Ο σκηνοθέτης της ταινίας «18» που κυκλοφορεί στις αίθουσες σε διανομή Feelgood μιλάει για το σινεμά, τον ρατσισμό και το bullying στα σχολεία.
Την πρώτη φορά που είδε σινεµά ο Βασίλης ∆ούβλης ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν µια µέρα στο χωριό του έφτασε ο κινηµατογράφος της ΜΟΜΑ. Αρκετά χρόνια µετά χρησιµοποιεί το µέσο της «κινούµενης εικόνας» για να αναδείξει µερικές αλήθειες σχετικά µε τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Αλλωστε το σενάριο του «18» είναι εµπνευσµένο από πραγµατικά γεγονότα.
Η ταινία σου πραγµατεύεται την αναζωπύρωση του φασισµού αλλά και τον εκφοβισµό στα ελληνικά σχολεία. Εχεις καταλήξει σε συµπεράσµατα ως προς τα αίτια που έχουν γεννήσει τα συγκεκριµένα φαινόµενα;
∆εν θεωρώ ότι η σύγχρονη οικονοµική κρίση είναι η µοναδική αιτία για τη δηµιουργία αυτών των φαινοµένων. Το ζήτηµα είναι πιο σύνθετο και περίπλοκο. Σίγουρα η κρίση σε συνδυασµό µε την πανδηµία λειτούργησαν καταλυτικά για να έρθουν στην επιφάνεια υπόγεια σκοτεινά ρεύµατα που διέτρεχαν την ελληνική κοινωνία από παλιά. Μέσα από την έρευνα που έκανα όταν έγραφα το σενάριο κατέληξα στο συµπέρασµα της κοινοτοπίας του κακού κι αυτό µε τρόµαξε. Πολλά παιδιά που καταφεύγουν στον εκφοβισµό ή τον ρατσισµό δεν είναι τέρατα, αλλά τα παιδιά της διπλανής πόρτας, τα οποία µεγαλώνουν συχνά χωρίς τους γονείς δίπλα τους, είναι κοινωνικά αποκλεισµένα και έχουν έντονο θυµό µέσα τους καθώς δεν βλέπουν µέλλον στη ζωή τους. Είναι παιδιά που µεγαλώνουν σε µια κοινωνία χωρίς αξίες· αναζητώντας απεγνωσµένα µια ταυτότητα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στα χειρότερα µέρη.
Το «18» προτού βγει στις αίθουσες ταξίδεψε µε αρκετή επιτυχία σε αρκετά φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θυµάσαι κάποιο έντονο περιστατικό ή απρόοπτο συµβάν σε ένα από τα φεστιβάλ αυτά;
Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η πρώτη προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασµένο Νοέµβριο – για µένα ήταν απόλυτα καθοριστική. Θυµάµαι λοιπόν την ταινία να είναι sold out από το πρωί και η υποδοχή του κοινού να είναι πολύ θερµή. Ο περισσότερος κόσµος δεν έφυγε µετά το τέλος της προβολής αλλά έµεινε στο Ολύµπιον και συµµετείχε στη συζήτηση που ακολούθησε. Αυτό συνέβη και σε πολλά άλλα φεστιβάλ. Στο ελληνικό φεστιβάλ του Βερολίνου για παράδειγµα ήταν υπέροχη η εικόνα της κατάµεστης κυρίως από νέους ανθρώπους αίθουσας οι οποίοι επίσης δεν έφυγαν µετά το τέλος της προβολής νιώθοντας την ανάγκη να συζητήσουν για όσα θίγει η ταινία.
Είναι περισσότερο πολιτικό ή κοινωνικό δράµα το «18»;
Στη δική µου µατιά είναι περισσότερο κοινωνικό δράµα και συγχρόνως µια ταινία ενηλικίωσης. Υπάρχει αναµφίβολα πολιτική διάσταση στην ιστορία, αλλά περισσότερο µε ενδιέφερε να προσεγγίσω το πρόβληµα του bullying και της σχολικής βίας µε έναν τρόπο που κυρίως να θέτει ερωτήµατα παρά να προσφέρει έτοιµες απαντήσεις.
Στα βραβεία IRIS της ερχόµενης Τετάρτης είσαι υποψήφιος για το βραβείο σκηνοθεσίας.
Ναι, και είναι τιµή µου. Επίσης χαίροµαι ιδιαίτερα µε το γεγονός πως και η Μαρία Σκουλά, µε την οποία είχαµε µια υπέροχη συνεργασία, είναι υποψήφια στην κατηγορία του β΄ γυναικείου ρόλου. Τα βραβεία, οι διακρίσεις στα φεστιβάλ και ούτω καθεξής είναι όλα σχετικά. Οµως σίγουρα βοηθούν αρκετά µια ταινία.
Η αγάπη σου για τον κινηµατογράφο πώς ξεκίνησε;
Από τα παιδικά µου χρόνια. Ζούσα τη δεκαετία του ’70 στα Ανω Πεδινά στα Ζαγοροχώρια όπου δεν υπήρχε καν τηλεόραση και οι περισσότεροι κάτοικοι δεν είχαν δει ποτέ σινεµά. Το περιστατικό που µε σηµάδεψε βαθιά ήταν όταν ένα απόγευµα χτυπούσε επίµονα η καµπάνα του χωριού για να ειδοποιήσει πως ήρθε ο κινηµατογράφος της ΜΟΜΑ. Στήθηκε ένα πανί στην πλατεία για να προβάλουν µια ταινία. Ολη η εµπειρία ήταν συγκλονιστική, καθώς είχα την τύχη να βιώσω τον κινηµατογράφο σε όλη του την πολυπλοκότητα. Ηταν λαϊκό θέαµα, επιστηµονικά αξιοπερίεργο, µορφή τέχνης· όλα τα στοιχεία εµφανίστηκαν ξαφνικά σε µια κοινωνία που µέχρι τότε αγνοούσε το σινεµά. Από τότε µε ενδιέφερε ο τρόπος που ο κινηµατογράφος µπορεί να αφηγηθεί µε εικόνες και ήχους µια ιστορία.
Πότε αποφάσισες να γίνεις σκηνοθέτης;
Οταν τέλειωσα τις σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήµιο της Αθήνας αµέσως αποφάσισα να φύγω για Παρίσι. Εκανα ένα µεταπτυχιακό εκεί, ταυτόχρονα µε τις κινηµατογραφικές σπουδές που διήρκεσαν τρία χρόνια. Αυτά τα χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ήταν πολύ σηµαντικά επειδή ανακάλυψα το σινεµά µε έναν άλλο τρόπο. Τότε στην Ελλάδα η κινηµατογραφική παιδεία ήταν ακόµη πολύ φτωχή – πηγαίνοντας στο Παρίσι ανοίχτηκε ένας υπέροχος καινούργιος κόσµος µπροστά µου. Εβλεπα τρεις µε τέσσερις ταινίες κάθε µέρα και ένιωθα σαν µικρό παιδί που ανυποµονούσε να γευτεί όλα αυτά τα θαύµατα που του προσφέρονταν.
Ποια είναι η θέση του ελληνικού σινεµά στον σύγχρονο παγκόσµιο κινηµατογραφικό χάρτη;
Παρά τις δύσκολες συνθήκες (κρίση, πανδηµία), ο σηµερινός ελληνικός κινηµατογράφος βρίσκεται σε άνθηση. Τα τελευταία χρόνια έχει ξεπεράσει κάποιες από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Εχει ξεφύγει κάπως από την εσωστρέφεια και τον ναρκισσισµό του. Υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες διαφορετικών ηλικιών, ρευµάτων και τάσεων που κάνουν ταινίες µε τόλµη και φρέσκια µατιά. Το αποτέλεσµα είναι όχι µόνο να καταφέρνουν να ξεπερνούν τα όρια της χώρας, αλλά και να διακρίνονται στις διεθνείς αγορές και στα φεστιβάλ. Βέβαια το πρόβληµα της χρηµατοδότησης εξακολουθεί να υφίσταται.