Ο Ηλίας Φαεινός μας μίλησε για τη ζωή του ζωγράφου πατέρα του με αφορμή την αναδρομική έκθεση στην Πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου.
Στα έργα του Βαγγέλη Φαεινού ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως θύτης και ως θύμα. Η αγωνία του ζωγράφου να μιλήσει για την αλλοτρίωση και την εσωτερική μοναξιά που επιφέρει η αλόγιστη χρήση της μηχανής στην καθημερινότητα αλλά και στους χώρους εργασίας τον οδήγησε στα 70s στη δημιουργία ανθρωπόμορφων φιγούρων με μηχανικά χαρακτηριστικά και βιομηχανικά υλικά. Ξεχωρίζουν τα έργα του που απεικονίζουν ανθρώπους φτιαγμένους από τούβλα (πολύ πριν από το «The wall» των Pink Floyd) ή ντυμένους με κτιστούς πτυχωτούς μανδύες, που μάταια αναζητούν να βρουν ουσιαστική ανθρώπινη επαφή. Αυτές τις μέρες παρουσιάζεται στη Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου η αναδρομική έκθεση «Βαγγέλης Φαεινός: Κοινωνική – αισθητική εγρήγορση» την οποία επιμελείται ο καθηγητής και ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης. Βρεθήκαμε στην έκθεση, στην οποία μας ξενάγησε ο γιος του ζωγράφου Ηλίας Φαεινός και μας αφηγήθηκε τη ζωή του πατέρα του.
Ο Βαγγέλης Φαεινός γεννήθηκε το 1918 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και ήρθε στην Ελλάδα το 1922. Τα ίχνη του πατέρα του είχαν χαθεί τρία χρόνια νωρίτερα, την εποχή που ο ελληνικός στρατός εισέβαλε στη Μικρά Ασία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή βρέθηκαν οικογενειακώς στον Πειραιά κι από εκεί στη Μυτιλήνη όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, όμως ένας καθηγητής του ονόματι Βαρελάς ή Βαρέλας αναγνώρισε το ταλέντο του στη ζωγραφική και πίεσε τη μητέρα του να τον στείλει στην Αθήνα να σπουδάσει. «Τότε αυτά ακούγονταν τρελά για μια οικογένεια που δούλευε στα καπνοχώραφα. Ωστόσο δεν τον αποθάρρυναν και τον έβαλαν να μαθητεύσει δίπλα σε έναν επιγραφοποιό της Μυτιλήνης. Ομως επειδή δεν έβγαιναν οικονομικά, κάποια στιγμή τον σταμάτησαν και ταυτόχρονα έπαψε να πηγαίνει και στο Πρακτικό Λύκειο που σπούδαζε μέχρι τότε» λέει ο Ηλίας Φαεινός.
Ο Βαρελάς όμως επέμεινε και οργάνωσε σε ένα δημοτικό κτίριο της Μυτιλήνης μια έκθεση με έργα του 16άχρονου Φαεινού, όπου η «καλή κοινωνία» του νησιού αγόρασε πίνακές του. Ετσι συγκεντρώθηκαν τα χρήματα για τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με καθηγητές τους Αργυρό – Θωμόπουλο στη ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη χαρακτική. Οταν τελείωσε τη σχολή άρχισαν μαζί με τον Γιώργο Βακιρτζή να αναρωτιούνται πώς θα μπορούσαν να βιοποριστούν. Οι δύο επιλογές τους ήταν η αγιογραφία και οι γιγαντοαφίσες του κινηματογράφου. Μάλιστα για ένα φεγγάρι δούλεψε μαζί με τον Φώτη Κόντογλου, αλλά τα παράτησε για να στραφεί στον κινηματογράφο που είχε τρομερή άνθηση εκείνη την εποχή, προκειμένου να μάθει την τέχνη της γιγαντοαφίσας από τον Στέφανο Αλμαλιώτη, τον πρωτοπόρο του είδους. Με τον Βακιρτζή έφτιαξαν δικό τους εργαστήριο που αναλάμβανε τις γιγαντοαφίσες συγκεκριμένων κινηματογράφων της οδού Πανεπιστημίου (Ιντεάλ, Ρεξ κ.ά.).
Η γερμανική κατοχή
Στη διάρκεια της Κατοχής δούλευε όπου έβρισκε για να ζήσει (ελαιοχρωματισμοί, επιγραφές, γιγαντοαφίσες). Στην αρχή της Αντίστασης οργανώθηκε με το ΕΑΜ στην ΕΠΟΝ αλλά τον συνέλαβαν μαζί με τους συντρόφους του, τον έστειλαν στα κρατητήρια και από εκεί στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Πριν από τον πόλεμο, όταν ήταν ακόμη στην ΑΣΚΤ, ο Φαεινός παντρεύτηκε μια αστή αλλά χώρισαν σύντομα.
Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής η πρώην σύζυγός του είχε σχέση με ένα Γερμανό αξιωματικό και όταν έμαθε ότι ο Φαεινός ήταν κρατούμενος στο Χαϊδάρι πίεσε τον φίλο της να τον απελευθερώσει. Ο Ηλίας Φαεινός μάς λέει ότι έπειτα από εκείνη την περιπέτεια ο πατέρας του ανακοίνωσε στους συντρόφους του ότι αποχωρούσε από την Αντίσταση. «Δεν κάνω για ήρωας» είπε χαρακτηριστικά. Παρέμεινε πάντως ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος και αυστηρά αριστερός («ψήφιζε σταθερά ΚΚΕ») σε όλη του τη ζωή. Το 1944 είχε και μια άλλη περιπέτεια. «Τον έπιασαν μαζί με ένα φίλο του για έλεγχο οι γερμανοτσολιάδες όταν άρχισε να ζωγραφίζει έναν από αυτούς. Τον έβαλαν σε ένα καμιόνι για να τον πάνε ποιος ξέρει πού» λέει χαρακτηριστικά ο Ηλίας. Εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο από το σκίτσο του Φαεινού ώστε τον άφησε να φύγει. «Η τέχνη του τον έσωσε» λέει ο γιος του ζωγράφου.
Στον Καναδά και πίσω
Το 1952 ταξίδεψε στον Καναδά κυρίως για βιοποριστικούς λόγους και εγκαταστάθηκε στο Μόντρεαλ, όπου παρέμεινε για μια επταετία (υπάρχουν θαυμάσια έργα στην έκθεση από εκείνη την εποχή). Σε μια επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη εκείνη την εποχή παρακολούθησε μια έκθεση του Νταλί. Οταν αντίκρισε τον «Χριστό του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού» έπαθε σοκ. Εξι μήνες τού πήρε να ξαναπιάσει πινέλο. Επέστρεψε στο Μόντρεαλ και εργάστηκε για δυο αδέλφια εβραίους, φτιάχνοντας για την εταιρεία τους γιγαντοαφίσες και μάλιστα με πολύ καλές απολαβές. Πήγε τόσο καλά που τον εμπιστεύτηκαν για να αναλάβει το παράρτημα της εταιρείας τους που θα άνοιγαν στην Αυστραλία. Ετσι, το 1959 έφυγε για να κάνει ένα μικρό πέρασμα στην Ελλάδα, με σκεπτικό τη μόνιμη εγκατάσταση εκεί, όμως η γυναίκα του –που ήταν η αδελφή του Κώστα Τσόκλη, τον οποίο είχαν βοηθό τους οι Φαεινός και Βακιρτζής όταν έφτιαχναν τις κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες– διαγνώστηκε με καρκίνο, οπότε το ταξίδι στην Αυστραλία ματαιώθηκε, ενώ για την επόμενη τριετία καταστράφηκαν οικονομικά λόγω των ιατρικών εξόδων.
Για μια δεκαετία σχεδόν (1960-70) σταμάτησε να ζωγραφίζει και δούλευε μανιωδώς για να ξεχρεώσει. Οι γιγαντοαφίσες αλλά και τα σχέδια που έκανε για τη διαφήμιση στα θερινά σινεμά τον βοήθησαν να επιβιώσει. Ξαναβρήκε την όρεξη για ζωγραφική στις αρχές των 70s φτιάχνοντας έργα με έντονους πειραματισμούς –ακόμη και στα υλικά, όπου ανακάτευε το κάρβουνο με το πριονίδι μεταξύ άλλων– που αποτέλεσαν το υλικό μιας έκθεσης που γνωρίζει επιτυχία.
Ο άλλος καλλιτέχνης
Ο Φαεινός δεν σταμάτησε να αναζητά νέους τρόπους έκφρασης παντρεύοντας την πολιτική ματιά του με τον σουρεαλισμό και τον συμβολισμό που δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμος. Τότε εγκαινίασε και την εισαγωγή των περίφημων τούβλων στα έργα του, ενώ άφησε και κάποιες δουλειές του χωρίς υπογραφές. Δεν ήθελε να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο στιλ γραφής, στοχεύοντας στην αλλαγή που συμβαδίζει με την εξέλιξη. Τα έργα με τα τούβλα είναι εκείνα που τον καθιέρωσαν και τον έφεραν σε επαφή με τον μοντέρνο τρόπο ζωής καθώς και την τεχνολογία, λέγοντας πως «ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει απολέσει την ανθρώπινη υφή και στη θέση της έχει τοποθετήσει τη μηχανή». Στην έκθεση υπάρχουν κι άλλες ενδιαφέρουσες δουλειές, που περιλαμβάνουν ακόμη και κολάζ από μικρές αγγελίες ή ιδέες που πηγάζουν καθαρά από την ανάγκη της ζωγραφικής για να βρουν στην πορεία τον τελικό σκοπό τους.
Ο Φαεινός πέθανε στα 66 του έπειτα από καρδιακό επεισόδιο, μόλις ένα χρόνο μετά τη συνταξιοδότηση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής της διαφημιστικής εταιρείας Alma. Παρότι είχε αποκτήσει σχετική φήμη ως εκπρόσωπος του ελληνικού μεταϊμπρεσιονισμού δεν είχε πρόβλημα να εργαστεί στη διαφήμιση, «προδίδοντας» τα αυστηρά καλλιτεχνικά πεδία. Μάλιστα καθώς είχε παρακολουθήσει μαθήματα κινούμενων σχεδίων στο Μόντρεαλ, εφάρμοσε τις γνώσεις του στη διαφήμιση υπογράφοντας την περίφημη κατσαριδούλα «Τερέζα», το πρώτο κινούμενο σχέδιο που μπήκε σε τηλεοπτική ελληνική διαφήμιση για λογαριασμό του εντομοκτόνου Teza.
INFO
H έκθεση «Βαγγέλης Φαεινός: Κοινωνική – αισθητική εγρήγορση» στην Πινακοθήκη του Δήμου Αλίμου θα διαρκέσει ως τα Χριστούγεννα.
Εθισμός στις εικόνες
Του Μάνου Στεφανίδη
Καθηγητής και ιστορικός τέχνης
Τα περισσότερα έργα ζωγραφικής είναι απλά η υπογραφή του καλλιτέχνη. Τα ελάχιστα είναι και ο καλλιτέχνης ο ίδιος. Αυτά και μόνο αυτά είναι έργα τέχνης. Τα υπόλοιπα είναι καλλιτεχνικές εφαρμογές. Να κάτι που γνώριζε πολύ καλά ο βαθιά πολιτικοποιημένος και καθόλου φολκλόρ Βαγγέλης Φαεινός. Μια και μιλάμε για αξίες, εφαρμογές, κριτήρια αλλά και το δύσκολο έργο να διεκδικεί κανείς κριτικό λόγο στην εποχή της συμπεφωνημένης αφωνίας. Ο Φαεινός εκπροσωπεί μαζί με τη γενιά του ’50 κι όλους αυτούς τους σημαντικούς πλην παραγνωρισμένους δημιουργούς που εμφανίστηκαν ανάμεσα, ας πούμε, στον Τσαρούχη ή τον Μόραλη, όπως ο Λευτέρης Κανακάκις ή ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, αλλά και τους μαθητές του Κανιάρη ή Τσόκλη, όπως ο Λαζόγκας ή ο Νίκος Αλεξίου.
Η γενιά αυτή έχει ως αφετηρία το ιδιαίτερο παράδειγμα του Γιώργου Βακιρτζή (1923-88). Από τη δεκαετία του ’40 και για είκοσι ολόκληρα χρόνια ασχολείται με τη γιγαντοαφίσα, επιτυγχάνοντας μέσω αυτής της εφήμερης δημιουργίας εντυπωσιακά αποτελέσματα, προλαβαίνοντας, τρόπον τινά, την ποπ αρτ. Από το 1947 και για αρκετό διάστημα έχει ισότιμο συνεργάτη τον Βαγγέλη Φαεινό και βοηθό τον νεαρό Κώστα Τσόκλη, αδελφό της συζύγου του Φαεινού. Για όλους αυτούς η γιγαντοαφίσα, η δύσκολη κατασκευή της εύκολης συγκίνησης, αποτέλεσε ένα μεγάλο σχολείο που τους δίδαξε αμεσότητα, ταχύτητα, έλεγχο της μεγάλης επιφάνειας και δεξιοτεχνία. Εστω κι αν αυτή η τελευταία δεν διδάσκεται.
Ας επιστρέψουμε στον Φαεινό και στην ιδιαιτερότητα του έργου του. Ξαναδιαβάζω ένα αγαπημένο βιβλίο της νεότητάς μου «Pop Art» της Lucy R. Lippard – Nicolas Kalas, εκδ. Thames and Hudson, 1970, και εντυπωσιάζομαι από την τεχνική και θεματική ομοιότητα των πινάκων του Βαγγέλη με τα έργα των προδρόμων της αμερικανικής ποπ Gerald Murphy και Stuart Davis αλλά και των Βρετανών Peter Blake και Peter Phillips. Η πολύχρονη παρουσία, τέλος, του Φαεινού στον Καναδά τον φέρνει σε επαφή από πολύ νωρίς με τα καινούργια πράγματα που κυοφορούνταν στη Βόρεια Αμερική διαμορφώνοντας τον προσωπικό του προβληματισμό. Ανάλογο παράδειγμα είναι ο σύγχρονός του ζωγράφος Πωλ Σουλικιάς από τη Λάρισα (1927-2023), διάσημος στον Καναδά. Ας μην ξεχνάμε πως οι πρώτοι πίνακες του Φαεινού, από τη δεκαετία του ’60, είναι ανάγλυφα με άργιλο και ροκανίδι που κινούνται σαφώς στον χώρο της αφαίρεσης. Υλικά όλη του η έρευνα κινείται γύρω από μια μεθοδική διαδικασία αέναων μεταπλάσεων, όπου το ένα θέμα μετασχηματίζεται σε κάτι διαφορετικό αλλά η εικαστική φόρμα παραμένει αμετάβλητη…
Τολμώ να πω ότι για την επίδραση της ποπ στο έργο του Φαεινού ισχύει αυτό που έγραψε ο πολύς Νίκολας Κάλας. Δηλαδή ότι η ποπ αρτ μπορεί να γίνει αντι-ποπ (όπ. αν. σελ. 169). Που θα πει, η χαζοχαρούμενη ευτυχία να γίνει δράμα. Τώρα ποιοι δικαιώθηκαν ιστορικά, οι καταγγέλλοντες ή οι υμνητές του κυρίαρχου δυτικού μοντέλου, ας το κρίνετε καλύτερα εσείς. Εγώ απλώς προσθέτω και την ποπ θεματική ως ένα ακόμη κλειδί για να κατανοήσουμε τις αισθητικές επιλογές του ζωγράφου, ανάλογες με του συνομηλίκου του Γιώργου Ιωάννου. Και συνεχίζει ο Κάλας (σ. 163): «Let us enjoy images as images, as we enjoy games for the sake of playing. Addiction to images is a dream deritive…». Να ένας ακόμη δυνάμει τίτλος στην αναδρομική έκθεση του Φαεινού που οργανώνει ο Δήμος Αλίμου ως τα Χριστούγεννα: Addiction to images. Εθισμός στις εικόνες! Κατά τ’ άλλα… τόσο απαλά, τόσο ανεπαίσθητα όσο μόλις να πονάει… λίγο. Σαν το αγκάθι του τριαντάφυλλου. Αυτό είναι η τέχνη. Μια εκδοχή τρυφερότητας που θέλει να εξορκίσει την πανταχού παρούσα βία.