογεί «δυο στιγμές [στο Θέατρο Εμπρός] που διαρκούν για πάντα».
Όλα τα ταξίδια γίνονται για να φτάσει κανείς στο εδώ και τώρα. Ενεργοποιηµένος. Φιλόξενος προς αυτό που έρχεται να τον συναντήσει. ∆ιαθέσιµος στο συλλογικό, ανοιχτός στη διάδραση… Αυτά είναι µαθήµατα του θεάτρου. Θέλω να µοιραστώ δυο στιγµές, δυο ανέκδοτες ιστορίες, σαν εικονογραφήσεις.
Είναι άνοιξη του 2014, ένα βράδυ µε µια περίεργη κουφόβραση, η αίθουσα του Εµπρός κατάµεστη για το πρώτο Αντιφασιστικό Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών. Επί σχεδόν δύο ώρες στη σκηνή µια οµάδα δυνατή, µε καλούς συντελεστές, παρουσιάζει µια θεατρικοποιηµένη εκδοχή του «∆όγµατος του σοκ» της Ναόµι Κλάιν. Η περφόρµανς είναι έντιµη, ερευνητική, βρίσκει σε µεγάλο βαθµό τον στόχο, έστω κι αν υπάρχουν µικρές κοιλιές όπου χάνει λίγο την ορµή της. Πάντως τη συµµαχία µε το κοινό δείχνει να την κερδίζει.
Το δίωρο έργο έχει σχεδόν ολοκληρωθεί όταν ένας άντρας από το κοινό σηκώνεται και ανεβαίνει στη σκηνή. Ψηλός, εξηντάρης, µε κοτσίδα και γυαλάκια, ένας απ’ το κοινό, νοµίζω εικαστικός καλλιτέχνης ήταν. Από τις κινήσεις του είναι φανερό ότι είναι τύφλα στο µεθύσι. Ανεβαίνει λοιπόν και αρχίζει να αγορεύει αλλοπρόσαλλα, χωρίς ειρµό, χωρίς κανένας να καταλαβαίνει τι λέει. Παρ’ όλα αυτά, η παράσταση, ακριβώς επειδή δεν ήταν συµβατική θεατρική πράξη, δεν διακόπηκε ακριβώς· πιο πολύ ανακόπηκε, θα έλεγα.
Ως ένας από τους υπεύθυνους του φεστιβάλ βρισκόµουν µπροστά στη σκηνή και αριστερά και κοιταζόµασταν µε τους άλλους δυο «υπεύθυνους», τον Ρέλλα και τον Κώστα Παπ. στην απέναντι πλευρά, ρωτώντας µε νοήµατα «Και τώρα; Τι κάνουµε;». Ξέραµε ότι το ν’ ανέβουµε στη σκηνή, να τον αρπάξουµε και να τον φέρουµε κάτω απλώς δεν ήταν ανάµεσα στις επιλογές µας.
Κι ενώ τα πράγµατα είναι ηλεκτρισµένα και όλοι περιµένουν να δουν τι θα γίνει, η περφόρµερ που εκείνη τη στιγµή είχε τον λόγο, η φοβερή Ρηνιώ Κυριαζή, κάνει το εξής: πλέκει τα χέρια µπροστά στο στήθος, σκύβει το κεφάλι και µένει έτσι ακίνητη. Βλέποντάς την δεν µπορούσες να µην αναρωτηθείς αν αυτή τώρα ήταν µια κίνηση που δήλωνε συντριβή ή ταπείνωση ή ακόµη κι αν προσευχόταν. Εκείνο που εγώ κατάλαβα ήταν κάτι άλλο. Εγώ την είδα σαν κίνηση αναδίπλωσης µέσα στον εαυτό της, σαν να µάζευε όλη την ενέργεια µέσα της µέχρι αυτό που συνέβαινε δίπλα της και δεν την αφορούσε να διαγράψει την πορεία του και να τελειώσει.
Που έτσι κι έγινε. Ο µονόλογος ξεφούσκωσε µέσα σε δυο λεπτά κι ο άντρας έµεινε να κοιτάει το κοινό από κάτω µ’ ένα λίγο απορηµένο βλέµµα. Εκείνοι τότε τον χειροκρότησαν σαν να ’λεγαν «εντάξει, καλή προσπάθεια, πάµε τώρα παρακάτω». Αυτός αποχώρησε ήρεµα, η ατµόσφαιρα αποφορτίστηκε και η υπόλοιπη παράσταση συνεχίστηκε σαν αεράκι. Η στιγµή πάντως που η Ρηνιώ µπήκε σε ακινησία, δίνοντας στο απρόοπτο γεγονός τον χώρο που χρειαζόταν για (να εκφραστεί και) να εκτονωθεί και µετά η σύµπνοια του κοινού που ακολούθησε το παράδειγµά της έχουν µείνει µέσα µου ως µια σπάνια στιγµή οµοφροσύνης ανάµεσα στη σκηνή και την πλατεία. Κι ήταν µ’ έναν τρόπο πολύ µπρεχτικό. Η πραγµατικότητα παρεισφρέει µες στη θεατρική πράξη, αντιµετωπίζεται από κοινού και µετά ξαναγυρνάµε όλοι µαζί πίσω σ’ εκείνο που είχαµε ξεκινήσει… Αµήν!
Τρεις µήνες αργότερα, όταν µε το Εµπρός κάναµε το δεύτερο αντιφασιστικό φεστιβάλ ήταν στα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Κι εδώ είχαµε µια αυτοδιαχειριζόµενη κατάληψη –όπως συνεχίζει να είναι και σήµερα– που είχε συλλογική κουζίνα, έφτιαχναν ψωµί, κοινωνικό ιατρείο κ.λπ., µε µεγάλο προσφυγικό και µεταναστευτικό πληθυσµό. Ηταν το καλοκαίρι του Μουντιάλ στη Βραζιλία όπου γίνονταν πολλά παρατράγουδα: ξήλωναν τις φαβέλες και ξεσπίτωναν τον κοσµάκη από τις φτωχογειτονιές για να φτιάξουν πάρκινγκ και mall και ξενοδοχεία κι όλα τα σχετικά. Οπότε οργανώσαµε κι εµείς το δικό µας αντι-Μουντιάλ, το Μουντιαλίτο, µε οµάδες από προσφυγόπουλα από διαφορετικές γειτονιές, από δοµές ασυνόδευτων, µια οµάδα µε µαθητές από του Γκύζη: συνολικά επτά ή οχτώ οµάδες µε παίκτες από οκτώ µέχρι δεκατεσσάρων χρόνων. Οι αγώνες θα διεξάγονταν στο µικρό γήπεδο 5×5 στου Γκύζη ακριβώς πάνω από τα Προσφυγικά.
Η δική µας οµάδα, τα παιδιά των Προσφυγικών, µε κόκκινη φανέλα, που ήταν αρχάριοι, ούτε προπόνηση είχαν κάνει ούτε τίποτε κι έχασαν πα-νη-γυ-ρι-κά απ’ όλους. Ούτε ένα παιχνίδι δεν πήραν, έτσι για δείγµα. Υπήρξαν βέβαια κλάµατα, παράπονα, στεναχώρια µεγάλη… Και είµαστε τώρα στο απόγευµα των δύο τελικών, του µεγάλου και του µικρού, σε κανέναν από τους οποίους δεν συµµετέχει η δική µας οµάδα. Εχουµε υποσχεθεί στα παιδιά πίτσες και µέχρι να έρθουν τους έχουµε βάλει να κάθονται στη σκιά, τριάντα πέντε µε σαράντα προέφηβοι που πίνουν παγωµένες πορτοκαλάδες και περιµένουν να πέσει ο ήλιος για ν’ αρχίσουν οι τελικοί.
Και τώρα στην εξέδρα Β΄ της οδού Κορώνειας, όπου είχαν καθίσει όλοι στον ίσκιο, έχει σειρά να ανέβει ο γλυκύτατος Τζιχάν Τούρκογλου, γνωστός στους φίλους του και ως Τσίκο, δεξιοτέχνης στο σάζι και το τσέλο επίσης. Συστήνεται στο κοινό του από ιδρωµένα πιτσιρίκια: «Με λένε Τζιχάν, είµαι Τούρκος, είµαι Αλεβίτης και αυτό είναι το σάζι µου» και ξεκινά µε ένα επτάλεπτο κοµµάτι στο σάζι, απίστευτα σύνθετο και κοµψό, ένα πραγµατικό ρεσιτάλ. Τα σκονισµένα, πεινασµένα παιδιά µένουν αγάλµατα, ρουφώντας τη µουσική απ’ όλους τους πόρους. Το έβλεπες στις εκφράσεις τους ότι δίνονταν σ’ αυτό που είχε έρθει να τα συναντήσει χωρίς κράτηµα, παρότι δεν είχαν ιδέα τι ήταν. Ή ενδεχοµένως επειδή δεν είχαν ιδέα, επειδή τα είχε πιάσει αδιάβαστα. Ο Τσίκο είχε πέσει πάνω σ’ ένα αδιαµόρφωτο, ανυποψίαστο, µη αγκυλωµένο κοινό που µπορούσε να καρπωθεί την τέχνη του ανεµπόδιστα. Εµείς οι µεγάλοι κλαίγαµε που γινόµασταν µάρτυρες αυτής της συνάντησης. Τα παιδιά ήταν απλώς συµµέτοχα στη στιγµή.
∆εν ξέρω τι έχουν γίνει αυτά τα παιδιά, αν βρίσκονται τώρα στη Γερµανία ή κάπου αλλού, αν θα ξανακούσουν ποτέ αυτήν τη µουσική. Αλλά είµαι βαθιά πεπεισµένος πως και γι’ αυτά, όπως και για µένα, ήταν µια από εκείνες τις στιγµές που διαρκούν για πάντα.
Το Εµπρός θα µείνει ένας ελεύθερος, αυτοδιαχειριζόµενος χώρος πολυπολιτισµικής έκφρασης.