Σαν ένα τοπόσημο μνήμης ο μεσοπόλεμος ανασύρεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που ο άξονας ισορροπίας του καπιταλιστικού συστήματος μεταβάλλεται, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού οικονομικών συμφερόντων και γεωπολιτικών ιμπεριαλιστικών βλέψεων των ισχυρών κρατών. Από την καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 και εντεύθεν, με ένταση από το 2011 και μετά, αναλυτές και πολιτικοί –και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό– κάνουν παραλληλισμούς του τότε με το τώρα, ένα φαινόμενο που σήμερα εντείνεται με τον Τραμπ και τον τραμπισμό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ρητορική περί αποσταθεροποίησης του συστήματος τροφοδοτείται με ανησυχίες σχετικά με τη «διάλυση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που μεταφράζεται από την κυρίαρχη αντίληψη σε εργαλείο δικαιολόγησης της οικονομίας του πολέμου (ουρανομήκη κονδύλια για στρατιωτικές δαπάνες), σε δυνατότητα ενίσχυσης της πρόσδεσης σε δυνατούς «προστάτες» απέναντι σε απομονωτισμούς ή σε ευκαιρία για πολιτική ενοποίηση της ΕΕ κ.λπ.
Παράλληλα, τα αντανακλαστικά εκείνων που πλήττονται από τις πολιτικές των κυβερνήσεων στο εσωτερικό των χωρών ενεργοποιούνται και προκαλούν ανασφάλεια σε οικονομικούς κύκλους και σε εκπροσώπους πολιτικής έκφρασής τους στο αστικό σύστημα που ενίοτε είναι αγκαζέ ακόμη και με νεοφασιστικά μορφώματα. Η απειλή του νεοναζισμού είναι υπαρκτή, μόνο που οι κυρίαρχες δυνάμεις αποφεύγουν να θυμίζουν αυτό που έλεγε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός».
Δύο διεθνολόγοι, ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Θρησκείας στη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Σωτήρης Ρούσσος, ο δικηγόρος, διδάκτορας Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ, διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Θέμης Τζήμας και ένας οικονομολόγος, ο διδάκτωρ Διεθνούς Οικονομίας Κώστας Μελάς ανατέμνουν την περίοδο που διανύουμε, εστιάζουν σε αλλαγές που επηρεάζουν και την Ελλάδα και δίνουν τη δική τους εκδοχή γι’ αυτό που σχηματικά περιλαμβάνεται στο ερώτημα αν ζούμε άραγε σε έναν… σύγχρονο μεσοπόλεμο.
«Προς τον αυταρχισμό»
«Οχι, δεν διανύουμε μέρες που έχουν αντιστοιχία με τον μεσοπόλεμο. Ομως υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά» επισημαίνει ο Σωτ. Ρούσσος και εξηγεί: «Και τότε και τώρα βρισκόμαστε σε μια αναδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος. Με άλλα λόγια, υπάρχουν δυνάμεις που αναπτύσσονται και διεκδικούν την παγκόσμια ηγεμονία, όπως η Κίνα, και δυνάμεις που ήδη έχουν την ηγεμονία και δεν θέλουν να τη χάσουν, όπως οι ΗΠΑ. Κάτι ανάλογο γινόταν και στον μεσοπόλεμο. Δεύτερον, υπάρχει μια αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού διεθνούς συστήματος. Αυτό συνέβαινε και τότε, με το κραχ του 1929, όταν αμφισβητήθηκε όλο το σύστημα, όπως και αργότερα, μετά το 2008, με απανωτές κρίσεις που δείχνουν ότι το καπιταλιστικό σύστημα αναδιαρθρώνεται καταστρέφοντας παλιές δομές και μαζί κεφάλαιο. Μόνο που τώρα, λόγω των τεχνολογιών και κυρίως της τεχνητής νοημοσύνης, αυτές οι αλλαγές είναι πιο ριζοσπαστικές, πιο επαναστατικές. Τρίτον, η άνοδος αυταρχικών καθεστώτων και αυταρχικών ηγετών (ΗΠΑ, Ρωσία κ.ά.) αλλά και η άνοδος κομμάτων που έχουν ξενοφοβικό και ρατσιστικό χαρακτήρα. Γενικά το μεγάλο ρεύμα είναι από τη δημοκρατία προς τον αυταρχισμό».
Για να προσθέσει: «Τα διαφορετικά στοιχεία είναι ότι οι δυνάμεις έχουν πυρηνικά όπλα και άρα είναι δύσκολο έως αδύνατο να έρθουν σε σύγκρουση μετωπική, όπως έγινε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έτσι θα δούμε περισσότερο “πολέμους δι’ αντιπροσώπων” (μικρότερα κράτη να συγκρούονται, π.χ. Ουκρανία). Δεύτερο διαφορετικό στοιχείο είναι ο μεγάλος ρόλος των μη κρατικών δρώντων, είτε ενόπλων (π.χ. Χεζμπολάχ, ISIS) είτε οικονομικών (πολυεθνικές)».
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Θ. Τζήμας δεν συμφωνεί με όσους λένε ότι η εποχή μας μοιάζει με εκείνη του μεσοπόλεμου: «Δεν υπάρχει άνοδος ναζιστικού-φασιστικού φαινομένου όπως στον μεσοπόλεμο ούτε είναι επίσης μια λήξη της παγκόσμιας αντιπαράθεσης σε συνδυασμό με κατάρρευση. Είναι εξελισσόμενη η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Ρωσίας και Κίνας, που συνθέτει παγκόσμιο ανταγωνισμό αλλά όχι οικονομική κρίση όπως το μεγάλο κραχ του 1929».
Γιατί όμως χρησιμοποιείται αυτός ο παραλληλισμός περί σύγχρονου μεσοπολέμου; «Υπάρχει προπαγανδιστική ανάγκη των Ευρωπαίων που ταυτίστηκαν με την πολιτική Μπάιντεν να πουν ότι η φιλοπόλεμη δική τους πολιτική ήταν αντίδραση της δημοκρατίας κατά των φασιστών» τονίζει.
Κατά τον Θ. Τζήμα, «ο Τραμπ είναι μια συστημική Δεξιά που ενισχύει άλλη πολιτική ορθότητα από αυτή της mainstream Δεξιάς. Και οι δύο ομνύουν στον καπιταλισμό και τον ατλαντισμό. Η σύγκρουση είναι ως προς σημαντικά αλλά δευτερεύοντα ζητήματα – προβάλλουν ζητήματα ταυτοτήτων, αντιπαραθέσεις περί ελευθερίας λόγου και σεβασμού εκλογικών αποτελεσμάτων, όπως στη Ρουμανία κ.α. Στα βασικά δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ενώ ούτε άλλο κρατικό μοντέλο διακυβέρνησης προτείνουν που να κάμπτει το αστικοφιλελεύθερο πλαίσιο. Στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης δεν εκάμφθη τότε το κράτος-έθνος. Η ΕΟΚ είναι γέννημα του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα τουλάχιστον δεν φαίνεται διάλυση των υπερεθνικών οντοτήτων.
Ενδεχομένως να υπάρξει διάλυση αν τραβήξει προς το μέρος του μέλη της ΕΕ».
Η πρόσφατη διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια (MSC), που σημαδεύτηκε από την ομιλία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς, αποτελεί τομή σε ό,τι αφορά τους θεσμούς και τις συμμαχίες που είχαν συγκροτηθεί μεταπολεμικά, καθώς πλέον πολιτικές δομές αμφισβητούνται (ΕΕ, Δύση κ.ά.), ενώ αναδιατάσσεται ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης.
Σχετικά με την άνοδο του Τραμπ για δεύτερη φορά στα ηνία της αμερικανικής κυβέρνησης, κατά τον καθηγητή Σωτ. Ρούσσο, «έχουμε το τέλος της παγκοσμιοποίησης όπως την ξέραμε. Τώρα προωθείται ο προστατευτισμός, οι δασμοί σε προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτό είναι μια πλευρά της αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού συστήματος που στην ουσία του παραμένει ίδιο».
Και υπογραμμίζει: «Η αμφισβήτηση σφαιρών επιρροής ήταν χαρακτηριστικό στον μεσοπόλεμο. Δηλαδή Γερμανία – Ιαπωνία αμφισβητούν την αποικιοκρατική επιρροή της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Σήμερα δεν έχουμε σφαίρες επιρροής αλλά ηγετική δύναμη από τη μια και δυνάμεις όπως κυρίως η Κίνα από την άλλη που επιζητούν κι αυτές ηγετικό ρόλο».
Πάντως, κατά τη δική του προσέγγιση, «μετά το 1990 έχουμε την αμφισβήτηση των εθνών-κρατών και της κυριαρχίας τους, καθιστώντας πιο εύκολη έτσι την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου. Σήμερα, επανέρχεται στο προσκήνιο το έθνος-κράτος. Η ΕΕ είναι σε αποσύνθεση επειδή τα μεγάλα κράτη θέλουν να περιχαρακώσουν τις οικονομίες τους. Προς τα εκεί πάμε, αλλά οι εξελίξεις αυτές μπορεί να πάρουν και μια δεκαετία».
«Δεν υπάρχει νέα Γιάλτα»
Σε μια πολύπλοκη συνθήκη η ΕΕ εμφανίζεται πιο αδύναμη από ποτέ, με τις άτυπες συνόδους κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας να αποτυπώνουν την αμηχανία της να συγκροτήσει ένα σχέδιο αυτονομίας λόγω κυρίως των ανταγωνισμών τους. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί θεωρούν ότι οι γεωπολιτικές αναδιατάξεις συνδυάζονται και με κρίση δημοκρατίας.
«Εδώ και πάνω από 15 χρόνια υπάρχει μια σαφής διαδικασία πολυπολικού κόσμου που εκφράζεται με ανάπτυξη περιφερειακών ενώσεων οι οποίες δημιουργούν μικρές αλλά σταθερές ρωγμές στην παγκοσμιοποίηση» επισημαίνει ο Κ. Μελάς και εξηγεί ότι «εμφανίζονται περιφερειακοί χώροι που κανονικοποιούν τις εμπορικές και άλλες συναλλαγές τους με βάση τις ανάγκες των χωρών που συμμετέχουν. Σ’ όλες αυτές τις περιφερειακές ενώσεις υπάρχει μια ισχυρή δύναμη που δίνει τον τόνο και αποτελεί τον πρωτοπόρο». Ο Κ. Μελάς κρίνει ότι «μέσα από την εμπορική και οικονομική δυναμική διακρίνεται εμφανώς η προσπάθεια για γεωπολιτική κυριαρχία».
Κατά την άποψή του, «ο κόσμος αρχίζει να ξαναμοιράζεται σε ζώνες επιρροής. Δεν αμφισβητείται το σύστημα. Δεν υπάρχει καινούργια Γιάλτα. Ο Τραμπ ασκεί μια εξυπηρετική πολιτική που ξεκινά από το εσωτερικό της Αμερικής και όχι αντίστροφα. Ξεφορτώνεται ό,τι είναι βάρος στο εξωτερικό για να αποκτήσει δύναμη διαπραγμάτευσης, για να αποκτήσει δύναμη στο εσωτερικό. Η Ουκρανία δεν σημαίνει τίποτε για την Αμερική. Δεν συμφωνώ με τον Μπρεζίνσκι που έλεγε ότι η Ουκρανία δεν πρέπει να κολλήσει με τη Ρωσία. Οι ΗΠΑ κινδυνεύουν αν η Ρωσία πάει με την Κίνα. Βέβαια, αυτή την περίοδο η Κίνα έχει το πάνω χέρι. Η Ρωσία εξαρτάται από την Κίνα όχι μόνο από διπλωματική άποψη αλλά και μέσω του εμπορίου, του φυσικού αερίου, των συναλλαγών γενικότερα και βεβαίως και της τεχνολογίας».
Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι «δημιουργούνται σιγά αλλά σταθερά εμφανείς νέες σφαίρες επιρροής. Φτάνει να ρίξουμε μια απλή ματιά στο τι συμβαίνει στην Αφρική, όπου η υποχώρηση της Γαλλίας είναι γρήγορη και επιταχυνόμενη, ενώ υποχώρηση παρουσιάζει και η επιρροή των ΗΠΑ. Αντίθετα, αυξάνονται η οικονομική επιρροή της Κίνας και η πολιτική επιρροή της Ρωσίας. Εισερχόμαστε στην περίοδο των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων και ως τέτοιες το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ ονοματίζει τις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Ρωσία».
Κατά τη γνώμη του, «οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ως μόνο εχθρό την Κίνα. Για τον Τραμπ η Ρωσία είναι μια δύναμη με την οποία μπορείς να συνδιαλεχθείς και να επιλύσεις προβλήματα.
Εξάλλου δεν υπάρχουν τόσο μεγάλα προβλήματα με τη Ρωσία. Ισως και στο μυαλό του προέδρου Τραμπ η Ουκρανία μπορεί και να χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να ξαναφέρει τη Ρωσία κοντά στην Ευρώπη προκειμένου να την απομακρύνει από την Κίνα».
Η Ελλάδα στη μέγγενη των διεθνών εξελίξεων
Πολυεπίπεδες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις για τη χώρα μας από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις και τις αλλαγές σε διεθνές επίπεδο. Ο Σωτ. Ρούσσος κρίνει ότι «σε μια ρευστή κατάσταση, όπου οι κανόνες δεν ακολουθούνται και η λογική Τραμπ είναι συναλλακτική, του “πάρε – δώσε” δηλαδή, πολιτικοί τύπου Ερντογάν βρίσκουν εύφορο έδαφος για να δημιουργήσουν προβλήματα.
Για την Ελλάδα τα διακυβεύματα είναι και οικονομικά και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας». Και προσθέτει: «Σε περιόδους αστάθειας των διεθνών συστημάτων διατρέχουν μεγαλύτερους κινδύνους μικρά κράτη σαν την Ελλάδα. Οσο αμφισβητούνται οι συμμαχίες και οι όροι ισορροπίας των συστημάτων, η χώρα πρέπει να στηριχτεί στη δική της ισχύ».
Από την πλευρά του ο Θ. Τζήμας εκτιμά ότι «συνολικά τα κράτη της ΕΕ θα στραφούν προς τις ΗΠΑ ή προς Κίνα και Ρωσία. Αυτήν τη στιγμή δεν μπορούν να εφαρμόσουν δική τους πολιτική. Οι ευρωατλαντικές δυνάμεις σκέφτονται μια άλλη μορφή συνεργασίας που να ενσωματώσει ένα τμήμα της ευρωπαϊκής αγοράς στην εσωτερική δική τους αγορά. Η Ελλάδα θα ακολουθήσει την Αμερική σε κάθε περίπτωση και για πολιτικούς και για πολιτιστικούς λόγους».
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Κ. Μελάς, ο οποίος τονίζει ότι «η Ελλάδα θα ακολουθήσει την Αμερική. Το θέμα είναι ότι κάποιος πρέπει να κάνει την αρχική κωλοτούμπα. Εύκολα πράγματα για τους Ελληνες πολιτικούς». Μάλιστα, σε αυτό το πλαίσιο θεωρεί ότι «το μακροσκελές σχόλιο του Αδωνη Γεωργιάδη δεν ήταν τυχαίο». Ο Αδωνης Γεωργιάδης είχε επιχειρηματολογήσει για το ότι η πολιτική Τραμπ μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία της Ευρώπης!
Το μεγάλο πρόβλημα, κατά τον Κ. Μελά, το έχει η ΕΕ, που δεν φαίνεται να αποτελεί κανένα από τους κυρίαρχους πόλους που σιγά σιγά σχηματίζονται στο πλανητικό παιχνίδι και σημειώνει ότι «υπάρχουν κι άλλα θέματα, όπως το ότι, αν οι ΗΠΑ περιορίσουν τη συμμετοχή τους στις δαπάνες του ΝΑΤΟ που το 2023 είναι 54%, κάποιος θα κληθεί να αναλάβει το βάρος αλλά και την παρουσία στο πεδίο. Αν οι Ευρωπαίοι σκεφτούν ότι η Τουρκία μπορεί να καλύψει ένα κομμάτι από την αποχώρηση των ΗΠΑ, η κατάσταση δεν θα είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα».
Επίσης, ο Κ. Μελάς αναφέρει αιχμηρά: «Με τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο Τραμπ, οποιαδήποτε αύξηση των αμυντικών δαπανών με την παρουσία του ΝΑΤΟ δεν αλλάζει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να έχουν το πάνω χέρι. Επομένως, ακόμη και το σύνθημα να διαλυθεί το ΝΑΤΟ και στη θέση του να δημιουργηθεί το ευρωπαϊκό αντίστοιχο αποκτά κάποιο νόημα».
Διαβάστε επίσης:
Απομονωμένος διεθνώς ο σιμουλτανέ Μητσοτάκης
Αχαΐα: Συλλήψεις συνδικαλιστών επειδή ενημέρωναν για την απεργία της 28ης Φεβρουαρίου για τα Τέμπη
Έγκλημα Τέμπη: Μήνυμα συμπαράστασης από τον Σύλλογο Συγγενών Θανόντων στο Μάτι